Δε περνάμε τέλεια, περάσαμε στην υποτέλεια...
Κι εκεί που οι διαχωριστικές γραμμές είχαν συμπτυχθεί στην εξής μία, αυτή που διακρίνει από τη μια τους υπερασπιστές της αδιαπραγμάτευτης υποταγής στις προσταγές της τρόικα ως μονόδρομο εθνικής σωτηρίας, όπου βέβαια το οξύμωρο, εθνική σωτηρία και εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας κρίνεται ως γραφικό και ανάξιο λόγου αντεπιχείρημα, ένα σινάφι από τα εγχώρια Chigago Boys, είτε κυβερνητικοί, είτε ακραιφνείς -επικροτητές- της- κυβερνητικής -πολιτικής- νεολιμπεράλες, κι από την άλλη μεριά τους επικριτές της κατάστασης, που' ναι ένα συνοθύλευμα του πιο επιφανούς σύγχρονου έλληνα διανοητή, του πιο απεγνωσμένου ανέργου αλλά και του απλού απλώς αγανακτισμένου, κινηματικού ή μη, πολίτη.
Εκεί που δεν χρειαζόταν να ανατρέξεις στην εξέγερση της Κροστάνδης, την αλληλογραφία Μπακούνιν και Μαρξ, το θάνατο του Ντουρούτι ή τη νύχτα στο Χημείο του '79 για να καταλάβεις πως ο στίχος του Τζιμάκου "στη στεριά δε ζει το ψάρι ούτε ο κνίτης με φρικιά" έχει μια βάση, αλλά που σ' αυτή τη δεδομένη στιγμή προσδοκούσες, εύλογα αλλά αφελώς, πως οι διαφορές εξαλείφονται κάτω από τη βαριά σκια γεγονότων που τρέχουμε ασθμαίνοντας ξοπίσω τους, πάνω στη στιγμή που το ζητούμενο δεν ήταν ποιος την έχει μεγαλύτερη την αγωνιστικότητα, αλλά η συσπείρωση των δυνάμεων που αντίκεινται σε αυτό που πολύ ευφημιστικά θα αποκαλούσε κανείς ως "κυβερνητικές επιλογές", στη φάση που το προκείμενο είναι η αποτροπή της υπερψήφισης του πολυνομοσχεδίου, σε μια πρώτη φάση, στο ιστορικό σημείο του ενδεχομένου τρίτης αποτυχίας αναχαίτισης της πορείας στην κοινωνική γενοκτονία (social genocide, ο όρος από ντοκιμαντέρ του Fernando Solanas για την Αργεντινή), μετά το μνημόνιο και το μεσοπρόθεσμο, οι μαύροι και οι κόκκινοι αποφασίζουν να πλακωθούν άσχημα.
Έχουν ήδη ειπωθεί πολλά. Τι νόημα έχει ένα post a posteriori; Τόσο νόημα όσο έχουν όλες οι προηγούμενες κουβέντες: το νόημα που είσαι έτοιμος να δεχτείς πως έχουν. Αναλωθήκαμε σε technicalities, που είναι πόσα καδρόνια κρατούσε και πόσα κράνη φορούσε το ΠΑΜΕ, πόσα μπουκάλια και πόσα μάρμαρα εκσφενδόνισαν οι άλλοι. Βιαστήκαμε να θεωρήσουμε εαυτούς αμερόληπτους κριτές των γεγονότων και αυταπατηθήκαμε ότι τα μάτια μας είναι κάμερες που καταγράφουν τις συμπλοκές αντικειμενικά, ψύχραιμα, αποστασιοποιημένα. Αλλά η γλώσσα πάντα θα μας προδίδει, τα scripta θα κείνται έκθετα. Και εκεί θα φανεί πόσο βιαστήκαμε να υιοθετήσουμε τον λόγο των συμβατικών μμε, να παπαγαλίσουμε τον όρο κουκουλοφόροι, να χρεώσουμε σύσσωμο τον αναρχικό χώρο με τα μπάχαλα και βέβαια να αποσύρουμε την όποια πρότερη συμπάθειά μας προς αυτό το χώρο, να σπεύσουμε να αποδώσουμε, ως άλλοι ιατροδικαστές, πριν καν το πρώτο ανακοινωθέν το θάνατο του ανθρώπου στις δολοφονικές επιθέσεις των κουκουλοφόρων και όχι βέβαια στα χημικά των ματατζήδων -που είναι το πιο εξοργιστικό από όλα τα εξαρτημένα αντανακλαστικά- και τέλος να θεωρήσουμε ως σημείο εκκίνησης του τσαμπουκά τους "Δε πληρώνω" ή τους μπάχαλους και όχι βέβαια την περιφρούρηση του ΠΑΜΕ που ζητούσε δημοσιογραφικές ταυτότητες για να σε αφήσει να περάσεις προς τη Βουλή... Ο τσαμπουκάς ξεκινάει από κει που ο άλλος αποφασίζει αυθαίρετα αλλά συνειδητά πως είναι το αφεντικό.
Δε συνηθίζω να γράφω πολιτικά κείμενα και να με συγχωρείς δηλαδή για το αποψινό μου ατόπημα. Μόνο που, αν θες και τη δική μου εκδοχή, πολιτική δεν είναι *μόνο* τι ψήφισες, πόσες απεργίες έκανες σε πόσες πορείες κατέβηκες, πόσα ασφυξιογόνα εισέπνευσες και πόσα tweets πόσταρες. Πολιτικά μετριέσαι από την ώρα που θα ξυπνήσεις και θα αφήσεις τη βρύση να τρέχει βουρτσίζοντας τα δόντια, μέχρι τα μεταλλαγμένα κόρν φλέικς που θα φας, το μέσο με το οποίο θα μετακινηθείς, τον τρόπο που οδηγείς, το βρακί που φοράς, το ραδιόφωνο που ακούς, τις ώρες τηλεθέασής σου, τις παραλίες που διάλεξες για τις διακοπές σου, το πού και πώς γέννησες το παιδί σου, το πώς μιλάς στη γκόμενά σου, που θα μου τσινίσεις που την είπα γκόμενα γιατί είναι υποτιμητικό, ενώ, ας πούμε, δεν είναι υποτιμητικός ο ευνουχισμός που θα της κάνεις με τρόπο αδιόρατο σχεδόν αλλά συστηματικό όταν την μέμφεσαι για ό,τι δε συνάδει με το πρότυπο της αγίας ελληνίδας μητέρας που θα ασπρίσουν τα μαλλιά σου κατηγορώντας της ως και μετά το θάνατό της για την ευνουχιστική αγάπη της, όπου αγάπη είναι να μη στη λέει ο δικός σου άνθρωπος. Ενώ αγάπη είναι ακριβώς αυτό. Δεν περνάμε τέλεια. Τελειώσανε τα τέλεια.
Η επίπλαστη ευμάρεια και η συνοδευτική υποκριτική ελαφρότητα στην μεταξύ μας επικοινωνία, τα φληναφήματα, οι φιλοφρονήσεις και τα φθηνά αστεία, τελειώνουν κάτω από την επανεμφάνιση των επιπλέον διαχωριστικών γραμμών που η σύγκρουση, όπως πάντα, έρχεται να αναδείξει. Δε περνάμε τέλεια. Περάσαμε στην υποτέλεια. Σημασία δεν έχει πόσο μαύροι, πόσο κόκκινοι είμαστε. Σημασία έχει πως είμαστε υποτελείς. Σημασία έχει να καταλαβαίνεις πως όσο "στη λέω" τόσο σ' αγαπάω.