ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ
Υπήρξαν κάποτε οι «προνοµιούχοι» του κράτους πρόνοιας. Ή τουλάχιστον έτσι ήθελε να τους αποκαλεί ο προοδευτικός µας λυρισµός. Τα γερατειά µας ήταν περήφανα και οι υπόλοιποι βάδιζαν προς την τρίτη ηλικία µε το κεφάλι ψηλά αφού, εκτός από την οργάνωση των Ολυµπιακών, η πανίσχυρη Ελλάδα κατάφερε να ανεβάσει και το προσδόκιµο ζωής.
Ηταν αδύναµοι, κι αυτοί που τους διαδέχθηκαν στην τρίτη ηλικία είναι κι αυτοί αδύναµοι. Μόνον που τώρα κανείς δεν µπορεί να τους υποσχεθεί προστασία. Στους καιρούς του Μνηµονίου ο καθένας κοιτάζει να σώσει το τοµάρι του, ο διπλανός πιάνει χώρο κι αυτοί δεν έχουν πού να κρυφτούν για να γλιτώσουν το κεφάλι τους απ’ τα ερείπια του κράτους πρόνοιας.
∆εν έχουν γραφεία για να τα καταλάβουν, δεν έχουν τη δύναµη για να ρίξουν µπάζα στους δρόµους, δεν µπορούν καν να επιχειρηµατολογήσουν για τη χρησιµότητά τους. ∆εν είναι «εθνικό κεφάλαιο» όπως η ∆ΕΗ, ο ΟΣΕ, η ΕΥ∆ΑΠ οι ∆ΕΚΟ και οι ΜΕΚΟ. ∆ιαµαρτύρονται, µόνον που αυτοί δεν καταγγέλλουν τα µνηµόνια, τις διεθνείς συνωµοσίες ή τα εθνικά ξεπουλήµατα. Αυτοί το µόνο που ζητάνε είναι το φάρµακό τους. Τους ακούς να µιλάνε και ντρέπεσαι. Αλήθεια πού κρύβονται εκείνοι οι «αλληλέγγυοι» εργολάβοι παντός ανθρωπισµού;
Ντρέπεσαι γιατί δεν µπορείς να τους δώσεις το ελάχιστο που τους έχει αποµείνει, την αξιοπρέπεια που δικαιούται ο καθένας µας. ∆ιότι είναι αναξιοπρεπές να σου υπενθυµίζουν ότι είσαι αδύναµος και άχρηστος, να σε υποχρεώνουν να περιµένεις τρεις ώρες στην ουρά για να ευδοκήσουν να σου δώσουν το φάρµακο για τον καρκίνο σου, για τη νεφροπάθειά σου, για την καρδιακή σου ανεπάρκεια.
Είναι αναξιοπρεπές, είναι απάνθρωπο γιατί είναι ταπεινωτικό.
Αυτό µόνον να σκεφτούν όλοι αυτοί οι ιδιοκτήτες των φαρµακείων που πριν από τρεις µήνες κόπτονταν γιατί η απελευθέρωση του επαγγέλµατος θα κατέστρεφε το κοινωνικό τους λειτούργηµα και τώρα ζητούν µε οµήρους τα γεροντάκια τα λεφτά που τους χρωστάνε τα Ταµεία. Αυτό να σκεφτούν και οι γιατροί και όσοι, αρµόδιοι και αναρµόδιοι, υπουργοί και διοικητές φωνάζουν πως έχουν βρει τη λύση και θα τη δώσουν όπου να ‘ναι. Κάποτε η Ελλάδα πλήγωνε την ευαισθησία του ποιητή. Σήµερα µας ταπεινώνει όλους µας.
Και περισσότερο απ’ όλους ταπεινώνει όσους δεν έχουν τη δύναµη να αντισταθούν στην ταπείνωση. Τους χρησιµοποιεί σαν εξιλαστήρια θύµατα, τους φορτώνει το βάρος της ενοχής, τους υπενθυµίζει πως µας είναι βάρος.
Μια κοινωνία που ταπεινώνει τους παππούδες της και τις γιαγιάδες της έχει χάσει το αίσθηµα της ντροπής. Κι αυτό κανείς δεν µπορεί να σου το δανείσει.
Είναι αναξιοπρεπές να σου υπενθυµίζουν ότι είσαι αδύναµος και άχρηστος