Ο κόσμος σήμερα απειλείται από μια επανάληψη της οικονομικής κρίσης του 2008, σε μεγαλύτερη όμως κλίμακα. Αυτή τη φορά, το επίκεντρο της κρίσης είναι στην Ευρώπη, και όχι στις ΗΠΑ. Και επιπλέον, οι μηχανισμοί που την προκαλούν δεν είναι κάποια σύνθετα τραπεζικά και χρηματοπιστωτικά προϊόντα, αλλά το πιο παλιό χρηματικό εργαλείο του κόσμου: Τα κρατικά ομόλογα.
Την ώρα που οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες αγωνίζονται να βρουν μια λύση, υπάρχει σε εξέλιξη μια βαθιά ψυχολογική δυναμική, που στέκεται εμπόδιο σε οποιαδήποτε συντεταγμένη επίλυση της κρίσης χρέους: Η απέχθεια που όλοι αισθανόμαστε στο να τηρήσουμε τις υποχρεώσεις μας απέναντι σε ξένους.
Όταν οι οφειλέτες είναι απομακρυσμένοι και άγνωστοι, η παρόρμηση του να κόψουμε τον Γόρδιο δεσμό μας μαζί τους μέσω πτώχευσης, είναι πολύ πιο ισχυρή.
Το 2007-08, αυτοί που δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν με τις δόσεις τους ήταν οι ιδιοκτήτες κατοικιών. Σήμερα είναι οι κυβερνήσεις. Και στις δυο περιπτώσεις, ο δανειστής ήταν απόμακρος και ανώνυμος. Τις υποθήκες των στεγαστικών δανείων δεν τις κρατούσε η τράπεζα της γειτονιάς, αλλά είχαν μετατραπεί σε πολύπλοκα τραπεζικά προϊόντα που κυκλοφορούσαν παγκοσμίως. Το ίδιο και με το ελληνικό χρέος, που σε μεγάλο μέρος του βρίσκεται στα χέρια ξένων.
Η Ισπανία και η Γαλλία έχουν χρεοκοπήσει ουκ ολίγες φορές στη διάρκεια της πρώιμης σύγχρονης ιστορίας τους, ενώ η Ελλάδα αποτελεί μια χρόνια περίπτωση χρεοκοπημένου κράτους από την εποχή της γέννησής της το 1830. Για αυτό και κάποιοι τείνουν να θεωρούν ότι η τάση για χρεοκοπία αποτελεί κάποιο εθνικό χαρακτηριστικό. Αυτό όμως είναι παραπλανητικό, διότι μάλλον αγνοεί έναν από τους βασικούς παράγοντες της βιωσιμότητας κάποιου χρέους: Την ταυτότητα του δανειστή.
Αυτός ο παράγοντας είναι που κάνει την μεγάλη διαφορά στο αν θα εξυπηρετηθεί ή όχι κάποιο χρέος. Στη περίπτωση των Ισπανών και των Γάλλων, οι δανειστές τους ήταν πάντα ξένοι. Οι Αψβούργοι του 16ου αιώνα δανείζονταν (με υψηλά επιτόκια) από εμπόρους της Φλωρεντίας, και της Γένοβας. Η γαλλική μοναρχία δανείζονταν από τους Ολλανδούς για να μπορεί να διεξάγει πόλεμο εναντίον της Ισπανίας, και αργότερα της Αγγλίας.
Από την πλευρά τους, οι Ολλανδοί και οι Άγγλοι ακολούθησαν μια διαφορετική πορεία. Δανείζονταν περισσότερο από συμπατριώτες τους. Μάλιστα, η «ένδοξη επανάσταση» έφερε και μια επανάσταση στα χρηματοπιστωτικά. Αναγνώρισε το δικαίωμα των δανειστών να ελέγχουν τον κρατικό προϋπολογισμό. Έτσι θα μπορούσαν να εγγυηθούν πως τα κρατικά ταμεία ήταν σταθερά, και πως τα χρέη θα εξυπηρετούνταν. Με αυτό τον τρόπο, η συνταγματική μοναρχία περιόρισε τις σπατάλες της πολυτελούς διαβίωσης του παλατιού, και τις άσκοπες πολεμικές επιχειρήσεις, που χαρακτήριζαν τις απόλυτες μοναρχίες.
Εν ολίγοις, η οικονομική επανάσταση του σύγχρονου κόσμου χτίσθηκε πάνω σε μια πολιτική τάση, που οδήγησε στη δημοκρατία, μέσα από την οποία οι δανειστές έγιναν η πολιτική ηγεσία. Αυτό είναι το μοντέλο πάνω στο οποίο στηρίζεται η σημερινή παγκόσμια οικονομική σταθερότητα.
Μετά το 1945, οι οικονομίες των πλούσιων και αναπτυγμένων χωρών ήταν ακόμη κατά βάση εθνικές. Μετά όμως κάτι άλλαξε. Με την απελευθέρωση των χρηματαγορών στη δεκαετία του 1970, άρχισε να διατίθεται περισσότερη πίστωση από ξένους. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι ΗΠΑ είχαν μετατραπεί σε οφειλέτη, που βασίζονταν σε ξένους δανειστές.
Κάτι ανάλογο έγινε και στην Ευρώπη. Ένας βασικός λόγος για την απόπειρα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης των `80ς, ήταν και η δυνατότητα που θα προέκυπτε, για ευκολότερο δανεισμό.
Στη δεκαετία του 1990, η μεγάλη έλξη που ασκούσε η νομισματική ένωση στους Ισπανούς και στους Ιταλούς, ήταν το ότι το νέο νόμισμα θα μείωνε τα επιτόκια, και θα βοηθούσε να εξυπηρετηθούν τα κρατικά τους χρέη μέσω δανεισμού απ έξω.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του `90, και τον ερχομό της νομισματικής ένωσης, τα περισσότερα κρατικά χρέη της Ευρώπης βρίσκονταν στα χέρια εσωτερικών δανειστών. Το 1998, οι ξένοι δανειστές ήλεγχαν μόλις το 1/5 του όποιου κρατικού χρέους. Το μερίδιο αυτό αυξήθηκε αλματωδώς, μετά την εφαρμογή του ευρώ. Το 2008, τα ¾ του πορτογαλικού χρέους, και το μισό του ελληνικού και του ισπανικού, βρίσκονταν ήδη στα χέρια ξένων.
Όταν μεγαλώνει το μερίδιο χρέους που βρίσκεται σε χέρια ξένων, μεγαλώνει και το πολιτικό κίνητρο για να φορτωθούν οι ξένοι τα οικονομικά βάρη του χρέους αυτού.
Στη δεκαετία του 1930, στη διάρκεια της κρίσης, υπήρχε η γενική άποψη πως οι δανειστές είναι ανήθικοι, και βδέλλες. Όταν για παράδειγμα ο τότε πρόεδρος της γερμανικής Reichsbank, Hjalmar Schacht ανέφερε στον Αμερικανό πρόεδρο Franklin Roosevelt, ότι η χώρα του μάλλον θα κηρύξει στάση πληρωμών απέναντι στους δανειστές της, ακόμη και στις αμερικανικές τράπεζες, ο δεύτερος απάντησε χαριτολογώντας ότι «καλά να πάθει η Wall Street»!
Σήμερα στην Ελλάδα, οι ανυπόμονοι Έλληνες μάλλον ενθαρρύνονται από κάποια σχόλια της Merkel και του Sarkozy σχετικά με την «απρόσεχτη βλακεία» των τραπεζιτών.
Η άποψη των οικονομολόγων ότι μια νομισματική ένωση προαπαιτεί και μια δημοσιονομική, είναι μέρος μόνο της αλήθειας. Στην πραγματικότητα κανένα χρέος δεν είναι βιώσιμο αν δεν υπάρχει και μια συλλογική αίσθηση ευθύνης. Αυτή η συλλογική αίσθηση είναι που κάνει το χρέος ασφαλές, και που μειώνει τις πιθανότητας «ριξίματος» των δανειστών.
Σε τελική ανάλυση, μια συλλογική Ευρώπη, που μοιράζεται τα βάρη ισομερώς, αποτελεί τη μόνη διέξοδο από την κρίση. Αυτό όμως προϋποθέτει έναν πολύ μεγαλύτερο κεντρικό πολιτικό έλεγχο και λογοδοσία, από όσο είναι διατεθειμένοι να παραχωρήσουν οι Ευρωπαίοι. Και για αυτόν ακριβώς το λόγο, πολλοί απ αυτούς θα πληρώνουν ακόμη πιο ακριβά, προκειμένου να δανειστούν στο μέλλον.
Του Harold James, καθηγητού ιστορίας στα Princeton University και European University Institute.