του Νικόλα Κυριάκου
«Γράψε κάτι για την αγάπη», μου είπε. «Για μας που βολοδέρνουμε μετά τα 30, χωρίς καμιά σιγουριά, καμιά βεβαιότητα για να κρατηθούμε απ’ αυτήν. Για μας που βλέπουμε τους φίλους να χάνονται στην ευκολία του γάμου, αλλά την ίδια ώρα μας τυραννά η διαρκής απουσία ενός άλλου ανθρώπου.
Ενός έρωτα που λείπει τις Κυριακές και τις πρωτοχρονιές κι απουσιάζει τα βράδια, όταν στέκεσαι μισομεθυσμένος 4 η ώρα τα ξημερώματα σε ένα μπαρ της συμφοράς, τριγυρισμένος από φάτσες που σου φαίνονται γελοίες και όλα σου μοιάζουν θλιβερά, βουτηγμένα σε μια αβυσσαλέα θλίψη.
Ποιος θα μιλήσει για μας, που φοράμε χαμόγελα στις γιορτές αλλά επιστρέφουμε μόνοι στο σπίτι, δεδομένοι για τους άλλους στις δύσκολες ώρες, στα διαδικαστικά, στα ζόρικα. Μα που όταν χρειαστούμε εκείνη τη μικρή στιγμή, την ώρα που λυγίζουμε και πάμε να κρατηθούμε, εξαργυρώνουμε σιωπή και αναβολές κι αναπάντητες κλήσεις.
Γράψε για κάποιους σαν εμάς, για το φόβο που κουβαλούν μέσα τους, που στέκεται παράταιρος και παράλογος μέσα στο υπόλοιπο κομμάτι της ψυχής τους, που η πρόσκαιρη ατολμία τους μεγεθύνεται πάνω από τα χρόνια του έρωτα που έζησαν. Για τα βιβλία μας, όσα απομένουν να διαβαστούν και να κοπούν οι άκοπες σελίδες τους κι όσα ταξίδια δεν κάναμε μαζί, εκείνους τους ορίζοντες που είχαμε σχεδιάσει το βροχερό βράδυ του Μάρτη του 2003 κι ύστερα όλα χάθηκαν, ανόητα και ανεξήγητα, αυτά να βάλεις μέσα στις λέξεις σου.
Και μην ξεχάσεις, να πεις για τον καφέ. Ναι, αυτό οπωσδήποτε πρέπει να το πεις, για τον καφέ το πρωί, δυνατό, ακτύπητο με πολύ γάλα. Για εκείνη τη γεύση που κάθε μέρα αδυνατώ να ανακαλέσω, μα που θυμάμαι τόσο έντονα. Άσε έξω τον πόνο και την απόγνωση, όχι για να παραπλανήσεις, αλλά γιατί αυτά είναι γνωστά και τα μάθαμε σκληρά κι επειδή αύριο είναι Δευτέρα πρωί κι εγώ νομίζω ότι δεν μπορώ πια, ότι δεν αντέχω άλλο κι είναι κάτι άλλο που χρειάζομαι, που συμβαίνει ερήμην μου... Λοιπόν, τι σκέφτεσαι; Γράψε κάτι για την αγάπη.»
«Εγώ τι να γράψω; Τα είπες όλα εσύ», απάντησα...