Η φτώχεια που γεννήθηκε από τον πλούτο
Τα τελευταία 20 χρόνια έχουμε επιτύχει ένα βιοτικό επίπεδο που λίγη σχέση έχει με αυτό της δεκαετίας του '50 ή του '60. Και όμως οι φτωχοί αυξάνονται διαρκώς. Αυτό οφείλεται στην όξυνση των διαφορών μεταξύ των διαφόρων στρωμάτων της κοινωνίας.
Σε μια κοινωνία που είναι όλοι φτωχοί υπάρχει αλληλεγγύη μεταξύ των πολιτών και οι τιμές των αγαθών είναι σύμφωνες με το εισόδημα. Δεν υπάρχει ανταγωνισμός, ούτε και φθόνος. Δεν υπάρχει αντικείμενο που να δημιουργεί αυτά τα συναισθήματα. Αντίθετα σε μία κοινωνία με διαστρωμάτωση η αλληλεγγύη "θαμπώνει" λόγω των διαφορετικών αναγκών κάθε κοινωνικής ομάδας. Οι τιμές των προϊόντων συνήθως προσαρμόζονται στις δυνατότητες των πιο εύρωστων στρωμάτων πιέζοντας ακόμη περισσότερο τα υπόλοιπα. Η κοινωνική συνοχή παύει να υφίστανται. Δείτε χαρακτηριστικά τις τιμές των καφέδων ή των εφημερίδων σήμερα και συγκρίνετέ τις με τις αντίστοιχες την δεκαετία του '50. Κάντε το ως ποσοστό του ατομικού εισοδήματος και όχι σε απόλυτες τιμές. Θα δείτε την τεράστια διαφορά.
Ο Massimo Fini (τον γνωρίσαμε εδώ στο σκοταδισμό των ιδιωτικοποιήσεων) στο παρακάτω εκπληκτικό άρθρο του εξηγεί το πως ο πλούτος γεννά την φτώχεια. Διαβάστε το με προσοχή και θα καταλάβετε ότι τα προβλήματα αρχίζουν να δημιουργούνται όταν κάποιες ομάδες αμείβονται με εξαιρετικά υψηλότερους μισθούς σε σχέση με κάποιες άλλες. Είναι όπως ένα κυματοπακέτο. Όταν τα συνιστώντα κύματα διαδίδονται με διαφορετικές ταχύτητες τότε σε σύντομο χρονικό διάστημα το πακέτο διαλύεται, διασπείρεται. Το ίδιο συμβαίνει και με τις κοινωνίες.
Ας δούμε όμως τι γράφει ο Fini:
Αυτή η ιστορία ότι οι Ιταλοί φτωχαίνουν, ότι βυθίζονται σε μία δυσβάστακτη φτώχεια με πείθει μέχρι ενός συγκεκριμένου σημείου. Την δεκαετία του '50, εξαιρουμένης μίας μικρής ομάδας της υψηλής μποργκεσίας που αρέσκονταν στο να επιδεικνύεται, ήμασταν όλοι πιο φτωχοί από τον μέσο όρο εκείνων που σήμερα θεωρούνται τέτοιοι.
Σίγουρα είχαμε λιγότερες ανάγκες. Τα παιδιά δεν εγγράφονταν σε μαθήματα τένις, κολύμβησης ή χορού. Εμείς ως παιδάκια παίζαμε μπάλα σε χωμάτινα γήπεδα όπου πλακωνόμασταν (ήταν η "συναισθηματική διαπαιδαγώγησή" μας) και επιστρέφαμε τα βράδια στο σπίτι με τα γόνατα γδαρμένα (ποιος μπορεί να δει σήμερα ένα παιδί με το παλτουδάκι του, όπως ένα σκυλάκι πολυτελείας, να έχει τα γόνατά του γδαρμένα;).
Για να κολυμπήσουμε (αναφέρομαι στο Μιλάνο) πηγαίναμε στο Idroscalo ή, κατα την διάρκεια των σχολικών διακοπών, συνοδευόμενοι από την μαμά (ο πατέρα παρέμενε στην πόλη, διότι τότε για να συντηρηθεί η οικογένεια αρκούσε ένας μόνο) στην Riviera di Ponente. Οι ενήλικες δεν ονειρευόντουσαν την Καραϊβική, δεν ξέραμε ούτε καν ότι υπήρχε. Ζούσαμε σε έναν περιορισμένο κόσμο. Το εργοστάσιο ή το γραφείο στο Μιλάνο ήταν σχεδόν πάντα κοντά στο σπίτι. Σε άλλες περιοχές της χώρας αντίθετα έπρεπε κανείς να διανύσει εως και 30 χιλιόμετρα. Τότε καβαλούσαμε το ποδήλατο, το οποίο εκείνο τον καιρό συνιστούσε ένα μέσο μεταφοράς (την δεκαετία του '30 είχαν πινακίδες όπως τα αυτοκίνητα) και όχι ένα γκάτζετ για σνομπ τύπους.
Ως αποζημίωση δεν είχαμε ανάγκη να κάνουμε τζοκινγκ. Και ύστερα η φτώχεια βοηθά την φτώχεια. Περνούσε ο αλεστής και σου ακόνιζε τα μαχαίρια για λίγες λίρες. Ερχότανε ο χωρικός (η πόλη ήταν ακόμα συνυφασμένη με την εξοχή) και σου έφερνε αυγά, τομάτες και φρούτα. Το να είσαι φτωχός εκεί που όλοι λίγο ως πολύ είναι το ίδιο δεν αποτελεί ούτε δράμα αλλά ούτε και πρόβλημα. Όταν κάποιος έχει σπίτι να μείνει, ρούχα για να ντυθεί, φαί για να φάει (κανείς δεν πέθαινε της πείνας την δεκαετία του '50 και παρόλο που υπήρχε η πατρική απειλή μετά την ζαβολιά, ότι "απόψε θα πας στο κρεββάτι χωρίς να δειπνίσεις", δεν την παίρναμε στα σοβαρά), τους φίλους, την κοπέλα, και πιο μετά μία σύζυγο και μερικά παιδιά, τι του λείπε για να είναι, δεν λέω ευτυχισμένος (απαγορευμένη λέξη που δεν πρέπει ποτέ να αναφέρεται), όμως τουλάχιστον ήρεμος;
Η φτώχεια γεννιέται με τον πλούτο. Όταν ένα τμήμα του πληθυσμού την επιτυγχάνει. Πρώτα απ' όλα εξαιτίας της ανόδου των τιμών των απαραίτητων αγαθών. Αυτό το βλέπει κανείς εύκολα σήμερα στην Ρωσία όπου δίπλα στους Abramovich υπάρχουν καθηγητές πανεπιστημίου που με τον μισθό τους αγοράζουν όλο κ' όλο μισό κοτόπουλο. Το '50 και στις αρχές του '60 στην Ιταλία, ένα πλήρες γεύμα στην ταβέρνα με μία μποτίλια καλό Barbera κόστιζε 250 λίρες, το οποίο παρόλο που είχε το βάρος του πληθωρισμού, εντούτοις δεν έχει καμία σχέση με τα 25/30 ευρώ που κοστίζει σήμερα μια πίτσα. Τα ενοίκια ήταν λογικά. Σήμερα χρειάζεται να επωμιστείς δάνεια για να μπορέσεις να ζήσεις στην ανωνυμία της ενδοχώρας.
Επιπλέον πυροδοτείται και ο μηχανισμός της μίμησης, του φθόνου, πάνω στο οποίο στηρίζεται ολόκληρο το αναπτυξιακό μοντέλο. Μόλις επιτυγχάνεται ένας στόχος χρειάζεται να κυνηγηθεί αμέσως ένας άλλος και μετά ένας ακόμα και πάντα ακόρεστοι δεν μπορούμε ποτέ να επιτύχουμε μια στιγμή ισορροπίας, ησυχίας, γαλήνης. Ο Ludwig von Mises, ο πιο ακραίος συνεπής θεωρητικός του βιομηχανικού καπιταλισμού, ανατρέποντας 20 αιώνες δυτικής και ανατολικής συλλογιστικής, δήλωσε: "Δεν είναι καλό να ικανοποιήσε με αυτό που έχεις". Ερμήνευσε το πνεύμα των καιρών συζεύγοντάς το με τις ανάγκες του συστήματος. Όμως καθώς "αυτό που δεν έχεις" δεν έχει όρια, δημιουργήσαμε τον τέλειο μηχανισμό της δυστυχίας.