του Αντίτια Τσάκραμποτρι.
Από τη μυστική σύσκεψη στο Λουξεμβούργο, στις 6/5, μέχρι σήμερα ασκείται όλο και πιο ανοιχτά στον ελληνικό λαό ένας ωμός εκβιασμός.
Σ’ αυτόν εμπλέκονται ανώτατοι αξιωματούχοι της Ευρωζώνης, όπως ο Ζαν-Κλοντ Γιούνγκερ, κυβέρνηση και βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Δ. Δασκαλόπουλος και βεβαίως οι φωστήρες των ΜΜΕ. Στη χορεία προστέθηκε και η Ελληνίδα επίτροπος Μαρία Δαμανάκη: «Ή κάνουμε αυτό που λένε οι δανειστές ή καταστρεφόμαστε», απεφάνθη η ανεκδιήγητη κυρία επίτροπος, επικαλούμενη πηγαδάκια των Βρυξελλών, μην τυχόν και μείνει εκτός του νυμφώνος των ισχυρών.
Ωστόσο, το πραγματικό ερώτημα είναι: Θα καταστραφεί η Ελλάδα αν δεν πληρώσει ή αν πληρώσει τους δανειστές; Μια απάντηση δίνει το άρθρο του Α. Τσάκραμπορτι, από τον βρετανικό Guardian, 24/5/2011.
Από τον Τζορτζ Μπους μέχρι τον Τζορτζ Όσμπορν, έχουν ειπωθεί πολλές ανοησίες κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Αλλά το βραβείο θα έπρεπε να δοθεί στον Λορέντσο Μπίνι-Σμάγκι [κατά πάσα πιθανότητα θα είναι ο επόμενος διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας -ΕΚΤ]. Η θέση του στο Δ.Σ. της ΕΚΤ τον καθιστά έναν από τους πιο σημαντικούς οικονομικούς αξιωματούχους της Ευρώπης. Ψηφίζει για το εάν τα επιτόκια στην Ευρωζώνη θα πρέπει να αυξηθούν ή να μειωθούν.
Έχει λόγο στις διασώσεις των χωρών του ενιαίου νομίσματος που περνούν οικονομικές δυσκολίες. Και πριν από δύο εβδομάδες προειδοποίησε τους Έλληνες που στραγγαλίζονται: «Η αθέτηση πληρωμών ή η αναδιάρθρωση του χρέους είναι ένα δραματικό οικονομικό και κοινωνικό γεγονός για τη χώρα που το υφίσταται -θα το αποκαλούσα πολιτική αυτοκτονία- που οδηγεί πολλούς στη φτώχεια».
Ποιο είναι το λάθος αυτού του επιχειρήματος; Λοιπόν, για να χρησιμοποιήσουμε έναν τεχνικό όρο, είναι αποτυχημένο. Για την ακρίβεια είναι το είδος εκείνο της αποτυχημένης επιχειρηματολογίας του τύπου «όλοι αυτό λένε, άρα είναι αλήθεια» που αποτελεί το σήμα κατατεθέν της διαδικασίας των ευρωπαϊκών αποφάσεων από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε η τραπεζική κρίση.
Ο Μπίνι Σμάγκι έχει λαμπρό ιστορικό συμβατικών ανοησιών. Το 2007 έγραψε: «Το ιρλανδικό παράδειγμα δείχνει πώς είναι δυνατόν να ευημερήσει (μια χώρα) μέσα στη Νομισματική Ένωση, ενώ έχει υψηλότερο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης από ό,τι η υπόλοιπη Ένωση». Αυτό το εντελώς άστοχο συμπέρασμα ώθησε τους μπλόγκερς να επιβραβεύσουν τον εξέχοντα τραπεζίτη με ένα νέο όνομα: BS (μπούφος).
Όμως, τούτη τη στιγμή ο BS έχει πολλούς φίλους. Δεν περνά ούτε μέρα που να μην προειδοποιεί κάποιος «σπουδαίος» από τη Φρανκφούρτη ή τις Βρυξέλλες την Αθήνα ότι αν δεν αποπληρώσει τα δάνειά της μέχρι δεκάρας και εγκαίρως, θα τη βρουν μεγάλα δεινά: Οι επενδυτές δεν θα ξαναδανείσουν ποτέ την κυβέρνηση και οι ξένες επιχειρήσεις δεν θα ξαναπατήσουν το πόδι τους στη Μεσόγειο.
Ακόμη και όσοι βλέπουν ότι ο πρωθυπουργός, Γ. Παπανδρέου, με την αδύναμη, διαιρεμένη κυβέρνηση και μια οικονομία σωρό ερειπίων, είναι αδύνατον να πληρώσει το χρέος, μετά βίας τολμούν να χρησιμοποιήσουν τη φράση «αθέτηση πληρωμών» -αντίθετα μιλούν για αναδιοργάνωση ή αναδιάρθρωση. Την περασμένη εβδομάδα, εκπρόσωπος της Κομισιόν έριξε την ιδέα του ανασχεδιασμού του χρέους. Αυτό, διαβεβαίωσε τους δημοσιογράφους, ήταν μια «διαφορετική έννοια από την αναδιάρθρωση του χρέους. Δεν συνεπάγεται... τους ίδιους παίκτες και δεν έχει τις ίδιες συνέπειες». [...]
Στην καλύτερη περίπτωση, αυτό λέγεται οικονομική διπλωματία κατ’ ευφημισμό, στη χειρότερη είναι τοκογλυφικός εκβιασμός. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αυτό που λείπει από τη συζήτηση είναι τι φανερώνουν τα στοιχεία από χώρες που έχουν αθετήσει τις πληρωμές τους. Και αυτό δεν μας εκπλήσσει, επειδή, αν διαδιδόταν ευρέως αυτή η εμπειρία, οι ψηφοφόροι στην Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία θα φώναζαν πολύ πιο δυνατά και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση να μην εκπληρώσουν τις δανειακές υποχρεώσεις οι κυβερνήσεις τους.
Επί δεκαετίες, οικονομολόγοι από τον Κεν Ρόγκοφ μέχρι τον Μπάρι Έιτσενγκριν έχουν αμφισβητήσει την άποψη ότι η αθέτηση πληρωμών είναι «αυτοκτονία», για να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη του Μπίνι Σμάγκι. Όμως, η πιο πρόσφατη που έχω υπ’ όψιν μου, πάνω στο θέμα, είναι μια εργασία από τον Οκτώβριο του 2008, λίγο μετά τη χρεοκοπία της Lehman Brothers, και έχει γραφτεί από τους Εντουάρντο Μπόρεσζτάιν και Ούγκο Πανίτσα, ερευνητές του ΔΝΤ. Δεδομένου ότι το ΔΝΤ, μονίμως, υπαγορεύει στις κυβερνήσεις που δεν έχουν χρήματα να ακολουθήσουν το δρόμο της δημοσιονομικής ορθοδοξίας, θα περίμενε κανείς από αυτούς να γράψουν για τους κινδύνους της αθέτησης πληρωμών.
Κάθε άλλο όμως.
Πρώτον, οι Μπόρεσζτάιν και Πανίτσα παρουσιάζουν την ιστορία χωρών που δεν πλήρωσαν τα χρέη τους, ανάμεσα στο 1824 και το 2004. Στη συνέχεια, εξετάζουν τις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες. Το συμπέρασμά τους; «Το οικονομικό κόστος είναι εν γένει σημαντικό, αλλά βραχυχρόνιο. Σχεδόν σε καμιά περίπτωση δεν εντοπίσαμε συνέπειες για πάνω από ένα ή δύο χρόνια».
Είναι αλήθεια, όπως λένε ο Μπίνι Σμάγκι και οι συνάδελφοί του, ότι οι επενδυτές δεν δανείζουν χώρες που δεν πληρώνουν τα δάνειά τους – αλλά το άτυπο εμπάργκο κρατάει μερικούς μήνες. Οι ερευνητές του ΔΝΤ παρουσιάζουν την πρόσφατη εμπειρία των κυβερνήσεων της Αργεντινής και της Ρωσίας: Οι αγορές έχουν εξαιρετικά αδύναμη μνήμη. Ακόμη και επιτόκια δανείων σε μη αξιόπιστες χώρες μειώνονται σε ένα-δυο χρόνια, σχεδόν στα κανονικά επίπεδα.
Τίποτε από τα παραπάνω δεν θέλει να πει ότι μια εθνική χρεοκοπία είναι πολύ εύκολη υπόθεση. Οργισμένοι πιστωτές έχουν την επικίνδυνη συνήθεια να επιτίθενται με δικηγόρους του Μανχάταν σε φτωχές αφρικανικές χώρες, αν νομίζουν ότι υπάρχει και η παραμικρή πιθανότητα να πάρουν πίσω τα δολάριά τους. Αλλά το να ξεκαθαρίσει και να παραδεχθεί μια κυβέρνηση ότι δεν μπορεί να πληρώσει τα δάνειά της, είναι η μόνη βιώσιμη επιλογή, όταν όλες οι άλλες έχουν εξαντληθεί.
Η Αθήνα βρίσκεται τώρα σ’ αυτό το σημείο. Υπό το βάρος των πρωτοφανών ιστορικά περικοπών δαπανών, η ελληνική οικονομία αποσυντίθεται ταχύτατα. Η υπέρβαση του Προϋπολογισμού έχει εκτοξευτεί με τρόπο που ξεπερνά τις επίσημες διεθνείς προβλέψεις και οι αγορές θα ήταν πρόθυμες να δανείσουν στην Αθήνα μόνο με επιτόκιο της τάξης του 17%. Είναι μεγαλύτερο από το επιτόκιο των πιστωτικών καρτών.
Γιατί, λοιπόν, δεν παραδέχεται την ήττα της η Αθήνα; Ασφαλώς όχι επειδή η οικονομία της θα τα πήγαινε χειρότερα, αλλά επειδή οι τράπεζες, στη Γερμανία (που κρατά 26 δισ. του ελληνικού χρέους), στη Γαλλία (που κρατά 20 δισ. ευρώ του ελληνικού χρέους) και στην Ελλάδα θα γίνονταν αναξιόχρεες. Η απάντηση, όμως, όσον αφορά τις τράπεζες, θα ήταν να αντιμετωπιστεί το πρόβλημά τους - η μία λύση είναι να τους δίνονται χρήματα, η άλλη απλώς να πάρει το κράτος τον έλεγχό τους, αντί να διαλύει την οικονομία.
Για τον Κώστα Λαπαβίτσα, οικονομολόγο του Πανεπιστημίου του Λονδίνου που μόλις επέστρεψε από την Αθήνα, η κατάσταση σημαίνει μόνο ένα πράγμα: «Είναι ο θρίαμβος των τραπεζών. Οι δανειστές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό παρέχουν στις τράπεζες προνομιακή μεταχείριση εις βάρος του ελληνικού λαού».
ΠΗΓΗ