«Μάζεψε τρόφιμα. Πάρε μακαρόνια, ρύζια, λάδια, γάλατα, ό,τι διατηρείται, τέλος πάντων, για τουλάχιστον δύο μήνες. Θα ζήσουμε μέρες Αργεντινής», μου είπε ο φίλος μου ο Σπύρος. Και, ξαφνικά, μου ξύπνησε έναν φόβο που δεν τον είχα αντιμετωπίσει. Το έλεγε κι η γιαγιά μου η Άρτεμις, με εμπειρίες Μικρασιατικής Καταστροφής, Κατοχής και Εμφυλίου. Όποτε οσμιζόταν «μπαρούτι» άρχιζε τις συμβουλές: «Πηγαίνετε κι αγοράστε ένα σακί αλεύρι, ένα σακί ρύζι κι ένα σακί ζάχαρη». Πού να βρεις σακί στο σούπερ μάρκετ; Όλα έπρεπε να τα πάρεις σε συσκευασία κιλού.
Λέτε να φτάσουμε εκεί; Τίποτα δεν αποκλείεται. Ο βασικός φόβος που έχει εγκατασταθεί εδώ και μήνες στα μυαλά της σιωπηρής (αλλά και της ηχηρής πλέον) πλειοψηφίας είναι η απειλή των καταθέσεων από μια κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος λόγω ενός «πιστωτικού γεγονότος», όπως ονομάζεται στη νέα αργκό της χρεοκοπίας οτιδήποτε την πλησιάζει. Ο φόβος αυτός διαψεύδεται και καθησυχάζεται σ’ όλους τους τόνους, κι από μιαν άποψη δικαίως. Όλα τα συστατικής της «λύσης» που προωθείται στην ελληνική και ευρωπαϊκή κρίση χρέους (αν η χαοτική ευρωκρατία επιτρέψει ποτέ να αποφασιστεί πράγματι) το μόνο που επιχειρούν να εγγυηθούν είναι η αποφυγή κατάρρευσης του πιστωτικού συστήματος. Εγχώριου (σ’ έναν βαθμό) και ευρωπαϊκού (σε κάθε περίπτωση).
ΑΛΛΑ, ΑΥΤΗ Η ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ που προσπαθούν να εκπέμψουν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες και τα παράφωνα παπαγαλάκια τους καθόλου δεν καταστέλλει τον πιστωτικό πανικό. Η αιμορραγία των καταθέσεων που μήνα με τον μήνα καταγράφει η Τράπεζα της Ελλάδος ίσως δεν αποτυπώνει με ακρίβεια το δέος του μικροαποταμιευτή που απεγνωσμένα προσπαθεί να «αποθηκεύσει» με ασφάλεια τις οικονομίες του. Καταγράφει κυρίως την ευχέρεια που έχουν οι επιβάτες της πρώτης θέσης του «Τιτανικού» να διασωθούν προνομιακά, την ώρα που οι άλλοι, του καταστρώματος, των άλλων θέσεων, θα πνίγονται στα παγωμένα νερά ενός «πιστωτικού γεγονότος» ή μιας ψυχρής «λύσης». Ο πιστωτικός πανικός παραμένει και, σε συνδυασμό με τα καταστροφικά αποτελέσματα της ύφεσης και της «στάσης πληρωμών» που έχει κηρυχθεί στην κοινωνία, τροφοδοτεί άλλους φόβους, πιο βιοτικούς: Θα έχω δουλειά; Θα έχω περίθαλψη; Θα πάρω τη σύνταξη; Θα πληρωθώ; Θα έχω τα ελάχιστα για να ταΐσω το παιδί μου; Όσοι έχουν δει σκηνές από τα ντοκιμαντέρ και τα ρεπορτάζ για το τι συνέβη στην Αργεντινή έχουν αντίληψη ότι αυτά τα ερωτήματα δεν είναι σχήμα λόγου. Είναι μια ορατή πιθανότητα που, άλλωστε, με κάθε ευκαιρία φροντίζουν να την ιχνογραφούν οι ζηλωτές του μνημονίου. Όπως ο κ. Παπακωνσταντίνου που περιέγραψε γλαφυρά τον εφιάλτη στον δρόμο με την πέμπτη δόση του δανείου…
ΚΙ ΕΔΩ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ το μέγα παράδοξο. Ενώ ο φόβος που συνοδεύει τον μέσο Έλληνα από την αρχή της κρίσης, και μάλιστα με τη μορφή μιας ξετσίπωτης οικονομικής τρομοκρατίας, αγγίζει πλέον τους στοιχειώδεις όρους επιβίωσής του ως άτομου, αλλά και ως κοινωνίας, την ίδια ακριβώς στιγμή καταγράφεται η πιο μαζική και εντυπωσιακή αποδέσμευση των ανθρώπων από τον φόβο. Το πλήθος (προς το παρόν) των «αγανακτισμένων» στο Σύνταγμα και στις άλλες πλατείες αναδίνει ακριβώς αυτή την ψυχολογική διάσταση. Κάποιοι άνθρωποι έχουν ξεπεράσει το κρίσιμο όριο της χρεοκοποφοβίας. Προεξοφλούν το χειρότερο σενάριο για την έκβαση της κρίσης και για τη διαπραγμάτευση με τους στυγνούς επιτηρητές της ελληνικής κοινωνίας. Αισθάνονται ότι δεν έχουν τίποτα να χάσουν πια. Ούτε καν τις αλυσίδες τους.
ΈΤΣΙ, ΤΟ «ΠΛΗΘΟΣ» που ξεπερνά τον φόβο γίνεται ο αστάθμητος παράγοντας ενός πλέγματος στο οποίο συνωθούνται χαοτικά όλοι οι άλλοι συντελεστές του δράματος: η κυβέρνηση που χάνει τον έλεγχο, το κομματικό σύστημα που βρίσκεται στο ναδίρ της νομιμοποίησής του, η ιθύνουσα τάξη που δεν διαθέτει σχέδιο σωτηρίας (πλην του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω»), η τρόικα για την οποία είναι άγνωστες λέξεις το πολιτικό και κοινωνικό κόστος, οι ευρωκράτες και οι πολιτικές ηγεσίες της Ε.Ε. που περιδινούνται με κυνισμό γύρω από τα πιο ευφάνταστα σχέδια «λύσης» hardcore, οι αγορές που άλλοτε ψηφίζουν αναδιάρθρωση χρέους και άλλοτε ανακουφίζονται στην ιδέα ενός νέου δανείου και νέου μνημονίου για την Ελλάδα. Αυτό το σύστημα που κινείται χαοτικά, αυξάνοντας με κάθε κίνησή του και το κόστος μιας «καταστροφής», αλλά και το κόστος της αποτροπής της, εξελίσσεται στην πραγματικότητα σε μια νέα πηγή φόβου. Τι θα συμβεί αν ούτε ευρωπαϊκή «λύση» έχουμε, ούτε «ελληνική» εναλλακτική λύση έχει ωριμάσει και το εγχώριο σύστημα εξουσίας αποσταθεροποιηθεί πλήρως μέσα σε μια τρικυμιώδη κοινωνική θάλασσα;
ΕΔΩ ΠΡΕΠΕΙ να περιγράψουμε τον φόβο του κενού. Το ενδεχόμενο, δηλαδή, να ενσαρκωθεί σε πραγματικά δεδομένα αυτό που οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν ως ολοκληρωτική απονομιμοποίηση του κομματικού συστήματος, με το 50% και πλέον να συνωστίζονται στο «αποχή, λευκό, άκυρο». Την πιθανότητα να προκύψει ένα πρωτοφανές πολιτικό κενό χωρίς ταυτόχρονα να είναι έτοιμη μια «νέα μεταπολίτευση» να το καλύψει. Την περίπτωση το κράτος να βρεθεί περίπου ακυβέρνητο, όλη η διοικητική γραφειοκρατία να χαθεί μέσα στους «μεταρρυθμιστικούς» πειραματισμούς, οι δημόσιες υπηρεσίες που παρέχουν στοιχειώδη κοινωνικά αγαθά να βρεθούν χωρίς πολιτική διεύθυνση. Το ενδεχόμενο οι εταίροι και δυνάστες μας να μας εγκαταλείψουν. Και ταυτόχρονα, την πιθανότητα να βρεθεί η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας σε κατάσταση βρασμού, χωρίς να είναι έτοιμη να υποδείξει μια συντεταγμένη δύναμη που δηλώνει επαρκής, ώστε να αναλάβει την πολιτική διεύθυνση της χώρας. Θέλω να πω, τελικά, πως ο φόβος του κενού είναι το ενδεχόμενο «οι κάτω να μη θέλουν, οι πάνω να μην μπορούν», αλλά η λενινιστική «προφητεία» να συμπληρώνεται από το γεγονός ότι δεν υπάρχει και κανείς έτοιμος, πρόσφορος, διαθέσιμος να μπορεί.
ΤΟΤΕ, ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΝ -θα βρεθούμε- όλοι προ ισχυρών διλημμάτων. Απλούστατων, ζωτικών, αλλά βασανιστικών. Το ατομικό θα συγκρούεται κάθε ώρα και στιγμή με το συλλογικό: να τρέξω στο σούπερ μάρκετ να προλάβω γάλατα στα ράφια, ή να πάω στη συνέλευση της πλατείας, όπου η κοινωνία εκπαιδεύεται από το μηδέν στη δημοκρατία; Να σπρωχτώ στην ουρά της τράπεζας για να γλιτώσω την ισχνή μου αποταμίευση, ή να πάω στη δουλειά για να λειτουργήσει η δημόσια υπηρεσία που έχουν εγκαταλείψει οι πολιτικοί της προϊστάμενοι, η επιχείρηση που έχει παρατήσει ο ιδιοκτήτης της; Να εξασφαλίσω ότι με κάποιο τρόπο θα γεμίσω την κατσαρόλα με τον επιούσιο, ή να την πάρω και να κατέβω στο Σύνταγμα για να βρει την έσχατη χρήση της, ως κρουστό οργής και διαμαρτυρίας;
ΣΑΣ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΑΚΡΑΙΟ αυτό το σενάριο; Φοβάμαι ότι μας χωρίζει μια κλωστή απ’ αυτό. Κι ομολογώ πως φοβάμαι τον ίδιο τον φόβο μου, που θα προκύψει μπροστά σ’ αυτό το πρωτοφανές κενό. Και βέβαια, από το χάος δημιουργήθηκε το σύμπαν και κάθε χάος εξελίσσεται σε δημιουργία. Η φύση απεχθάνεται το κενό, αλλά εξίσου το απεχθανόμαστε κι εμείς, τα ταλαιπωρημένα της πλάσματα, που θα πρέπει να διαχειριστούμε μια σκληρή καθημερινότητα ατομικής επιβίωσης, μαζί με μια ευκαιρία συλλογικής αναγέννησης. Με παρηγορεί η ιδέα ότι η αθηναϊκή δημοκρατία γεννήθηκε από ανθρώπους που δεν είχαν ιδέα τι έκαναν, ότι η ελληνική επανάσταση έγινε από μπουλούκια αμόρφωτων ενόπλων, ότι όλα τα έθνη κράτη προέκυψαν από χαοτικές καταρρεύσεις καθεστώτων και δημιουργικές κοινωνικές ανασυγκροτήσεις. Ότι οι περισσότερες κοινωνικές συγκρούσεις στο πέρασμα των αιώνων άφηναν πάντα, κατά το λιγότερο ή περισσότερο οδυνηρό πέρασμά τους, μια μικρή ή μεγάλη κατάκτηση στις επόμενες γενιές. Ότι ο αέρας της ελευθερίας που σηκώνεται σε κάθε κατάσταση κοινωνικού παροξυσμού είναι το οξυγόνο της ανθρώπινης προόδου. Που δεν μετριέται πάντα σε αριθμούς, δείκτες χρέους και αξιολογήσεις της Moody’s.
Φοβάμαι τους φόβους μου. Φοβόμαστε το καινούργιο που δεν έχει ακόμη πάρει μορφή και δεν
έχει αποκτήσει περιεχόμενο. Αλλά το χειρότερο είναι να υποταχθούμε σ’ αυτόν τον νέο fear factor. Σ’ αυτόν τον παράγοντα φόβου που είτε θα μας συμβιβάσει με την οδυνηρή τιμωρία που ετοιμάζουν οι πιστωτές-δυνάστες είτε θα δώσει την ευκαιρία στο σύστημα που παράγει την κρίση να ανασυγκροτηθεί γύρω από έναν νέο «σωτήρα». Κι όχι απαραίτητα με κοινοβουλευτικό μανδύα.