Του ΓΙΩΡΓΟΥ Χ.ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ
Οι Indignados της πλατείας Πουέρτα δελ Σολ της Μαδρίτης δεν υπάρχουν πια με την προηγούμενη μορφή δράσης τους. Αλλά και ο σπουδαίος Ισπανός συγγραφέας Χόρχε Σεμπρούν, αυτός που δήλωνε πως «όλη μου η ζωή είναι ένα ταξίδι», έφυγε για το πιο μεγάλο του ταξίδι. Είναι ο ίδιος, ο οποίος σ’ ένα εστιατόριο της Αθήνας έλεγε για τον συμπατριώτη του Μ. Μονταλμπάν πως έφυγε ξαφνικά, αδόκητα, αλλά αυτό «ήταν δικαίωμά του»! Αυτό το δικαίωμα στην ύπαρξη και τη θανή των εργαζομένων αμφισβητείται σήμερα από τις «αγορές».
Αλλά γιατί φυλλορρόησε το κίνημα των Αγανακτισμένων της Ισπανίας; Γιατί το κίνημα αν δεν αποκτήσει το πνεύμα του, την αυτοσυνειδησία του, ανατρέποντας το κυρίαρχο σύστημα αξιών και ενοφθαλμίζοντας όλες τις δομές της κοινωνίας, θα χαθεί. Που θα βρεθεί, όμως, αυτό πνεύμα; «Το Πνεύμα μπορεί να σωθεί μόνο ανάμεσα στις ρωγμές της δημοκρατίας, καθώς μόνο εκεί θα μπορέσει να βρει καταφύγιο η φαντασία...» έλεγε ο Μονταλμπάν. Άρα, χρειάζεται να ανθίσει η φαντασία έξω και ενάντια στην αγορά και μέσα στο ίδιο το κίνημα. Οι πλατείες και ο λόγος τους πρέπει να διαχυθούν παντού, μέσω των διαδικτυακών τόπων που θα γίνουν τόποι επικοινωνίας και προβληματισμού. «Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο στη ζωή είναι η επικοινωνία» έλεγε ο Σεμπρούν. Η επικοινωνία αλλά σε ποια βάση; Στη βάση της ανατροπής της χομπσιανής ατομικότητας, του νόμου της ζούγκλας του νεοφιλελευθερισμού και του τεχνολατρικού πολιτισμού των «κοσμοπόλεων», που οδηγεί -λόγω της αφαιρετικής ενοποίησης- σ’ ένα μαθηματικό φάντασμα της πραγματικότητας και μία κοινωνία που αποτελείται από ανθρώπους-πράγματα. Σήμερα, που αυτό το μοντέλο καταρρέει, συμπαρασύρει και την απόλυτη ατομικότητα.
Τι αντιπροτείνουμε; Μια νέα συλλογικότητα και την ελπίδα, η οποία βρίσκεται στον αγώνα για μια νέα σύνθεση: στη συμφιλίωση του ατόμου με την κοινότητα· όχι τον εκτοπισμό του ορθού λόγου και της μηχανής, αλλά τον αυστηρό περιορισμό στα εδάφη που τους αναλογούν. Γιατί το βασίλειο του ανθρώπου δεν είναι ο στενόχωρος και αγχωτικός χώρος του ίδιου του εγώ, ούτε η αφηρημένη και καταναγκαστική κυριαρχία της συλλογικότητας, αλλά εκείνη η ενδιάμεση ζώνη στην οποία συνηθίζουν να λαμβάνουν χώρα ο έρωτας, η φιλία, η κατανόηση, η συμπόνια και η αλληλεγγύη. «Μόνο η παραδοχή αυτής της αρχής θα μας επιτρέψει να θεμελιώσουμε αυθεντικές κοινότητες, αντί για κοινωνικές μηχανές» (Ε. Σάμπατο).
Επίσης, ο σεβασμός προς τον άλλον, προς τον συνάνθρωπο είναι η μόνη υποχρέωση. Κι αυτή πληρούται όταν ο σεβασμός είναι πραγματικός και όχι αγοραίος ή συμβατικός. Και ο πραγματικός σεβασμός είναι αυτός που καλύπτει τις γήινες ανάγκες του ανθρώπου, που είναι φυσικές(τροφή, στέγη κ.ά.) αλλά κι αυτός που ικανοποιεί τις ανάγκες της ψυχής. Μία ανθρώπινη ύπαρξη έχει μία ρίζα από την πραγματική, ενεργητική και φυσική συμμετοχή της στην ύπαρξη μιας συλλογικότητας, που κρατάει ζωντανούς κάποιους θησαυρούς του παρελθόντος και κάποια προαισθήματα του μέλλοντος. Σε ό,τι αφορά στη συλλογικότητα, αυτή εισχωρεί ήδη στο μέλλον και συντηρείται όχι μόνο από τους ζωντανούς αλλά και από τα παιδιά που θα έρθουν στον κόσμο στους αιώνες που έρχονται.
Η συλλογικότητα είναι η μοναδική εγκόσμια κατάσταση που αποτελεί έναν άμεσο σύνδεσμο με τον αιώνιο προορισμό του ανθρώπου. Γι’ αυτό η υποχρέωση απέναντι σε μία συλλογικότητα μπορεί να συναρτάται με την ολοκληρωτική θυσία. Όμως μερικές συλλογικότητες αντί να προσφέρουν τροφή, κανιβαλίζουν τις ψυχές, όπως οι ναζί αλλά και μία ορισμένη χρήση της τηλοψίας, που διαφθείρει ακόμα και τη δυστυχία. Ακόμη υπάρχουν νεκρές συλλογικότητες, που οφείλουμε να τις αναζωογονήσουμε, ξαναζωντανεύοντας τις ρίζες. Η παράδοση, πάντως, δεν είναι αντιδραστική αφ’ εαυτής. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι όλες οι επαναστάσεις άντλησαν το σφρίγος τους από την παράδοση.
Τέλος, η πρωτοβουλία και η υπευθυνότητα, το να αισθάνεται κανείς χρήσιμος και συγχρόνως απαραίτητος είναι ζωτικές ψυχικές ανάγκες. Το παράδειγμα της πλήρους στέρησης των αναγκών αυτών είναι ο Άνεργος, ακόμα και αν βοηθούμενος έχει να φάει, έχει στέγη και δύναται να ντυθεί. Γι’ αυτό κανείς δεν μπορεί να δημιουργεί ούτε καν το φόβο της ανεργίας σε κανέναν. Η ισότητα, κατά προέκταση, είναι ζωτική ανάγκη και συνίσταται στο σεβασμό και στην πραγματική δημόσια αναγνώριση, εκφραζόμενη μέσω των θεσμών και των ηθών. Αλλά σε κάθε περίπτωση ο καθένας πρέπει να είναι ίσος με κάθε άλλον στην ελπίδα τόσο τη δική του όσο και τον παιδιών του.