Του ΓΙΩΡΓΟΥ Χ.ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ
Η εντολή ήταν σαφής, εξαφανίστε την πλατεία μαζί με τους Αγανακτισμένους. Η προεργασία είχε ξεκινήσει την Τρίτη. Και χθες το Σύνταγμα έγινε κυριολεκτικά θάλαμος αερίων. Χωρίς να δοθεί καμία σοβαρή αφορμή. Χωρίς να υπάρξει πρόκληση, άλλως πως προβοκάτσια, έγινε μία άνευ προηγουμένου χρήση χημικών από τα ματ. Προβοκάτορας, χθες, ήταν το ίδιο το κράτος. Ένα κράτος αδύναμο, αφού η τρομοκρατία της προπαγάνδας του δεν κατάφερε να εκφοβίσει.
Ένα κράτος αστυνομικό και δη φασιστικό, αφού πέρασε στο στάδιο της απρόκλητης, ωμής βίας. Κι όμως αυτό που δεν έδειξαν οι κάμερες των τηλεοπτικών καναλιών ήταν πως αυτό το ειρηνικό πλήθος των Αγανακτισμένων δεν έφευγε. Έμενε εκεί. Ανυποχώρητο. Θυμωμένο. Η Φιλελλήνων, η Μητροπόλεως, η Καραγιώργη Σερβίας, η Σταδίου ήταν γεμάτες με χιλιάδες ανθρώπους που διαδήλωναν και χειροκροτούσαν. Αυτή ήταν η δική τους απάντηση σε κάθε ρίψη χειροβομβίδας κρότου λάμψης, σε κάθε βομβαρδισμό μ’ αυτά τα φοβερά χημικά που σου καίνε πρώτα το πρόσωπο και μετά σου κόβουν την ανάσα. Αλλά εκείνο που έκαιγε πιο πολύ τα σωθικά ήταν το «γιατί;».
Τα ερωτήματα είναι αμείλικτα και τίθενται πρωτίστως από εκείνους που ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές ΠΑΣΟΚ. Αυτοί ήταν οι πιο οργισμένοι. Αυτοί μιλούν για «προδότες» και για «πράσινη χούντα». Οι ίδιοι είναι που λένε ότι περιμένουν τώρα την εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου. Είναι η στιγμή που η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να συγκρουστεί με τον εν τω βάθει εαυτό της, το λεγόμενο «βαθύ ΠΑΣΟΚ» των ΔΕΚΟ.
Τελικά, κι αφού το πλήθος παρέμενε αμετακίνητο επιστρατεύτηκαν και οι συνήθεις προβοκάτορες με τα μαύρα. Το κράτος συνάντησε το alter ego του, το παρακράτος, σε μία συντονισμένη προσπάθεια να σβήσουν την «πλατεία» από τον πολιτικό χάρτη. Όμως, η «πλατεία», ακόμη κι αν πάψει να υπάρχει με τη σημερινή της μορφή, έχει ήδη εγγράψει μακροπρόθεσμη πολιτική υποθήκη, επαναθέτοντας το αίτημα της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Γιατί αυτό που βιώνουμε σήμερα πολιτικά δεν είναι ένα δημοκρατικό καθεστώς, αλλά ένα καθεστώς βίας και κοινωνικής αδικίας, ένα καθεστώς ψεύδους αφού δεν τηρούνται οι πολιτικές υποσχέσεις, ενώ ένα μεγάλο τμήμα των πολιτικών σχέσεων παραμένουν αδιαφανείς και μυστικές(διαπλοκή). Εν συνόψει, η βία απονομιμοποιεί τη «δημοκρατία» και το υπάρχον πολιτικό σύστημα.
Όσο για τη βία κάποιων νεαρών, για την κραυγή τους «όχι ειρήνη» στην κρατική βία και την αγανάκτησή τους απέναντι στους διαδηλωτές, που ήθελαν να τους συγκρατήσουν, έξω από το Μακντόναλντ της πλατείας Συντάγματος, να τους πούμε πως η ahimsa του Μ. Γκάντι δεν είναι ούτε παθητικότητα ούτε παραίτηση. Ο Γκάντι έλεγε ότι «εκεί όπου η εκλογή είναι ανάμεσα σε δειλία και βία θα συμβούλευα τη βία». Όταν όμως δεν πρόκειται περί αυτού, δηλαδή δειλίας, επιβάλλεται «ένας έντονος διανοητικός αγώνας», μια ισορροπία στην κόψη του ξυραφιού, μια σκληρή αντιπαράθεση της βίας με τον εαυτό της, ικανή να οδηγήσει σε μια μεταμόρφωση του ίδιου του ανθρώπου.
Εντέλει, η πρόταση της πλατείας Συντάγματος, ένα μήνα τώρα, είναι μία «ηρωική μη-αποδοχή», είναι μία ιδιαίτερη ανυπακοή, μια στάση πάνω από την απολίτικη έριδα, μια στάση η οποία διακηρύσσει πως σε έναν κόσμο σαρωμένο από τον άνεμο της βίας της ανεργίας και της κρατικής καταστολής, αυτοί που είναι τα θύματα αυτή της βίας δεν θα την νομιμοποιήσουν, απαντώντας με την ίδια βία, θα απαντήσουν με τη δύναμη της αλληλεγγύης και της ανθρωπιάς, ό,τι δηλαδή τσακίζει την ιδεολογία και το σύστημα των επικυρίαρχων.