Του ΓΙΩΡΓΟΥ Χ.ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ
Διακλαδιζόμενες φωνές, καθώς περιπλέκονται μεταξύ τους χαοτικά. Φωνές που περιπολούν στην παραλία της Θεσσαλονίκης και γύρω από το Λευκό Πύργο. Ήχοι που μπλέκονται στο δίχτυ της αγωνίας, στο δίχτυ των ηλικιών και της μαύρης προοπτικής της φτώχειας και της ανεργίας. Κι απέναντι ο μεταλλικός φράχτης, που μέσα στη βρυχόμενη αλαλία του δηλοί το όριο, το ως εδώ της δημοκρατίας.
Μακριά ακούγεται το βουητό των εξαπατημένων, οι κραυγές που προσπαθούν να φθάσουν μέχρι τ’ αυτιά του πρωθυπουργού καθώς εισέρχεται λάθρα στο Δημαρχείο από την πλαϊνή πόρτα! Παρόλα αυτά οι φωνές μαζί με τον ποιητή εξακολουθούν να λένε χωρίς αναπαμό «Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας/δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας/ κλέφτες…»(Μανόλης Αναγνωστάκης).
Αλλά ποιοι είναι οι κλέφτες; Ποιοι πήραν τα χρόνια μας και τα χαρτιά; Ποιοι είμαστε εμείς; Ο κόσμος άλλαξε, οι μεγάλες ψευδαισθήσεις κατέρρευσαν, ο κόσμος δεν συλλαμβάνεται πλέον ούτε με την πίστη ούτε με τη λογική. Τώρα τέλειωσαν όλα. Εδώ τα πτώματα των συμβιβασμών, εκεί οι ποιητές που διαφεύγουν και μας στοιχειώνουν, η ζωή που χάνεται και οι ορίζοντες που λιγοστεύουν, η αγωνία του τέλους και η νοσταλγία της αρχής, αυτής της μαγικής αρχής που τη λένε ζωή, όπως τη βιώνουν όσοι βρίσκονται εκείθε από το τίποτα, όπως είναι οι ενήλικες, κι όσοι είναι εδώθε δηλαδή οι παιγνιώδεις, αθάνατοι έφηβοι. Τώρα τίποτα παντού.
Η ματαίωση είναι το διάφορο που έχει η ενήλικη ζωή από τα νεανικά όνειρα. Τώρα οι νέοι δεν τρέφονται με όνειρα. Κι αυτός ο ευνουχισμός σημαίνει τη θνητότητα, χωρίς καν το πέρασμα από την αθανασία. Γι’ αυτό οι νέοι δεν ξεσηκώνονται πια, όντας πιο συντηρητικοί ακόμη κι από τους γέρους.
Ακούω την είδηση ότι ο πρωθυπουργός άλλαξε τον τόπο της συνέντευξής του και θα πάει για λόγους ασφαλείας από το Βελλίδειο στο λιμάνι. Από ποιον τάχα απειλείται; Την απάντηση δεν μπορεί να τη δώσει ούτε η θάλασσα. Θυμάμαι το στίχο του Καββαδία «Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι. Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά...». Από το κατάστρωμα του πλοίου είδα τη Θεσσαλονίκη πριν 30 περίπου χρόνια. Δεν ήξερα κανέναν και κανείς δεν με ήξερε Πως έγινε και γνώρισα αμέσως την πόλη και τους ανθρώπους της; Με ποιο μαγικό τρόπο η οικειότητα και η φιλία απόδιωξαν το ανοίκειο;
Από τότε πιστεύω ότι κάθε πόλη είναι οι άνθρωποί της και οι άνθρωποι είναι η πόλη τους ως χώρος και τόπος ιστορικός. Και η Θεσσαλονίκη είναι ένα παλίμψηστο πολιτισμών και αφηγήσεων, ένα κουτί από φυλακισμένους ασπρόμαυρους έρωτες. Τώρα εδώ αγκομαχάει η καρδιά ολόκληρης της Ελλάδας και η ζωή που διεκδικεί την αξιοπρέπεια και το νόημά της.