Αν ζούσε σήμερα ο Τουργκένιεφ, αυτός ο «δυτικός» Ρώσος και φίλος του Φλωμπέρ, δεν θα χρειαζόταν να γράψει το περίφημο Ημερολόγιο ενός περιττού ανθρώπου. Πώς να γράψεις για τον περιττό άνθρωπο σε μια στιγμή όπου όλο και περισσότερο άνθρωποι φαίνεται να περισσεύουν; Πώς να μιλήσεις για τους περιττούς όταν αυτοί, ως λογιών ανεπιθύμητοι πλεονάζοντες, τείνουν να θεωρηθούν νεκροθάφτες της σωτηρίας των εθνικών οικονομιών και αποδιοπομπαίοι τράγοι στην πορεία «εξυγίανσης» των λιπόθυμων συστημάτων;
Η ελλειμματική ζωή οφείλεται, λοιπόν, στους πλεονάζοντες. Όπως η καταβύθιση του κόσμου της εργασίας χρεώνεται στους απαράσκευους και στους ανεπρόκοπους. Κοντολογίς, ο μηδενισμός οφείλεται στα μηδενικά και η ακρίβεια στους «τσαμπατζήδες»: αυτή η βαθιά πρωτόγονη «σκέψη» επιστρέφει από τους καιρούς του Χέρμπερτ Σπένσερ και τα εγχειρίδια των βικτωριανών αστών για τις επικίνδυνες τάξεις, αυτή η σκέψη-κάτεργο φαίνεται να εμπνέει για τα καλά τους συστημικούς λόγους του έτους 2011.
Πέρα όμως από τη γλαφυρή φιλολογία για τις θετικές πλευρές της κρίσης, αυτό που διαφαίνεται είναι πλέον μια ακραία πολιτισμική οπισθοχώρηση. Τα υποκείμενα πολίτες μετατρέπονται σε μονάδες μετακινούμενων φόβων και πληθυσμούς εφέδρων. Οι πραγματικά πλούσιοι έχουν κάνει απόσχιση από κάθε συμβόλαιο και η μεσαία τάξη, αυτό το αρχαίο φιλελεύθερο όνειρο, δεν μπορεί πια να στηρίξει τους μύθους που έπλασαν για αυτήν οι μεταπολεμικές κοινωνιολογίες της αφθονίας.
Η ωμότητα επιστρέφει. Χωρίς φυσικά να έχει φύγει πραγματικά ποτέ. Επιστρέφει ως κυνικός ωφελιμισμός και κοινωνικός δαρβινισμός. Το σέρβις των κουρασμένων μηχανών προϋποθέτει τη βίαιη ή κλιμακωτή έξωση όλων όσων δεν ανταποκρίνονται στις πολλαπλές δοκιμασίες αντοχής και στα αλλεπάλληλα τεστ αξιοπιστίας.
Τι μπορεί να αντιτάξει κανείς σε αυτή την κουλτούρα της κοινωνίας-επιχείρησης που δεν διαφέρει από την ηθική των μπράβων; Η ηθική αντίρρηση με σημείο αναφοράς την αξία της αλληλεγγύης μοιάζει με ιδεαλιστικό ευχολόγιο, με ανεδαφικό ανθρωπισμό που στρέφεται εναντίον των «νόμων της πραγματικότητας», των νόμων οι οποίοι διαχωρίζουν αυτούς που θα σωθούν από όσους θα μείνουν πίσω ή απλά θα σβήσουν από την κίνηση της Ιστορίας.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι αυτού του τύπου τα προβλήματα είναι ψιλά γράμματα σε σχέση με την ανάγκη του πολιτικού σχεδίου. Δεν συμφωνώ καθόλου. Γιατί δίχως έναν διαφορετικό ορίζοντα πολιτισμού και το πιο ευφυές και ανατρεπτικό πολιτικό σχέδιο δεν μπορεί να κάμψει τα τρομοκρατικά αυτονόητα του σύγχρονου κοινωνικού δαρβινισμού. Αλλά αυτό ακριβώς νομίζω ότι είναι το ζητούμενο: να ομολογήσουμε ανοιχτά ότι μια πολιτική του πολιτισμού –για να δανειστώ την παλαιότερη έκφραση του Εντγκάρ Mορέν– δεν μπορεί παρά να είναι η άρνηση όλων των κοινωνικών και πολιτισμικών ρατσισμών. Και για να είμαστε σαφείς: η διαπόμπευση των μη παραγωγικών και η εν γένει «οικονομική αξιολόγηση» των ατομικών συμπεριφορών και των ανθρώπινων ποιοτήτων είναι το απεχθές πρόσωπο του σύγχρονου αντιανθρωπισμού, το νέο πρόσωπο του ρατσισμού.
Βρισκόμαστε ωστόσο πολύ μακριά από αυτή την τολμηρή παραδοχή και τις πολιτικές της συνεπαγωγές. Για αυτό το λόγο και η κριτική στα οικονομικά της νεοφιλελεύθερης λιτότητας φαντάζει λειψή και συχνά εύκολη στις αποφάνσεις της αφού μπορεί να την ασκεί και ένας Γιώργος Αυτιάς ή οι επιτελείς του Σαμαρά. Είναι ο μισός δρόμος αν δεν συνοδεύεται από ορισμένες, πολύ πιο ενοχλητικές για το κοινό αίσθημα και για μας τους ίδιους, αλήθειες. Αν, για παράδειγμα, δεν θέτει στο στόχαστρο τον ίδιον τον «ορθολογικό» μύθο της αξιοκρατίας και το τοτέμ του ανταγωνισμού, αν δεν αμφισβητεί τη ρητορική των ικανών και των αρίστων.
Ο αντιδημοκράτης Νίτσε στον καιρό του το είχε καταλάβει: ο σοσιαλισμός, έλεγε, είναι μια «αντι-φύση», συνιστά, με έναν τρόπο, τη συνηγορία των «αποτυχημένων». Το έλεγε για να κατακεραυνώσει τον αντίπαλο σήμερα όμως μπορούμε να δώσουμε ένα άλλο νόημα σε αυτή τη σκανδαλώδη συκοφαντία. Να πάρουμε πάνω μας τη ρετσινιά εξηγώντας σε όλους τους τόνους ότι η ισότητα και η ελευθερία προέχουν έναντι όλων των «ικανοτήτων» και των «προσόντων». Η αξιοπρέπεια των ανθρώπινων προσώπων είναι το ηθικοπολιτικό θεμέλιο μιας διαφορετικής ορθολογικότητας, ενός εγκάρδιου κοινωνικού Λόγου που καμιά σχέση δεν έχει φυσικά με την περιβόητη κοινή λογική των επιφυλλιδογράφων μας…
Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ