Ο όρος «άνεργος» περιγράφει παραπλανητικά τους υγιείς ανθρώπους που δεν έχουν την ικανότητα να αποκτήσουν τα προς το ζην. Λέω παραπλανητικά, γιατί πλέον οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Θα μπορούσαμε, μεταξύ σοβαρού και αστείου, να πούμε ως αξίωμα πως «η ανεργία είναι η νόρμα που παραβιάζεται από την κατάσταση της απασχόλησης». Οι άνεργοι αποτελούσαν κάποτε τον «εφεδρικό στρατό», που βρισκόταν προσωρινά εκτός εργασίας για λόγους υγείας, ασθένειας, ή λόγο μικρών προβλημάτων της οικονομίας. Οι άνθρωποι αυτοί, κάποια στιγμή θα επανέρχονταν, αλλά στο διάστημα αυτό υπήρχε μέριμνα γι’ αυτούς, μέριμνα που ήταν αποδεκτή από όλους, κόμματα και κοινωνία.
Η κατάσταση αυτή δεν ισχύει πλέον. Δεν υπάρχει πια το λεγόμενο «κοινωνικό κράτος», αντίθετα, ακούγοντας και τους «ιδιοκτήτες της χώρας», θα υπάρξει περικοπή και στο επίδομα ανεργίας, εκτός των άλλων. Όσοι πλέον δεν εργάζονται, δεν αποτελούν τον εφεδρικό στρατό, αλλά ισορροπούν πάνω στη δοκό που βρίσκεται ανάμεσα στην «απασχόληση» και στον αποκλεισμό. Η λεγόμενη «ανοδική» πορεία της οικονομίας των προηγουμένων ετών, δεν οδήγησε στο «τέλος» της ανεργίας, αλλά στο ακριβώς αντίθετο. Η «ορθολογική» οργάνωση αντιμετώπισης της κρίσης σημαίνει πλέον περικοπή και όχι δημιουργία θέσεων εργασίας, ενώ ταυτόχρονα, η πρόοδος στον τεχνολογικό τομέα αλλά και επιτυχία της «διαχείρισης δυναμικού» μετριέται από την μείωση προσωπικού. Σε όλες τις εταιρείες που βρίσκονται στο χρηματιστήριο, οι τιμές των μετοχών ανεβαίνουν κάθε φορά που προαναγγέλλονται απολύσεις.
Η εργασία που εκτελεί κάποιος, αλλά και το είδος της, καθορίζει τη θέση που ισχυρίζεται πως κατέχει εντός τη φαντασιακής σημασίας που αποκαλούμε κοινωνία. Είναι ο κυριότερος παράγοντας εδραίωσης του κοινωνικού status και της αυτοεκτίμησης αφού εδραιώνεται πάνω σε μία γενικότερη ηθική. Απόδειξη τούτου, αποτελεί το γεγονός ότι μόλις γνωρίζουμε κάποιον ή κάποια, η τρίτη ή η τέταρτη το πολύ ερώτηση που του κάνουμε είναι το «τι δουλειά κάνεις;». Ζώντας σε μια κοινωνία που αγαπά τις κατηγοριοποιήσεις, το είδος της εργασίας είναι θεμελιακή κατηγοριοποίηση, μέσα από την οποία απορρέουν όλα όσα σχετίζονται με τη ζωή μας. Ποιος είναι ισότιμος με εμάς, με ποιους μπορούμε να συγκριθούμε, με ποιον μπορούμε να έχουμε κοινή πορεία, ποιους οφείλουμε να σεβόμαστε, αλλά και ποιοι πρέπει να μας σέβονται. Το είδος της εργασίας δηλώνει εν μέρει, και το πολιτισμικό κεφάλαιο, πράγμα που κατηγοριοποιεί ακόμα περισσότερο τον συνομιλητή μας. Η απόκτηση πολιτισμικού κεφαλαίου εξαρτάται από τον ελεύθερο χρόνο και από την απόσταση που έχει κάποιος από την ανάγκη. Το εισόδημα έχει μεγάλη σημασία όταν πρέπει να καθοριστεί η απόσταση από την ανάγκη. Όσο περισσότερο δουλεύει κάποιος, τόσο λιγότερο ασχολείται με άλλα πράγματα που θα τον βοηθούσαν πρώτα απ’ όλα να σκέφτεται. Καθορίζει τα δικαιώματα που έχουμε απέναντι στην οικογένειά μας, αλλά και τις υποχρεώσεις μας. Η εργασία είναι η αρχή του δρόμου που πρέπει να διαλέξουμε στην πορεία της ζωή μας. Αν αλλάξουμε τομέα εργασίας, ή είδος εργασίας, αλλάζουμε αναγκαστικά και το δρόμο μας. Με βάση αυτήν, μπορούμε να «προβλέψουμε» και να διαμορφώσουμε όλη την πλευρά της ύπαρξής μας. Η εργασία αποτελεί θεμέλιο του βίου, και αν ελέγξεις το θεμέλιο, ελέγχεις ολόκληρο το βίο. Έτσι, μετατρέπεται σε μέσο για την άσκηση «βιοεξουσίας». Αφού είναι το μοναδικό νόμιμο μέσο για να βγουν χρήματα, η ίδια αποτελεί ταυτόχρονα μέσο επιβίωσης και υποταγής. Η εργασία αποτελεί ίσως τον ποιο δημοκρατικό μηχανισμό προσταγής: «κανείς δεν σε υποχρεώνει να δουλέψεις, απλώς αν δεν το κάνεις θα πεθάνεις».
Όπως όλοι οι θεσμοί σε μια κοινωνία, έτσι και η εργασία μπορεί και ανανεώνεται. Η ανανέωση του τρόπου λειτουργίας της εργασίας, είναι η μετατροπή της από σταθερή σε ελαστική καθώς και η μεταφορά, αν είναι δυνατόν, της έδρας της επιχείρησης σε τόπους που ορίζονται από τις εταιρείες ως «μισθολογικοί παράδεισοι», αφού το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι το πειθήνιο και κυρίως, λιγότερο ακριβό προσωπικό τους. Η μετατόπιση του κεφαλαίου σε χώρες με χαμηλότερους μισθούς, μεγαλώνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργαζόμενων σε παγκόσμια κλίμακα. Μία πολυεθνική επιχείρηση δημιουργεί εσκεμμένο ανταγωνισμό όχι μόνο μεταξύ των εργαζόμενων στην χώρα έδρας της εταιρείας, αλλά και με εργαζόμενους στην άλλη άκρη του κόσμου, που είναι αναγκασμένοι να αποδέχονται μισθούς πείνας. Κατασκευάζεται ένας τρόπος κυριαρχίας νέου τύπου, που έχει ως βασικό θεμέλιο το μόνιμο καθεστώς ανασφάλειας, με στόχο την πλήρη υποταγή των εργαζόμενων. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε εργαζόμενους που βρίσκονται σε χώρες με κοινωνικά κεκτημένα και σε αυτούς που ζουν σε χώρες με λιγότερα ή καθόλου κεκτημένα, διαλύει οποιαδήποτε αντίσταση των πρώτων, επιτυγχάνει την υποταγή και κυρίως δημιουργεί την αίσθηση πως οι νέοι κανόνες είναι απόλυτα αναγκαίοι. Θυσία των κεκτημένων στο βωμό της «ανταγωνιστικότητας». Αυτό όμως που προβάλλεται ως οικονομικό καθεστώς ή οικονομική αναγκαιότητα, είναι στην πραγματικότητα προϊόν πολιτικής βούλησης , που μετατρέπεται σε πολιτικό καθεστώς, με την ενεργό συμμετοχή και συνενοχή των εκάστοτε πολιτικών εξουσιών. Δυστυχώς όμως, η γη είναι πεπερασμένη και οι «μισθολογικοί παράδεισοι» συνεχώς λιγοστεύουν. Μετατρέπουμε συνεπώς σε τέτοιους τόπους, με όχημα την «κρίση», οποιαδήποτε χώρα η περιοχή είναι οικονομικά ευάλωτη και προσφέρεται για κάτι τέτοιο. (Την ίδια στιγμή, πρέπει να μπορούμε να ελέγξουμε αυτούς που θα φύγουν από αυτές τις χώρες και για το λόγο αυτό, φτιάχνουμε τις ελεγχόμενες ζώνες μετανάστευσης, ώστε να ελέγχουμε την πρόσβαση των φτωχών στους ανεπτυγμένους πόλους της Ευρώπης ή των ΗΠΑ.)
Οι άνθρωποι δυσκολεύονται να συνειδητοποιήσουν πως το ίδιο το κεφάλαιο δεν είναι πλέον κάτι «χειροπιαστό». Δεν είναι ατσάλι, τσιμέντο, χαλκός, ή βαριά βιομηχανία. Τώρα πλέον το κεφάλαιο είναι αριθμοί σε οθόνες υπολογιστών, που μπορούν πολύ εύκολα να αλλάξουν τόπο και μορφή. Οι αλλαγές αυτές έχουν ως μοναδικό στόχο, όχι την ευημερία των ανθρώπων, αλλά την «ορθολογική» οργάνωση και την ελαστικότητα του εαυτού του. Επιδρά έτσι στους ανθρώπους αντίστροφα, ως καταστροφή, αφού αδυνατούν να το αντιμετωπίσουν και να το εξηγήσουν. Το λεγόμενο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, έχει τη δύναμη να δημιουργεί την πεποίθηση πως η εργασία του ενός είναι η καταδίκη του άλλου. Θέσεις εργασίας εφ’ όρου ζωής, αφ’ ενός μεν δεν υπάρχουν πια, αφ’ ετέρου, δεν υπάρχουν θέσεις εργασίας όπως τις αντιλαμβανόμασταν κάποτε. Τώρα υπάρχουν μόνο θέσεις απασχόλησης. Πρέπει να είσαι ευγνώμων που μπορείς να απασχολείσαι. Δεν χρειάζεται να προγραμματίζεις τη ζωή σου, δεν μπορείς να το κάνεις, και δεν μπορείς γιατί δεν σου το επιτρέπουμε. Η εργασιακή αβεβαιότητα κάνει αδύνατη οποιαδήποτε προσπάθεια «τακτοποίησης» του μέλλοντος. Η πίστη και η ελπίδα σε ένα καλύτερο μέλλον, που χρειάζεται να έχει κάποιος προκειμένου να εξεγερθεί ενάντια στο παρόν όταν αυτό δεν είναι ανεκτό, εξαφανίζονται. Ο συνετός και ο φρόνιμος, δεν είναι πλέον αυτός που αποταμιεύει με στόχο το μέλλον του, αλλά αυτός που μπορεί να καταναλώσει στο παρόν: «αν δεν μπορείς να καταναλώσεις ορίζεσαι ως φτωχός. Αν δεν θέλεις να ορίζεσαι ως φτωχός, γέμισε το πορτοφόλι σου με πιστωτικές κάρτες.»
Από τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε πως η εργασία είναι ο κύριος χώρος κοινωνικής ενσωμάτωσης, μία ενσωμάτωση όμως που βασίζεται απόλυτα στην πειθαρχία. Ο χώρος της, δεν παράγει μόνο εμπορεύματα ή δεν παρέχει απλές υπηρεσίες. Παράγει κυρίως πειθήνια υποκείμενα του σύγχρονου κράτους. Έτσι το κράτος διασφαλίζει τον έλεγχο της κεντρικής λειτουργίας επιβίωσης της κοινωνίας. Πάνω της στηρίζει την κοινωνική «τάξη» (order) αλλά και την ιεραρχική δομή της κοινωνίας, δημιουργώντας αυτό που αποκαλείται από πολλούς «ιεραρχική δημοκρατία». Οι πάντες ιεραρχούνται με κύριο κριτήριο το εισόδημα το οποίο δεν πρέπει με κανένα τρόπο να απολέσουν.
Κοιτάζοντας μέσα στους χώρους εργασίας μιας μεγάλης εταιρείας, θα δούμε πως οι μάνατζερς είναι οι «ειδικοί», οι διαχειριστές του κέρδους, οι απόλυτα υπεύθυνοι γι’ αυτό. Η όποια απώλειά του, τους υποχρεώνει να ρίξουν τις ευθύνες στους εργαζόμενους που βρίσκονται από κάτω, απολύοντας όσο το δυνατόν περισσότερους. Οι εργαζόμενοι με τη σειρά τους που δεν έχουν πέσει ακόμα στην κατάσταση του «φτωχού», αφού εργάζονται, διαθέτουν ένα ελάχιστο έστω ποσοστό ασφάλειας που τους επιτρέπει να φιλοδοξούν πως μπορούν να αλλάξουν τη ζωή τους προς το καλύτερο. Ταυτόχρονα, είναι κάτι που πρέπει να υπερασπιστούν, ακόμα και αν η δουλειά τους είναι μικρά αμειβόμενη, με κακές συνθήκες και εξαντλητική, αφού ο φόβος μήπως πέσουν χαμηλότερα, μήπως περιέλθουν στην κατάσταση του φτωχού, δεν τους αφήνει κανένα περιθώριο για αντίσταση. Βλέπουμε συνεπώς μία αντίστροφη πορεία εξουσίας και ευθύνης: ενώ η εξουσία κινείται από πάνω προς τα κάτω , η ευθύνη κινείται από κάτω προς τα πάνω.
Ως κοινωνικός θεσμός, η εργασία, αντικατοπτρίζει πλήρως την κατανομή ισχύος και εξουσίας που υπάρχει στην κοινωνία. Η αντίστροφη πορεία εξουσίας και ευθύνης διαγράφεται και στην πολιτική. Όπως ακριβώς σε μία εταιρεία ο μισθωτός δεν έχει δικαίωμα να επέμβει επί της ουσίας στην «πολιτική» της, έτσι ακριβώς δεν έχει το δικαίωμα να επέμβει επί της ουσίας στην άσκηση πολιτικής της χώρας του. Οι πολιτικοί θεωρούν τους εαυτούς τους «ειδικούς», κατασκευάζουν προγράμματα αλλά θεωρούν υπεύθυνο το λαό για την κατάσταση που έχει βρεθεί, γιατί υποτίθεται πως δεν είναι υπάκουος και δεν τηρεί το πρόγραμμα, ενώ αυτοί είναι στην πραγματικότητα οι διαχειριστές της εξουσίας. Αυτοί υπέγραφαν για δάνεια, συμβάσεις, συνεργασίες, μνημόνια κλπ. Οι «ειδικοί» είναι αυτοί που «γνωρίζουν».
Το οικονομικό καθεστώς είναι συνδεδεμένο με το πολιτικό καθεστώς που με τη σειρά του δημιουργεί έναν συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής. Στις μέρες μας ο έλεγχος και η επιβολή του τρόπου παραγωγής, επιτυγχάνεται με το να μετατρέπεται η ανασφάλεια σε θέσφατο. Εγκαθιδρύοντας την ανασφάλεια σημαίνει πως μπορούν οι λίγοι να επιβάλλονται στους πολλούς εκμεταλλευόμενοι την προσωρινότητά τους. Το όπλο της ανασφάλειας, είναι αυτό που καθιστά τους εργαζόμενους ανήμπορους να αντιδράσουν και να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, γιατί βρίσκονται συνεχώς σε μία κατάσταση άγχους, έντασης και φόβου. Η ανασφάλεια είναι μία συνθήκη που σε αναγκάζει να υποκύψεις και να αρκεστείς σε ό,τι είσαι και ό,τι έχεις. Το θέσφατο της ανασφάλειας έχει γίνει η πρώτη και βασική αρχή οργάνωσης του τρόπου εργασίας και υποταγής.
Δεν θέλω να μεγαλώσω περισσότερο το κείμενο. Ο σκοπός μου δεν είναι να γράψω βιβλίο, άλλωστε δεν είμαι ικανός για κάτι τέτοιο. Αν κάποιος ενδιαφέρεται για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο που η εργασία υποτάσσει τους ανθρώπους , μπορεί να ανατρέξει στις παρακάτω πηγές:
- Αντεπίθεση πυρών 1, 2 / Pierre Bourdieu
- Η Διάκριση /Pierre Bourdieu
- Η Μετανεωτερικότητα και τα δεινά της /Zygmunt Bauman
- Εργασία Καταναλωτισμός και οι Νεόπτωχοι / Zygmunt Bauman
- Η Χειραγώγηση των Μαζών / Noam Chomsky
- Η Αυτοκρατορία / Antonio Negri
Υπάρχουν βέβαια και άλλα βιβλία από τα οποία πήρα πληροφορίες ή έχω διαβάσει αλλά πιστεύω πως με αυτά είμαστε «καλυμμένοι». Σε ένα επόμενο κείμενο θα ασχοληθώ με το τι μπορούμε να κάνουμε, κατά τη γνώμη μου, προκειμένου να αλλάξουμε αυτή την κατάσταση.
Θα δούμε…