Η εποχή μας είναι η εποχή των συμβιβασμών, των ημιμέτρων, του μικρότερου κακού. Οι οραματιστές αντιμετωπίζουν την χλεύη ή την περιφρόνηση και τη ζωή μας κυβερνούν οι «πρακτικοί άνθρωποι». Δεν αναζητούμε πια ριζικές λύσεις στα κοινωνικά δεινά, αλλά μεταρρυθμίσεις· δεν προσπαθούμε πια να καταργήσουμε τον πόλεμο, αλλά να τον αποτρέψουμε για λίγα χρόνια· δεν προσπαθούμε να καταργήσουμε το έγκλημα, αλλά αρκούμαστε στις μεταρρυθμίσεις τού ποινικού συστήματος- δεν προσπαθούμε να καταργήσουμε τούς λιμούς, αλλά να στήσουμε παγκόσμιους φιλανθρωπικούς οργανισμούς. Τώρα που οι άνθρωποι νοιάζονται τόσο πολύ για το εφικτό και το άμεσα πραγματοποιήσιμο, θα ήταν πιθανόν ευπρόσδεκτη άσκηση να στραφούμε σ'εκείνους που ονειρεύτηκαν Ουτοπίες, που απέρριψαν όλα όσα δεν ταίριαζαν με το ιδεώδες της τελειότητας που είχαν.
Θα νιώσουμε πολλές φορές ταπεινοί καθώς θα διαβάζουμε γι' αυτά τα ιδεώδη κράτη κι αυτές τις ιδεώδεις πόλεις, γιατί θ' αντιληφθούμε πόσο μέτρια πράγματα ζητούμε και πόσο φτωχά είναι τα οράματά μας. Ο Ζήνων υποστήριξε τον διεθνισμό, ο Πλάτων αναγνώρισε την ισότητα ανδρών και γυναικών, ο Τόμας Μωρ είδε καθαρά την σχέση φτώχειας και εγκληματικότητας, που οι άνθρωποι την αρνούνται ως και σήμερα. Κατά τις αρχές τού 17ου αιώνα, ο Καμπανέλα συνηγόρησε υπέρ μιας εργάσιμης ημέρας τεσσάρων ωρών, ενώ ο γερμανός λόγιος Ανδρέε μίλησε για ελκυστική δουλειά και προέβαλε ένα εκπαιδευτικό σύστημα, που θα μπορούσε να χρησιμεύσει για πρότυπο ακόμα και σήμερα.
Θα δούμε να καταδικάζεται η ιδιωτική ιδιοκτησία, να θεωρούνται ανήθικα ή ανορθολογικά το χρήμα και οι μισθοί, να γίνεται δεκτή ως αυτονόητη η ανθρώπινη αλληλεγγύη. Όλες οι παραπάνω ιδέες, που θα θεωρούνταν και σήμερα τολμηρές, προβλήθηκαν τότε με μια πεποίθηση που δείχνει ότι, καίτοι δεν ήταν γενικά αποδεκτές, θα πρέπει μολαταύτα να γίνονταν εύκολα κατανοητές. Κατά τα τέλη τού 17ου και τού 18ου αιώνα, συναντούμε ακόμα πιο εκπληκτικές και τολμηρές ιδέες, που αφορούν στην θρησκεία, τις σεξουαλικές σχέσεις, την φύση της κυβέρνησης και τού νόμου. Είμαστε τόσο πολύ συνηθισμένοι να σκεφτόμαστε ότι τα προοδευτικά κινήματα αρχίζουν τον 19ο αιώνα, ώστε θα τα χάσουμε όταν διαπιστώσουμε ότι τότε ακριβώς αρχίζει ο εκφυλισμός της ουτοπικής σκέψης.
Οι ουτοπίες γίνονται, κατά κανόνα, άτολμες· ιδιωτική ιδιοκτησία και χρήμα κρίνονται συχνά απαραίτητα- οι άνθρωποι πρέπει να θεωρούν εαυτούς ευτυχείς αν δουλεύουν οχτώ ώρες την ημέρα και σπάνια εξετάζεται το αν η δουλειά τους είναι ελκυστική. Οι γυναίκες τίθενται υπό την κηδεμονία των ανδρών τους και τα παιδιά υπό την »» πνεύμα των καιρών μας, άνθησαν με μια ποικιλία κι έναν πλούτο, πιθανόν να μάς κάνει ν' αμφιβάλλουμε για το πόσο δίκιο έχουμε όταν ισχυριζόμαστε ότι τάχα πετύχαμε ως έναν βαθμό την κοινωνική πρόοδο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι όλες οι ουτοπίες ήταν επαναστατικές και προοδευτικές οι περισσότερες ήταν κι απ' τα δυο, μα λίγες ήταν τελείως επαναστατικές. Οι ουτοπικοί συγγραφείς ήταν επαναστάτες όταν υποστήριζαν την κοινοκτημοσύνη των αγαθών σε μιαν εποχή που θεωρούσε ιερή την ιδιωτική ιδιοκτησία, το δικαίωμα τού ανθρώπου να έχει να φάει σε μιαν εποχή που κρεμούσαν τούς ζητιάνους, την ισότητα των γυναικών σε μιαν εποχή που οι γυναίκες θεωρούνταν ελάχιστα καλύτερες απ' τούς δούλους, την αξιοπρέπεια χειρωνακτικής εργασίας σε μιαν εποχή που η κοινωνία την θεωρούσε και έκανε εξευτελιστική, το δικαίωμα κάθε παιδιού σε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια και καλήν εκπαίδευση σε μιαν εποχή που αυτό ήταν αποκλειστικό προνόμιο των γόνων των αριστοκρατών και των πλούσιων. Όλα αυτά συντέλεσαν ώστε να γίνει η λέξη «Ουτοπία» συνώνυμη με μιαν ευτυχισμένη, επιθυμητή μορφή κοινωνίας. Από την άποψη αυτήν, η Ουτοπία αντιπροσωπεύει το όνειρο της ανθρωπότητας για ευτυχία, την κρυφή λαχτάρα της για Χρυσή Εποχή ή, κατ' άλλους, για τον χαμένο της παράδεισο.
Αλλά το όνειρο αυτό είχε συχνά τις σκοτεινές κηλίδες του. Υπήρχαν δούλοι στην Πολιτεία τού Πλάτωνα και στην Ουτοπία τού Μωρ· υπήρχαν μαζικές δολοφονίες ειλώτων στην Σπάρτη τού Λυκούργου- και πόλεμοι, εκτελέσεις, αυστηρή πειθαρχία, θρησκευτική μισαλλοδοξία συναντώνται δίπλα στους πιο φωτισμένους θεσμούς. Οι πτυχές αυτές, που συχνά τις παρέβλεψαν οι απολογητές των ουτοπιών, απορρέουν από την εξουσιαστική αντίληψη πάνω στην οποία χτίστηκαν πολλές ουτοπίες και απουσιάζουν από κείνους τούς συγγραφείς, που στοχεύουν στην κατάκτηση της απόλυτης ελευθερίας.
Δυο κύριες τάσεις εμφανίζονται στην ουτοπική σκέψη στο διάβα των αιώνων. Η μια, επιδιώκει την ευτυχία της ανθρωπότητας μέσα από την υλική ευημερία, την βύθιση της ατομικότητας τού ανθρώπου μέσα στην ομάδα και μεγαλείο τού κράτους. Η άλλη, ενώ απαιτεί ένα ορισμένο επίπεδο υλικής άνεσης , φρονεί ότι η ευτυχία είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης έκφρασης της ανθρώπινης προσωπικότητας και δεν πρέπει να θυσιάζεται σ' έναν αυθαίρετο ηθικό κώδικα ούτε στα συμφέροντα τού κράτους. Οι δυο αυτές τάσεις αντιστοιχούν σε διαφορετικές αντιλήψεις για την πρόοδο. Για τούς αντιεξουσιααστές ουτοπικούς, η πρόοδος μετριέται, όπως και για τον Χέρμπερτ Ρηντ,
Με βάση τον βαθμό διαφοροποίησης μέσα σε μια κοινωνία. Αν το άτομο είναι μια μονάδα μέσα σε μιαν ενοποιημένη μάζα, η ζωή του δεν είναι μόνο κτηνώδης και σύντομη, αλλά ανιαρή και μηχανική. Αν το άτομο είναι μια μονάδα από μόνο του, με χώρο και δυνατότητα για δική του δράση, τότε ενδέχεται να κινδυνεύει περισσότερο ατυχήματα ή την τύχη, αλλά μπορεί τουλάχιστον να επεκτείνει και να εκφράση τον εαυτό του. Μπορεί ν' αναπτυχθεί με την μοναδική πραγματική σημασία της λέξης— ν' αναπτυχθεί με συνείδηση δύναμης, ζωτικότητας και χαράς. Αλλά όπως επισημαίνει πάλι ο Χέρμπερτ Ρηντ, το παραπάνω δεν αποτελούσε πάντα τον ορισμό της προόδου:
Πολλοί βρίσκουν ασφάλεια στο πλήθος, ευτυχία στην ανωνυμία και αξιοπρέπια στην ρουτίνα . Το μόνο που ζητούν είναι να 'ναι πρόβατα που 'χουν από πάνω τους έναν τσοπάνη, στρατιώτες που 'χουν από πάνω τους έναν λοχαγό, δούλοι έχουν από πάνω τους έναν τύραννο. Οι λίγοι που θ' αναπτυχθούν γίνονται οι λοχαγοί και οι ηγέτες αυτών των πρόθυμων οπαδών.
Οι εξουσιαστικές ουτοπίες επιδίωξαν να δώσουν τσομπάνηδες, λοχαγούς στον λαό και τούς βάφτισαν φύλακες, φύλαρχους ή σαμουράι
Οι ουτοπίες αυτές ήταν προοδευτικές στον βαθμό που ήθελαν να καταργήσουν τις οικονομικές ανισότητες, αλλά αντικατέστησαν την παλιά οικονομική με μιαν άλλη: οι άνθρωποι έπαψαν να είναι δούλοι των αφεντάδων η των εργοδοτών τους και έγιναν δούλοι τού έθνους και τού κράτους. Η ισχύς του κράτους βασίζεται μερικές φορές σε ηθική και στρατιωτική ισχύ, όπως στην πολιτεία του Πλάτωνα, στην θρησκεία, όπως στην Χριστιανούπολη του Ανδρέ, , ή στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και διανομής, όπως στις περισσότερες ουτοπίες τού 19ου αιώνα. Αλλά το αποτέλεσμα είναι παντού το ίδιο: το άτομο υποχρεωτικά συμμορφώνεται σ' έναν κώδικα νόμων η ηθικής συμπεριφοράς, που κατασκευάστηκε τεχνητά γι' αυτό.
Οι αντιφάσεις οι εγγενείς στις περισσότερες ουτοπίες οφείλονται σ' αυτήν ακριβός την εξουσιαστική προσέγγιση. Οι δημιουργοί των ουτοπιών ισχυρίστηκαν ότι έδωσαν ελευθερία στον λαό, μα η ελευθερία που δίδεται παύει να είναι ελευθερία. Ο Ντιντερό ήταν ένας από τούς λίγους ουτοπικούς συγγραφής που αρνήθηκε στον εαυτό του το δικαίωμα να νομοθετήσει ως και «να κάνη ο καθείς ότι θελήσει»· αλλά οι δημιουργοί των ουτοπιών στην πλειονότητα τους ήταν αποφασισμένοι να μείνουν κύριοι των φανταστικών τους πολιτειών.
Ενώ ισχυρίζονται πως δίνουν ελευθερία, θεσπίζουν λεπτομερειακό κώδικα που πρέπει να τηρείται αυστηρά. Στις ουτοπίες τους, υπάρχουν οι νομοθέτες, οι βασιλείς, οι ειρηνοδίκες, οι ιερείς, οι πρόεδροι εθνοσυνελεύσεων κι ωστόσο, αφού ορίσουν, κωδικοποιήσουν, διατάξουν γάμους, εκτελέσεις, εξακολουθούν να ισχυρίζονται ότι οι άνθρωποι είναι ελεύθερη κάνουν ότι θέλουν. Είναι δα ολοφάνερο ότι ο Καμπανέλα φανταζόταν πως είναι ο Μέγας Μεταφυσικός στην δική του Ηλιούπολη, ο Μπαίηκον ιερέας στον δικό του Οίκο τού Σολομώντα και ο Καμπέ ο νομοθέτης στην Ικαρία του. Όταν έχουν την ευστροφία τού Τόμας Μωρ, μπορούννα εκφράσουν με πολύ χιούμορ την κρυφή τους λαχτάρα.
Ο Μωρ έγραψε στον φίλο του Έρασμο: «Δεν μπορείς να φανταστείς σε τι έξαρση βρίσκομαι πόσο ψήλωσα και πόσο πιο ψηλά κρατώ το κεφάλι μου- τόσο σταθερά σκέπτομαι πως είμαι μέλος των κυρίων της Ουτοπίας- πράγματι, φαντάζομαι πως βαδίζω με το κεράτινο στέμμα στο κεφάλι μου, φορώ έναν φραγκισκάνικο μυνδύα και κουβαλώ την κεράτινη δεσμίδα σαν σκήπτρο, ενώ με υπηρετούν πλήθος λαός της Αμαυρωτίας». Μερικές φορές, πρέπει άλλοι να επισημάνουν τον ασυνάρτητο χαρακτήρα τού ονείρου τους, όπως όταν ο Γκονζάλες στην Τρικυμία μιλά στους συντρόφους του για την ιδανική πολιτεία, που θα ήθελε να δημιουργήσει στο νησί του:
Γκονζάλες·. Θα έφτιαχνα την πολιτεία μου από τ' αντίθετα όλων των πραγμάτων γιατί κανενός είδους εμπόριο δεν θα επέτρεπα- κανέναν διορισμό ειρηνοδίκη- γράμματα δεν θα ξέραμε- πλούτη, φτώχεια, και υπηρεσία, καθόλου- συμβόλαιο, διαδοχή, από γέννα, δέσιμο με γη, καλλιέργεια της γης, αμπέλια, τίποτε- καμία χρήση μετάλλου, σταριού ή κρασιού ή λαδιού- καμία ασχολία, όλοι οι άνδρες αργοί, όλοι." το ίδιο κι οι γυναίκες, αλλά αθώες και αγνές- καμία εξουσία—
Σεμπάστιαν: Κι ωστόσο θα είχε βασιλιά. Αντόνιο: Το τέρμα της πολιτείας του λησμονεί την αρχή.
Μια άλλη αντίφαση των εξουσιαστικών ουτοπιών είναι ότι βεβαιώνουν πως οι νόμοι τους ακολουθούν την τάξη της φύσης, ενώ στην πραγματικότητα ο κώδικας τους θεσπίστηκε αυθαίρετα. Οι ουτοπικοί συγγραφείς, αντί να προσπαθήσουν ν' ανακαλύψουν τους νόμους της φύσης, προτίμησαν να τους επινοήσουν ή τους βρήκαν στα «αρχεία της αρχαίας σοφίας». Για μερικούς, όπως για τον Μαμπλύ ή τον Μορελύ, ο κώδικας της φύσης ήταν ο κώδικας της Σπάρτης και, αντί να βασίσουν τις ουτοπίες τους σε ζωντανές κοινότητες και σε ανθρώπους όπως τους γνώριζαν, τις έκτισαν πάνω σε αφηρημένες συλλήψεις. Αυτό ευθύνεται για την τεχνητή ατμόσφαιρα, που επικρατεί στις περισσότερες ουτοπίες: οι Ουτοπιανοί είναι ομοιόμορφα πλάσματα με ταυτόσημες ανάγκες και αντιδράσεις και δεν έχουν συναισθήματα και πάθη, γιατί αυτά θα ήταν έκφραση ατομικότητας.
Η ομοιομορφία αυτή αντανακλάται σε όλες τις πτυχές της ζωής στην Ουτοπία, από τα ρούχα μέχρι το ωρολόγιο πρόγραμμα, από την ηθική συμπεριφορά μέχρι τα πνευματικά ενδιαφέροντα. Όπως επισήμανε ο Χ. Τζ. Ουέλς: Σε όλες σχεδόν τις Ουτοπίες – με εξαίρεση, πιθανόν, την Ουτοπία του Μόρις - βλέπουμε κτίρια όμορφα αλλά δίχως χαρακτήρα, καλλιέργειες συμμετρικές και τέλειες και πλήθος ανθρώπους, υγιείς, ευτυχισμένους, καλοντυμένους, μα χωρίς το παραμικρό προσωπικό χαρακτηριστικό γνώρισμα. Πάρα πολύ συχνά η εικόνα μοιάζει με το ευρετήριο στους πίνακες στέψεων, βασιλικών γάμων, κοινοβουλίων, συνεδρίων και συνάξεων των βικτοριανών χρόνων, στους οποίους, αντί για πρόσωπο, η κάθε μορφή έχει ένα ωοειδές κενό με ευανάγνωστα γραμμένον πάνω του τον αριθμό του».
Εξίσου τεχνητό είναι και το περιβάλλον της ουτοπίας. Στο ομοιόμορφο έθνος αντιστοιχεί αναγκαστικά μια ομοιόμορφη χώρα ή πόλη. Η εξουσιαστική αγάπη για την συμμετρία κάνει τους ουτοπικούς να καταργούν βουνά και ποτάμια και μέχρι να φαντάζονται ολοστρόγγυλα νησιά και ολόισιους ποταμούς. Γράφει ο Λιούις Μάμφορντ:
Στην ουτοπία του Εθνικού Κράτους δεν υπάρχουν φυσικές περιφέρειες· και η εξίσου φυσική συγκέντρωση των ανθρώπων σε κώμες, χωριά και πόλεις, που, όπως επισημαίνει ο Αριστοτέλης, είναι πιθανόν η κύρια διάκριση τού ανθρώπου από τ’ άλλα ζώα, γίνεται ανεκτή μόνο με βάση το αποκύημα της φαντασίας ότι το κράτος παραχωρεί στις ομάδες αυτές ένα μερίδιο της παντοδύναμης εξουσίας του ή «κυριαρχίας» όπως λέγεται, και τους επιτρέπει να ζουν από κοινού. Δυστυχώς για τον ωραίο αυτόν μύθο, τον οποίο κοπίασαν να κτίσουν γενεές ολόκληρες δικηγόρων και πολιτικών, οι πόλεις υπήρχαν πολύ πριν απ' τα κράτη —υπήρχε Ρώμη κοντά στον Τίβερη πολύ πριν υπάρξει ρωμαϊκή αυτοκρατορία— και η γενναιόδωρη άδεια του κράτους είναι απλώς μια ασήμαντη, ρουτινιάρικη επικύρωση του τετελεσμένου γεγονότος ...
Αντί ν' αναγνωρίζει φυσικές περιφέρειες και φυσικές ομάδες ανθρώπων, η ουτοπία του εθνικισμού εγκαθιδρύει με μια γραμμή του τοπογράφου μιαν ορισμένη επικράτεια που την καλεί εθνική επικράτεια και κάνει όλους τους κατοίκους της επικράτειας αυτής μέλη μιας μόνο αδιαίρετης ομάδας, του έθνους, που υποτίθεται πως οι αξιώσεις του είναι υπέρτερες και η ισχύς του μεγαλύτερη από όλων των άλλων ομάδων. Αυτός είναι ο μοναδικός κοινωνικός σχηματισμός, που αναγνωρίζεται επίσημα στα πλαίσια της εθνικής ουτοπίας. Το κοινό στοιχείο όλων των κατοίκων της επικράτειας αυτής θεωρείται πως έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία απ' όλα τα πράγματα, που συνδέουν τους ανθρώπους σε επί μέρους κοινωνικές ή βιομηχανικές ομάδες.
Η ομοιομορφία αυτή διατηρείται μ' ένα ισχυρό εθνικό κράτος. Η ατομική ιδιοκτησία καταργείται στην Ουτοπία, όχι απλώς για να εγκαθιδρύσει την ισότητα μεταξύ των πολιτών, ούτε εξαιτίας της καταστρεπτικής επιρροής της, αλλά επειδή θέτει σε κίνδυνο την ενότητα τού κράτους. Και η στάση απέναντι στην οικογένεια καθορίζεται από την σφοδρή επιθυμία να διατηρηθεί ένα ενιαίο κράτος. Πολλές ουτοπίες μένουν στα πλαίσια της πλατωνικής παράδοσης και καταργούν την οικογένεια μαζί με τον μονογαμικό γάμο, ενώ άλλες ακολουθούν τον Τόμας Μωρ και υποστηρίζουν την πατριαρχική οικογένεια, την μονογαμία και την ανατροφή και την εκπαίδευση των παιδιών μέσα στο μαντρί της οικογένειας. Μια τρίτη ομάδα κάνει έναν συμβιβασμό: διατηρεί τούς οικογενειακούς θεσμούς, αλλά εμπιστεύεται την εκπαίδευση των παιδιών στο κράτος.
Όταν οι Ουτοπίες θέλουν να καταργήσουν την οικογένεια, το θέλουν ουσιαστικά για τους ίδιους λόγους για τους οποίους θέλουν να καταργήσουν την ιδιοκτησία. Η οικογένεια θεωρείται πως ενθαρρύνει τα εγωιστικά ένστικτα και συνεπώς έχει αποσυνθετική επιρροή στην κοινότητα. Από την άλλη μεριά, οι συνήγοροι της οικογένειας θεωρούν την οικογένεια βάση του σταθερού κράτους, απαραίτητο πυρήνα, πεδίο άσκησης για τις αρετές της υπακοής και της νομιμοφροσύνης τις οποίες απαιτεί το κράτος. Πιστεύουν σωστά ότι η εξουσιαστική οικογένεια όχι μόνο δεν αποτελεί κίνδυνο ενσταλάζοντας στα παιδιά ατομικιστικές τάσεις, αλλά, απεναντίας, τα μαθαίνει να σέβονται την εξουσία του πατέρα- αργότερα, θα υπακούουν εξίσου αναμφισβήτητα στις διαταγές τού κράτους.
Ένα ισχυρό κράτος απαιτεί μια άρχουσα τάξη ή κάστα που διαφεντεύει τον υπόλοιπο λαό και, ενώ οι οικοδόμοι των ιδεωδών πολιτειών φρόντισαν ιδιαίτερα να μη διαφθείρει ή να μη διασπά η ιδιοκτησία αυτήν την άρχουσα τάξη, δεν είδαν, κατά κανόνα, τον κίνδυνο να διαφθείρει και να διαιρεί τους άρχοντες και να καταπιέζει τον λαό η αγάπη της εξουσίας. Ο βασικός παραβάτης από την άποψη αυτή ήταν ο Πλάτων. Στους Φύλακές του εμπιστεύτηκε όλη την εξουσία στην πόλη, ενώ ο Πλούταρχος είχε μεν συναίσθηση των καταχρήσεων εξουσίας τις οποίες θα μπορούσαν να κάνουν οι Σπαρτιάτες, αλλά δεν έδωσε γιατρικό. Ο Τόμας Μωρ προέβαλε μια καινούρια αντίληψη: του κράτους που εκπροσωπεί όλους τους πολίτες, εκτός από ολιγάριθμους δούλους. Το καθεστώς του θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε δημοκρατικό- δηλαδή, την εξουσία ασκούσαν οι εκπρόσωποι τού λαού. Αλλά οι εκπρόσωποι αυτοί είχαν την εξουσία να διαχειρίζονται τους νόμους και όχι να τους θεσπίζουν, αφού όλοι οι σημαντικοί νόμοι είχαν δοθεί στην χώρα από έναν νομοθέτη.
Συνεπώς το κράτος διαχειριζόταν έναν κώδικα νόμων, που δεν είχε θεσπίσει η κοινότητα. Επιπλέον εξαιτίας της συγκεντρωτικής φύσης αυτού του κράτους, οι νόμοι είναι οι ίδιοι για όλους τους πολίτες και για όλους τους τομείς της κοινωνίας και παραμερίζουν τους διάφορους προσωπικούς παράγοντες. Γι' αυτό, ορισμένοι ουτοπικοί, όπως ο Τζέραρντ Γουινστάνλεϋ, εναντιώθηκαν στην παραχώρηση της εξουσίας της κοινότητας σ' ένα κεντρικό όργανο, από φόβο μη χάσει η κοινότητα την ελευθερία της και θέλησαν να διατηρήσει την αυτόνομη διακυβέρνησή της. Ο Γκαμπριέλ ντε Φουανύ και ο Ντιντερό προχώρησαν ακόμα πιο μακριά: κατάργησαν τελείως τις κυβερνήσεις.
Η ύπαρξη του κράτους προκαλεί και την γέννηση δυο κωδίκων ηθικής συμπεριφοράς, γιατί το κράτος δεν διαιρεί μόνο τον λαό σε κοινωνικές τάξεις αλλά και την ανθρωπότητα σε έθνη. Η νομιμοφροσύνη στο κράτος απαιτεί συχνά την άρνηση των συναισθημάτων αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας που εκ φύσεως υπάρχουν μεταξύ των ανθρώπων. Το κράτος επιβάλλει έναν ορισμένο κώδικα συμπεριφοράς, που διέπει τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών της πολιτείας κι έναν άλλον, που διέπει τις σχέσεις των πολιτών με τους δούλους ή τους «βαρβάρους». Όλα όσα απαγορεύονται στις σχέσεις μεταξύ ίσων επιτρέπονται απέναντι σε όσους θεωρούνται κατώτερα όντα.
Ο ουτοπιανός πολίτης είναι αβρός και ευγενικός προς τους ίσους του, αλλά σκληρός στους δούλους του- αγαπά την ειρήνη στην πατρίδα, αλλά διεξάγει τους πιο αδυσώπητους πολέμους στο εξωτερικό. Όλες οι ουτοπίες, που ακολουθούν τα χνάρια του Πλάτωνα, δέχονται αυτόν τον δυϊσμό στον άνθρωπο. Πράγματι ο δυισμός αυτός υπάρχει στην κοινωνία όπως την ξέρουμε, αλλά ίσως να είναι παράξενο που δεν εξαλείφθηκε στην «τέλεια κοινωνία». Το οικουμενικό ιδανικό του Ζήνωνα που, στην Πολιτεία-του, διακήρυξε την αδελφοσύνη των ανθρώπων όλων των εθνών, σπάνια υιοθετήθηκε από τους ουτοπικούς συγγραφείς. Οι περισσότερες ουτοπίες αποδέχονται τον πόλεμο ως αναπόδραστο μέρος του συστήματος τους, όπως και όντως συμβαίνει, γιατί η ύπαρξη του εθνικού κράτους γεννά πάντα πολέμους.
Το αυταρχικό ουτοπικό κράτος δεν επιτρέπει να υπάρχει προσωπικότητα ισχυρή και ανεξάρτητη, που να διανοείται την αλλαγή ή την εξέγερση. Αφού οι ουτοπικοί θεσμοί θεωρούνται τέλειοι, εξυπακούεται ότι δεν επιδέχονται βελτίωση. Το ουτοπικό κράτος είναι ουσιαστικά στατικό και δεν επιτρέπει στους πολίτες του ν' αγωνιστούν για, ή έστω να ονειρευτούν, μια καλύτερη ουτοπία.
Αυτή η συντριβή της προσωπικότητας τού ανθρώπου παίρνει πολλές φορές αληθινά ολοκληρωτικό χαρακτήρα. Αυτός, που αποφασίζει για το σχέδιο των πόλεων και των σπιτιών, είναι ο νομοθέτης ή η κυβέρνηση· τα σχέδια αυτά προετοιμάζονται σύμφωνα με τις ορθολογικότερες βασικές αρχές και την καλύτερη τεχνική γνώση, αλλά δεν είναι η οργανική έκφραση της κοινότητας . Ένα σπίτι, όπως και μια πόλη, ενδέχεται να είναι καμωμένο από άψυχα υλικά, αλλά πρέπει να ενσαρκώνει το πνεύμα εκείνων που το έκτισαν. Παρόμοια, οι ουτοπικές στολές ενδέχεται να είναι πιο άνετες και θελκτικές από τα συνηθισμένα ρούχα, αλλά δεν σού επιτρέπουν να εκφράσεις την ατομικότητά σου.
Το ουτοπικό κράτος είναι ακόμα πιο θηριώδες στο θέμα της καταστολής της ελευθερίας του καλλιτέχνη. Ο ποιητής, ο ζωγράφος, ο γλύπτης, πρέπει να γίνουν υπηρέτες και προπαγανδιστές του κράτους. Τους απαγορεύεται να εκφραστούν ατομικά για αισθητικούς ή για ηθικούς λόγους, αλλά ο πραγματικός στόχος είναι η συντριβή της παραμικρής εκδήλωσης της ελευθερίας. Οι περισσότερες ουτοπίες θα αποτύγχαναν στην «δοκιμασία της τέχνης», την οποία πρότεινε ο Χέρμπερτ Ρηντ:
Ο Πλάτων, όπως πολύ συχνά και πολύ αυτάρεσκα θυμούμαστε, απέβαλε τον ποιητή από την Πολιτεία του. Μα η Πολιτεία εκείνη ήταν απατηλό πρότυπο τελειότητας. Ίσως να την υλοποιούσε ένας κάποιος δικτάτορας, αλλά μπορούσε να λειτουργήσει μόνο σαν μηχανή —μηχανικά. Οι δε μηχανές λειτουργούν μηχανικά μόνο επειδή είναι φτιαγμένες από νεκρά ανόργανα υλικά. Αν θέλετε να εκφράσετε την διαφορά ανάμεσα σε μια οργανική προοδευτική κοινωνία και ένα στατικό ολοκληρωτικό καθεστώς, μπορείτε να το κάνετε με μια λέξη: την λέξη τέχνη. Μόνο αν επιτρέπεται στον καλλιτέχνη να λειτουργεί ελεύθερα μπορεί η κοινωνία να ενσαρκώνει εκείνα τα ιδεώδη της ελευθερίας και της πνευματικής ανάπτυξης, που φαίνονται στους περισσότερους από μάς οι μοναδικές άξιες επικυρώσεις της ζωής.
Οι ουτοπίες, που επιτυγχάνουν στην δοκιμασία αυτή, είναι όσες εναντιώνονται στην αντίληψη του συγκεντρωτικού κράτους, όσες προβάλλουν ομοσπονδία ελεύθερων κοινοτήτων, στις οποίες το άτομο μπορεί να εκφράζει την προσωπικότητά του χωρίς να υποτάσσεται στις κυρώσεις ενός τεχνητού κώδικα, στις οποίες η ελευθερία δεν είναι μια αφηρημένη λέξη αλλά εκδηλώνεται συγκεκριμένα σε έργα, είτε του ζωγράφου είτε του οικοδόμου. Οι ουτοπίες αυτές δεν ασχολούνται με την νεκρή δομή της οργάνωσης της κοινωνίας, αλλά με τα ιδεώδη, πάνω στα οποία μπορούμε να κτίσουμε μια καλύτερη κοινωνία. Οι αντιεξουσιαστικές ουτοπίες είναι πιο ολιγάριθμες και σαν άσκησαν μικρότερη επιρροή απ' τις άλλες, επειδή δεν προέβαλαν ένα έτοιμο σχέδιο αλλά τολμηρές, ανορθόδοξες ιδέες· επειδή απαίτησαν να είναι ο κάθε άνθρωπος «μοναδικός» και όχι ένας ανάμεσα στους πολλούς.
Όταν η ουτοπία δείχνει μια ιδεώδη ζωή δίχως να γίνεται σχέδιο, δηλαδή άζωη μηχανή που εφαρμόζεται πάνω σε ζωντανή ύλη, γίνεται αληθινά η πραγματοποίηση της προόδου.
* Απόσπασμα από το βιβλίο Της Μαρία Λουίζα Μπερνέρι «Περιήγηση στην Ουτοπία» εκδόσεις Νησίδες