Κατεβαίνω στον πεζόδρομο να πληρώσω το κινητό που μου είχαν κόψει τις τελευταίες μέρες – μη ρωτήσετε πού βρήκα τα λεφτά, δεν μιλούν για σχοινί στο σπίτι του κρεμασμένου. Κοιτάζω, μα το Oteshop της γειτονιάς μας ήταν κλειστό. Παράξενο, αφού ακόμα δεν είχε πάει δύο η ώρα. Πηγαίνω κοντά και διαβάζω την ανακοίνωση. «Το κατάστημα διακόπτει τη λειτουργία του. Για να εξυπηρετηθείτε πρέπει να πάτε στο πλησιέστερο κατάστημα Γερμανός στην οδό Φαλήρου, κοντά στην Ακρόπολη». Υποθέτω πως το κλείσιμο του καταστήματος έχει να κάνει με την αναδιάρθρωση που επιβάλλουν οι Γερμανοί της Deutsche Telekom και μάλλον θα έχω δίκιο. Αποφασίζω πως είναι μια καλή ευκαιρία να περπατήσω. Φτάνω εκεί, πληρώνω τον λογαριασμό και περιμένω την επανασύνδεση. Ο καιρός όμορφα συννεφιασμένος. Αποφασίζω να το ρίξω έξω, να αγοράσω μια εφημερίδα και να πιω κι έναν μονό ελληνικό ή να τσιμπήσω τίποτα. Κάθομαι στον πάγκο ενός όμορφου μαγαζιού. Κοιτάζω μια μηλόπιτα πάνω στον πάγκο και ζητώ τον τιμοκατάλογο. Πέντε ευρώ το κομμάτι. Η υπέρβαση σταματά στον σκέτο μονό ελληνικό. Ανοίγω την Ελευθεροτυπία και αράζω ευτυχής, έστω και χωρίς μηλόπιτα.
Μετά από πέντε λεπτά σκάει στο μαγαζί ένας κύριος με κοστούμι, γύρω στα πενηνταπέντε-εξήντα και ρωτά τη σερβιτόρα: Προσφέρετε φαγώσιμα; Εκείνη του λέει βεβαίως και του απαριθμεί το μενού. Εκείνος απαντά, με την εκλεπτυσμένη προφορά του, πως θέλει κάτι ζεστό και όχι κρύο πιάτο. Μετά από τη μικρή τους κουβέντα καταλήγει στο πιάτο του σολομού, χωρίς να κοιτάξει τον τιμοκατάλογο. Αλλά, αν μπορείτε, θα ήθελα να μου ψήσετε και δυο φέτες του τοστ, γιατί θα το ήθελα ζεστό. Α, και ένα ποτήρι κρασί λευκό. Τι κρασιά έχετε; Εκείνη του απαντά και τότε της λέει, φέρτε μου ένα ποτήρι από αυτό που έχετε ανοίξει τελευταίο. Μάλιστα, θα ρωτήσω και θα σας πω πότε το ανοίξαμε. Επιστρέφει και του λέει πως το άνοιξαν χθες το βράδυ. Α, τότε δεν το θέλω. Το κόκκινο πότε το ανοίξατε; Να ρωτήσω και θα σας πω. Ω, τι ευτυχία το κόκκινο δεν το είχαν ανοίξει ακόμα και ω του θαύματος ο κύριος ικανοποιείται και παραγγέλνει ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Εγώ έχω πάρει φωτιές με όλο τον διάλογο και τότε κάνει την κίνηση ματ. Απλώνει στον πάγκο την Καθημερινή και αρχίζει να διαβάζει τις μανδραβελειάδες.
Για λίγη ώρα ήμουν έτοιμος να του πιάσω κουβέντα. Το ροδαλό του χρώμα, ο υπεροπτικός τόνος της φωνής του, το ατσαλάκωτο κοστούμι του και ο ροζ σολομός με έκαναν να χτυπάω κόκκινο. Ήθελα να τον ρωτήσω ποια είναι η γνώμη του για τις απεργίες, για τους αγανακτισμένους, για την αστυνομία, τι δουλειά κάνει, πού μένει και ό,τι άλλο θα μου έδινε το στίγμα του, αν και τις απαντήσεις τις ήξερα από πριν. Παραλογίζομαι, σκέφτηκα από μέσα μου, δεν είναι δυνατό να με ενοχλεί τόσο πολύ ένας φραγκάτος. Αλλά ήταν και οι νοστιμότατες σαρδέλες των τριών ευρώ που με περίμεναν στο σπίτι και χωρίς να το θέλω έκανα την αντιπαραβολή με το κομματάκι του σολομού που αποκλείεται να είχε λιγότερο από οκτώ με δέκα. Ευτυχώς σιχαίνομαι τον σολομό και το ροκφόρ, αλλιώς το αντάρτικο πόλης θα ξεκινούσε με ληστείες στα ψυγεία των πλουσίων. Περνάει η κοπέλα μου να με πάρει, λογικεύομαι, πληρώνω το καφεδάκι μου των δύο ευρώ και φεύγουμε.
Αναρωτιέμαι καθώς προχωράμε, και ταυτόχρονα σιγουρεύομαι, ότι αυτό ήταν μια γεύση ταξικού μίσους. Διαβάζω για τις διαμαρτυρίες που έχουν κανονίσει οι Αμερικανοί στα σπίτια των πλουσίων και χαίρομαι. Πριν λίγο καιρό μού φαίνονταν γραφικές οι συγκεντρώσεις στο σπίτι του Άκη ή του Σημίτη, αλλά κρυφά μέσα μου δαγκώνομαι για να μη ζητωκραυγάσω σε περίπτωση που αποφασιστεί πορεία προς την Εκάλη για να τα κάνουμε όλα λαμπόγυαλο. Αποφεύγω να πατήσω το πόδι μου στο Κολωνάκι για να μην αρπάξω κανέναν από τη γραβάτα, παρόλο που ξέρω ότι μπορεί να μην είναι καν πλούσιος, παρά μόνο γιατί συχνάζει στα στέκια τους και μιμείται τους τρόπους τους. Λίγοι μήνες ανεργίας, λίγοι μήνες αφραγκίας και ενάμισης χρόνος Μνημονίου αρκούσαν για να θρέψουν μέσα μου το τέρας του μίσους. Αρχίζω να καταλαβαίνω πώς νιώθουν οι απόκληροι, τα κλεφτρόνια και οι πρεζάκηδες όταν θέλουν να αρχίσουν να τα κάνουν όλα λίμπα, όταν θέλουν να κλάσουν δυνατά μέσα στο ΙΚΑ, όταν θέλουν να αφήσουν τα περιττώματά τους πάνω σε μια μερσεντές.
Το ξέρω, αυτά που σκέφτομαι είναι μαλακίες. Όλα εξαρτώνται από το πώς θα μεγαλώσεις. Ο κοστουμάκιας φαινόταν γόνος αστικής οικογένειας που θα μένει κάτω από την Ακρόπολη ή στου Φιλοπάππου, δεν ήταν κανένας νεόπλουτος άσχετος. Ήξερε πώς πίνουν το καλό κρασί, ήξερε τι ήθελε. Είχε χρόνο, είχε χρήμα και μπορούσε να τα πάρει. Εδώ ο πατέρας μου που ήταν ένας ταχυδρομίσκος, μόλις πήρε το εφάπαξ πήγε και αγόρασε μερσεντές (μεταχειρισμένη πάντα) αντί να γυρίσει τον κόσμο. Ο κοστουμάκιας που έχει γυρίσει και τον κόσμο δεν θα φάει σολομό; Κι εμένα μου αρέσουν τα κόκκινα και τα λευκά καλά κρασιά, οι ποικιλίες τυριών και το προσούτο που δεν το είχα δει μέχρι πριν από πέντε χρόνια (τα καλά της παγκοσμιοποίησης ή η παραμέληση ενός εξαιρετικού εδέσματος όπως είναι το χοιρομέρι;). Κι εγώ αν ήξερα πότε να ανοίξω ένα κρασί, αν είχα αποθήκη να το βάλω στη σωστή θερμοκρασία, αν δεν ήμουν άνεργος, αν δεν μάζευα τα φραγκοδίφραγκα για να βγάλω εισιτήριο για το μετρό, θα έπινα ένα μπουκάλι να γουστάρω. Ξέρω πως δεν θα έδινα σημασία στον φραγκάτο αν ήμουν εκεί τέσσερα-πέντε χρόνια πριν. Παρόλο που ήταν δεδομένη μέσα μου η κοινωνική αδικία και η τυχαιότητα στην οποία σού κληρώνει να είσαι πλούσιος ή φτωχός (με συντριπτικά περισσότερες πιθανότητες για το δεύτερο) δεν είχα ποτέ νιώσει ότι είμαι κατώτερος ή πως απειλούνταν η ζωή μου από τα καλοθρεμμένα στελέχη. Όμως τώρα, που λείπουν τα βασικά, η διαφορά φαίνεται, τα δερμάτινα παπούτσια τους των τριακοσίων ευρώ μου πατάνε τον κάλο και θέλω να τους ρίξω σε μια γούρνα με λάσπη.
Αυτοί που τα έσπασαν τον Δεκέμβρη και συμμετείχαν σε λεηλασίες, αυτοί που τα έσπασαν στην Βρετανία και έκλεβαν ό,τι έβρισκαν, αυτοί που στις αραβικές χώρες προτάσσουν τα στήθη τους στις κάνες και στα τανκς, ξέρουν για τι πράγμα μιλάω και ήξεραν πολύ προτού το μάθω εγώ. Εδώ και χρόνια η ψαλίδα της ανισότητας ανοίγει. Η πτωχευμένη χώρα μας μυρίζει μπαρούτι και η ανισότητα έχει πιάσει όλες τις γειτονιές κι όλους τους δρόμους. Ο καπιταλισμός, αντί να ισορροπεί, έχει σπάσει όλα τα κοντέρ και μας χωρίζει σε αυτούς που έχουν και μπορούν και σε αυτούς που δεν έχουν και απελπίζονται. Αν είχα παιδιά το μίσος μου θα ήταν μεγαλύτερο. Τώρα μπορώ και το ελέγχω, ξέρω ότι είναι λάθος, ξέρω ότι ξεπηδάει από στιγμιαίες αφορμές αλλά οι αιτίες είναι βαθιά κρυμμένες και ακόμα ευτυχώς μπορώ να τις γαλουχήσω.
Όμως τριγύρω όλα αλλάζουν προς το χειρότερο. Οι πεινασμένοι γίνονται πιο πολλοί, οι απελπισμένοι γίνονται περισσότεροι, οι απογοητευμένοι γεμίζουν τα κατσουφιασμένα λεωφορεία. Όποιος δεν έχει δουλειά δεν διαμαρτύρεται για τις απεργίες των μέσων μεταφοράς, αντίθετα, χαίρεται και εύχεται να απεργήσουν κι άλλοι. Όταν οι συντεχνίες και οι εργαζόμενοι δεν κάνουν λάθη τακτικής -όπως οι υπάλληλοι στους ΟΤΑ που δεν απεργούν, πληρώνονται, αλλά με την κατάληψη στις χωματερές δεν δουλεύουν- τότε όλο και λιγότεροι θυμώνουν μαζί τους. Πλέον ο κόσμος -όπως συνέβηκε και στο V for Vendetta- δεν πιστεύει ό,τι του πετάνε στην τηλεόραση, για τους βανδαλισμούς στα σχολεία, τους κακούς απεργούς που «ταλαιπωρούν» τον κόσμο, τους άεργους μπαχαλάκηδες. Μπορεί να τα πιστεύει η γιαγιά μου και η μάνα μου αλλά όσοι ψάχνουν για δουλειά ή έχουν βρεθεί σε απεργία, κατάληψη ή πορεία, ξέρουν ότι μας λένε μαλακίες για να μαντρώσουν τον εξοργισμένο κόσμο. Να του προσφέρουν άλλον εχθρό και άλλοθι.
Αν οι καπιταλιστές και οι έχοντες δεν το πάρουν χαμπάρι ότι πρέπει να δώσουν κι αυτοί στο παγκάρι της φτώχειας πολλά περισσότερα από εκείνα που είχαν συνηθίσει, στο τέλος θα τους κυνηγά ο κόσμος να τους κρεμάσει κυριολεκτικά. Μπορούν να σώσουν την κατάσταση, αρκεί να αποδείξουν ότι η λαιμαργία και η πλεονεξία τους έχει σιγάσει, αρκεί να καταλάβουν ότι οι μέρες της αφθονίας τους είναι μετρημένες, αρκεί να σταματήσουν να είναι ανταγωνιστικοί και να καταλάβουν ότι είναι άνθρωποι, αρκεί να ζούσαν ένα μήνα χωρίς δουλειά και χωρίς λεφτά και χωρίς σπίτι σε δανεικό κρεβάτι. Αν δεν έρθουν γρήγορα, έστω και νοερά -ή λογοτεχνικά όπως έκαναν οι πλούσιοι περιηγητές περασμένων αιώνων στις χώρες των αγροίκων- στη θέση των πεινασμένων και των απελπισμένων, τότε σύντομα θα ξεσπάσει ο πόλεμος των δύο τάξεων που έχουν απομείνει. Μπορεί και πάλι να νικήσουν οι ίδιοι, μπορεί και όχι, αλλά οι απώλειες θα είναι μεγάλες για όλους τηρουμένων των αναλογιών. Σβήστε όσο είναι καιρός το μίσος που σιγοκαίει μέσα μας γιατί άμα γίνει πυρκαγιά, όλοι ξέρουμε πως η φωτιά σβήνει μονάχα όταν δεν έχει τίποτα άλλο να κάψει. Είναι στο χέρι σας, ροδαλοί προύχοντες, να γλιτώσετε και να γλιτώσουμε.