Δεν ταξιδεύουν σε τρένα με αποσκευές από χαρτόνι, μα μεταφέρουν μαζί τους τα πιο πολύτιμα περιουσιακά τους στοιχεία: ένα φορητό υπολογιστή, ένα κινητό τελευταίας τεχνολογίας που τους το δώρισε κάποιος συγγενής ή που το απέκτησαν επιδιώκοντας αμέτρητα κουπόνια. Συνηθίζουν να κάνουν πτήσεις χαμηλού κόστους, όπου το εισητήριο έχει κυνηγηθεί υπομονετικά μέσω διαδικτύου. Θα πάνε να κάνουν ένα μεταπτυχιακό, ή θα έχουν εξασφαλίσει μία κακώς εννοούμενη υποτροφία Εράσμους η οποία θα κοστίσει στην οικογένεια τους τις μισές της οικονομίες. Άλλες φορές θα κάνουν τον οικότροφο βοηθό, θα παραδίδουν μαθήματα της γλώσσας τους, ή οποιαδήποτε άλλη προσωρινή εργασία. Οι συγγενείς θα τους χαιρετήσουν στην πύλη επιβίβασης και ενώ απομακρύνονται, κάποιοι θα κρύψουν την θλιψη τους και άλλοι το αίσθημα της εγκατάλειψης. «Είναι για ένα μικρό χρονικό διάστημα -λένε-. Θα μάθουν την γλώσσα, θα γνωρίσουν τον κόσμο… θα επιστρέψουν σε μερικούς μήνες.”
Μέχρι πρόσφατα ήταν προνόμιο της σύγχρονης εποχής που τους επέτρεπε να απολαμβάνουν απεριόριστη ελευθερία, έναν κόσμο χωρίς σύνορα, μια σχεδόν ατελείωτη ευκαιρία για μάθηση… Στη συνέχεια ήρθε η κρίση και η βαλίτσα έμοιαζε διαφορετική, η αναμονή στη ουρά επιβίβασης πιο ντροπιαστική, ο αποχαιρετισμός πιο θλιβερός και το φάντασμα της οριστικής απουσίας, κοντυνότερο.
Όχι. Δεν υπάρχουν αποσκευές από χαρτόνι, ούτε πλήθη στην πλατφόρμα για να πουν αντίο. Ούτε και φεύγουν ομαδικά, αλλά ένας-ένας. Προφανώς τίποτα δεν τους εξανάγκασε. Προϋπήρξε μια αόρατη αλυσίδα συμβάντων. Ήταν στο εξωτερικό πριν από μερικά χρόνια, ή έχουν ένα φίλο που τους ενημέρωσε ότι μπορούν να βρουν εύκολα εργασία. Δεν θα βγάζουν πολλά, αυτό είναι σίγουρο, αλλά θα μπορούν να κερδίζουν τα προς το ζην με σχετική ευκολία … Στην τελική δεν υπάρχει τίποτα εδώ.
Και φεύγουν λίγοι-λίγοι, χωρίς καμία φασαρία. Μια αδιάκοπη διαρροή από φρέσκο αίμα που βγαίνει από τη χώρα ήσυχα, διαψεύδοντας την κλασική χίμαιρα πως η ιστορία είναι μια ροή συνεχών βελτιώσεων.
Δεν υπάρχουν επίσημα στατιστικά στοιχεία για αυτούς. Κανείς δεν ξέρει πόσοι είναι και που πηγαίνουν. Ούτε ομαδοποιούνται κάτω απ’ την επίσημη ονομασία των μεταναστών. Είναι μάλλον μια μικρή ιστορία που διηγιέται ανάμεσα σε φίλους και οικογένεια. «Η κόρη μου είναι στο Βερολίνο», «έχει πάει στο Μονπελιέ», «πήγε στο Ντουμπάι», είναι φράσεις που ακούμε χωρίς να στεκόμαστε στο ακριβές τους νόημα. Ξεφεύγουν των στατιστικών μεταναστευτικών στοιχείων διότι συχνά έχουν ένα υψηλό επίπεδο μόρφωσης και δεν ταιριάζει με το τυπικό προφίλ του τι νομίζουμε ότι είναι μετανάστης. Ίσως στα επίσημα έγγραφα να φιγουράρουν ως κάτοικοι του εξωτερικού, αλλά θα έπρεπε να εμφανίζονται ως οι καινούργιοι εξόριστοι, προϊόν της τύφλωσης της χώρας μας.
Σε περιόδους κρίσης όπου κάθε ευρώ δαπανάται με προσοχή, κανένας δεν υπολογίζει τις εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ που δόθηκαν για την εκπαίδευση τους τα οποία δωρήθηκαν στους επιχειρηματίες εκτός συνόρων με μια άνευ ορίων αδεξιότητα, με απαράμιλλη άγνοια. Ακόμη λιγότερο υπολογίζονται οι προσπάθειες των οικογενειών τους, οι χαμένες ψευδαισθήσεις τους και τα χιλιοθρυμματισμένα όνειρα τους.
Δεν κουβαλάνε αποσκευές από χαρτόνι, αλλά συνθέτουν μια νέα μαζική έξοδο που μαστίζει ιδιαίτερα την Ανδαλουσία, που σκορπά τους νέους σε όλη την Ευρώπη και σε μεγάλο μέρος του κόσμου, που μας στερεί από τις γνώσεις τους, τη συμβολή τους και την παρέα τους. Αλλά προφανώς κανένας δεν σκανδαλίζεται από αυτή τη διαφυγή πνεύματος, αργή αλλά σταθερή, που μας στερεί πολλά από τα καλύτερα ταλέντα μας. Κανένας δεν διαμαρτυρεται ενάντια σ’ αυτό το νέο κύμα εξορίστων που είναι ένα σιωπηλό κατηγορητήριο της αποτυχίας και της απάτης. Φεύγουν σκεπτικοί από τη σύραγγα της επιβίβασης όπου θα τους προλάβει η μελαγχολία για την προσωρινή εγκατάλειψη της γης τους.
Δεν είναι, όπως λένε, μια γενιά που έχασε τον εαυτό της. Ούτε τα εξιλαστήρια κακομαθημένα παιδιά που λειτουργούν ως άλλοθι για την έλλειψη εργασίας. Πρόκειται για μια γενιά χαμένη για τη χώρα αυτή και για το μέλλον της. Ένα μεγάλο λάθος που θα πληρώσουμε μακροπρόθεσμα πολύ ακριβά, με κατάληξη την πτώχευση τόσο σε πνευματικό όσο και σε τεχνικό επίπεδο. Κι ας μην το έχουμε βιώσει ακόμα.