Tης Μαριαννας Τζιαντζη
«Ξαπλώσου στο ταξί...» έλεγε το παλιό τραγουδάκι, αλλά στην εποχή της διπλής και τριπλής μίσθωσης το «ξαπλώσου» έγινε «στριμώξου». Σήμερα, άδεια ταξί υπάρχουν άφθονα, λεφτά δεν υπάρχουν για να τα μισθώσουμε.
Ολοι έχουμε εξυπηρετηθεί από ευσυνείδητους οδηγούς, αλλά και όλοι έχουμε ταλαιπωρηθεί από αγενείς και άπληστους συναδέλφους τους, όμως το στρώμα των ταξιτζήδων το ορίζουν τα συμφέροντά του και όχι μια ισχυρή παράδοση, ένα διακριτό εργασιακό ήθος που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά.
Με δάνεια και αιματηρές οικονομίες αγοράστηκαν πολλές άδειες ταξί, καθώς επί πολλά χρόνια κυριαρχούσε το δόγμα «να έχεις τη δική σου δουλειά, να είσαι αφεντικό του εαυτού σου, να αφήσεις κάτι στα παιδιά σου, βρε αδελφέ». Να μην είσαι υπαλληλάκος, δασκαλάκος, εργατάκος. Σήμερα δεν ζούμε μόνο την απαξίωση της μισθωτής εργασίας, αλλά και την ισοπέδωση της μικρής ιδιοκτησίας, της μικρής «επιχειρηματικότητας». Η κατώτερη μεσαία τάξη, που συχνά την ταύτιζαν με το λεγόμενο «υγιές» (και συνήθως συντηρητικό) κομμάτι της κοινωνίας, η χαϊδεμένη πολλών κυβερνήσεων και κομματικών μηχανισμών, συντρίβεται. Τελειώνουν οι ιδιοκτήτες ταξί, όπως τελειώνει και οι περιπτεράς και ο φούρναρης της γειτονιάς, τελειώνει το αυτοαπασχολούμενο όνειρο, ενώ το μισθωτό (και δεν εννοώ στον δημόσιο τομέα) γίνεται όλο και πιο θολό και μακρινό.
Και μετά την απελευθέρωση, τι; «Οι ταξιτζήδες δεν είχαν καταλάβει τι έρχεται, ζούσαν στον κόσμο τους», λένε οι εκ γενετής υποψιασμένοι. «Τώρα που θα μπει τάξη στο επάγγελμα, θα βλέπεις ταξιτζήδες με κοστούμι, με δύο ξένες γλώσσες ο καθένας...». Προφανώς, στο κοντινό μέλλον ο ταξιτζής δεν θα λέγεται Μήτσος ή Τάκης, αλλά Κάρολος ή Ροδόλφος, θα φοράει λευκά γάντια, θα είναι απόφοιτος πανεπιστημίου με μεταπτυχιακό, ενώ oι τρόποι του θα θυμίζουν τους Βρετανούς μπάτλερ που βλέπουμε στις ταινίες. «Μήπως ο κύριος επιθυμεί να κατεβάσω το τζάμι;»
Τα κλειστά επαγγέλματα θα ανοίξουν, όμως ο επαγγελματικός, ο μορφωτικός, οι κοινωνικός ορίζοντας γίνεται όλο και πιο στενός. Πέρασε ο καιρός που το παιδί του υπαλληλάκου μπορούσε να παρακολουθήσει φροντιστήριο και να σπουδάσει, π. χ., Ιατρική. Πέρασε ο καιρός που η σύζυγος ενός μισθωτού έστελνε το παιδί της στον δημοτικό παιδικό σταθμό, ώστε να μπορέσει να εργαστεί και η ίδια. Οι ταξιτζήδες ακολουθούν τη μοίρα των πολλών, όμως αντί να αφουγκραστούν το δίκιο των πολλών, να προσεγγίσουν τους πολλούς και να κερδίσουν τη συμπαράστασή τους, ζητούν τη σωτηρία, την εξαίρεση του δικού τους κλάδου από το συλλογικό βούλιαγμα. Ο καθένας μόνος του και, κατά καιρούς, όλοι εναντίον ενός και αντιστρόφως. Και όπως ο Οδυσσέας στη σπηλιά του Πολύφημου, περιμένουμε μήπως ο Κύκλωπας μας υποσχεθεί ότι θα φαγωθούμε τελευταίοι.
πηγη