Πρωθυπουργοί, Πρόεδροι και παρελάσεις
Παρακολουθώ με συγκίνηση το μαρτύριο του μέσου βουλευτή, του ανώτερου υπουργού και του ίδιου του προέδρου της δημοκρατίας της Ελλάδας από το πρωί. Νιώθω τον πόνο των υπηρετών της ενημέρωσης για τις αλγεινές συμπεριφορές μίας “μικρής μειονότητας” που τα σκηνοθετικά τρικ την μετέτρεψαν σε μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις πολιτών.
Ακούω την αγωνία στη φωνή των σοσιαλιστικών αλλά και των ορίτζιναλ κοινοβουλευτικών φασιστοειδών, που παίρνοντας σβάρνα τα κανάλια και τα ραδιόφωνα, βγάζουν έξω τις δημοκρατικοφροσύνες τους για να τις μετρήσουν ποιος έχει τη μεγαλύτερη.
Είπα να περιμένω μπας και βγει κανένας άλλος να διαφημίσει την απέχθεια του σε δεκάχρονα, δεκαπεντάχρονα και κάθε ηλικίας πρακτοράκια του προσωρινώς ημιπαράνομου και προσεχώς απαγορευμένου “ριζοσπαστικού χώρου”, που αντί να υπηρετεί το καθήκον του, μουτζώνει, γυρνάει το κεφάλι του, σηκώνεται και φεύγει στη θέα αυτών που έχουν ξεσκίσει τον πατέρα του, σε αυτούς που έχουν διαλύσει τη μάνα του, σε αυτούς που έχουν καταστρέψει κάθε τι που ονειρεύτηκε, ή πρόκειται ποτέ να ονειρευτεί.
Βγήκαν όμως όλοι μαζί, και έτσι, ακολουθώντας το δόγμα της “πραγματικής δημοκρατίας” όλων αυτών που αποφάσισαν να μας “σώσουν”, αναθεμάτισαν την αηδιαστική επίθεση εναντίον τους. Μία επίθεση που μέσω της συνεπαγωγικής θεωρίας που θέλει όλη τη χώρα με το μέρος τους, οργανωμένα και συντονισμένα εξαπέλυσε σήμερα μία “μικρή μερίδα” του κόσμου.
Ήταν, μάλιστα, τόσο μικρή αυτή η μερίδα που περιορίστηκε σε λίγες μόνο περιοχές. Από τη Ρόδο ως την Κέρκυρα και από την Ξάνθη ως το Ηράκλειο, οι στρατιές των “μικρών μερίδων” απειλώντας τους πραγματικούς θεσμούς του μνημονίου, του μεσοπρόθεσμου, της εκχώρησης κυριαρχίας, των χαρατσίων, της ανισοκρατίας, εμπόδισαν όλους τους υπόλοιπους “νομοταγείς και “δημοκρατικούς” πολίτες, να χαρούν το μεγαλείο της εθνικής μας επετείου.
Και αναρρωτιέμαι. Για ποιον πολέμησαν οι Έλληνες πάνω στα βουνά, στα νησιά, τις πόλεις και τα χωριά ολόκληρης της χώρας; Για τις επόμενες γενιές; Για τα παιδιά τους; Ή μήπως για παιδιά των παιδιών τους; Αμ δε. Για τον Γιωργάκη πολέμησαν. Για το θρόνο του Κάρολου, το βάθρο της Άννας και το άρμα του Μπεγλίτη πολέμησαν. Για το καινούριο γραφείο του Βενιζέλου και τις σαλάτες του Πάγκαλου πολέμησαν.
Αν σηκωνόταν ένας, μόνο ένας από όλους αυτούς που χάθηκαν, μόνο και μόνο για να κουβαλήσουν όσοι έζησαν στη θέση του, την Ελλάδα και όλους εμάς σε έναν εμφύλιο, μία χούντα και ένα ολοκληρωτικό και εθελοντικό ξεπούλημα, σε αυτούς του οποίους εκείνος πολέμησε για να διώξει, τι θα έλεγε σε αυτούς τους τύπους πάνω στο βάθρο;
Αν τους ρώταγε ποιοι είναι, γιατί στέκονται εκεί, ποιος ο λόγος που όλος ο κόσμος τους βρίζει, τι θα του απαντούσαν; Αν έπιανε τον Κάρολο από το γιακά και τον Γιωργάκη από τ’ αυτί και του φώναζε “ποιος είσαι εσύ ρε μαλάκα” τι θα του έλεγαν;
Είμαι ο πρωθυπουργός της χώρας; Είμαι ο πρόεδρος της δημοκρατίας; Πολέμησα όταν ήμουν 15, ή πολέμησα με μία σκούπα και ένα φαράσι στα χαρακώματα της Στοκχόλμη; Όχι. Είμαι ο Γιώργος και ο Κάρολος θα του ‘λεγαν. Και έτσι ως Γιώργος, ως Κάρολος, ως Βαγγέλης, Άννα και δεν συμμαζεύεται σας αντιμετωπίζουμε όλους. Και ως αυτοί, δεν έχετε καμία δουλειά να ζητάτε την υποταγή μας. Δεν έχετε καμία δουλειά να ζητάτε τον σεβασμό μας.
Ο σεβασμός δεν είναι υποχρεωτικός. Ο σεβασμός δεν επιβάλλεται. Ο σεβασμός κερδίζεται. Εσείς αυτόν το σεβασμό δεν μπορείτε να πείτε ότι τον χάσατε. Γιατί πολύ απλά, δεν τον είχατε ποτέ.
Ο κόσμος κάνει τις επιλογές του. Εσείς κάνατε τις δικές σας. Μία από αυτές ήταν να μην αφήσετε τη Σύρο να τιμήσει τη σημερινή επέτειο. Να την τιμήσει έτσι όπως εσείς λέτε ότι η “μικρή μερίδα” δεν σας άφησε. Οι Συριανοί έκαναν τις επιλογές τους. Και μία από αυτές ήταν να βγουν να γιορτάσουν μόνοι τους. Χωρίς “επισήμους”. Με μικρά παιδιά στη θέση τους. Και δεν έγινε το παραμικρό.
Ποιος από σας μπορεί να σταθεί μπροστά σε ένα από αυτά τα παιδιά και να του εξηγήσει αυτά που λέει από το μεσημέρι, δεξιά κι αριστερά. Αυτά που θα λέει και το βράδυ και αύριο και για εγώ δεν ξέρω πόσες μέρες;
Ένα μεγάλο ΟΧΙ ακούστηκε σήμερα από κάθε γωνιά της χώρας. Από κάθε άνθρωπο, από κάθε παιδί. Εσείς επιλέξατε να μην ακούσετε ούτε κι αυτό. Όπως δεν ακούτε και δεν βλέπετε τίποτα εδώ και τόσα χρόνια. Όπως δεν θα ακούσετε και δεν θα δείτε αυτό που πρόκειται να σας έρθει. Γιατί θα είναι τόσο δυνατό, τόσο γρήγορο, τόσο ξαφνικό, που τότε θα σας κάνει να θυμηθείτε τι ήταν αυτό που όταν σας το βάζαν μπροστά σας εσείς το παίζατε “δημοκράτες”.
“Δημοκράτες” ενός στημένου παιχνιδιού, θωρακισμένου σε κάθε τι που θα τους χαλούσε την ηρεμία τους. Το παιχνίδι, όμως, τέλειωσε. Καμία κατοχή δεν κρατά πολύ. Και κανείς δεν είναι διατεθειμένος να οδηγηθεί και πάλι σε έναν εμφύλιο. Αυτή τη φορά το έργο δεν θα μείνει στη μέση. Θα ολοκληρωθεί. Και θα είναι από τον κόσμο. Από τους “διαδηλωτές” που τόσο όμορφα αποκαλείτε στα τόσο φιλικά σε σας Μέσα.
Από τους “διαδηλωτές” που σήμερα εσείς βαφτίζετε παράνομους, παρακρατικούς, φασίστες και κουκουλοφόρους. Από τους “διαδηλωτές” που με τα μαύρα μαντήλια στα χέρια, τις παλάμες ανοιχτές προς το μέρος σας, τις μαύρες σημαίες και τα παιδιά τους αγκαλιά, θα σας πατήσουν κάτω. Και τότε η ώρα της χάριτος θα έχει παρέλθει. Τότε θα είναι αργά. Για όλους σας.