Η τηλεόραση ακούγεται στη διαπασών – αυτός χυμένος στον καναπέ, με το τηλεκοντρόλ στο χέρι, αυτή όρθια μπροστά στη σιδερώστρα, με το σίδερο στο χέρι και μια στοίβα ρούχα δίπλα της. Τα μόνα πράγματα που ακούγονται στο δωμάτιο είναι ο συριστικός θόρυβος του ατμοσίδερου και οι ομιλούσες κεφαλές του δελτίου των 8. «Και τι σημαίνει, Γιάννη, κούρεμα των ομολόγων χωρίς πιστωτικό γεγονός;». «Αυτό ας μην το θεωρούμε καθόλου βέβαιο, Όλγα…». «Κλείσ’ το», λέει αυτή, χωρίς να σηκώνει τα μάτια απ’ τη μπλούζα που σιδερώνει, «δεν μπορώ να τους ακούω άλλο… Βάλε Star καλύτερα». Αυτός υπακούει απρόθυμα. Αλλάζει κανάλι, χαμηλώνει τον ήχο. «Πήγες για εκείνη τη δουλειά;», διακόπτει αυτή το ρεπορτάζ για το ριάλιτι της Βίσση. «Δεν υπάρχει τίποτε ακόμη», απαντά αυτός μέσα απ’ τα δόντια του. «Θα πληρώσουμε τη δεύτερη δόση;», ξαναρωτάει αυτή. «Με τι;». «Έβαλαν και πετρέλαιο, χρωστάμε κοινόχρηστα», επιμένει αυτή και συνεχίζει, υψώνοντας τον τόνο της φωνής για να καλύψει τα ναζιάρικα σχόλια της ρεπόρτερ για τη Βίσση. «Γιατί δεν ξαναπερνάς από την τράπεζα να δεις αν γίνεται διακανονισμός για το δάνειο; Κάθεσαι που κάθεσαι…». Αυτός εκτοξεύει στον τοίχο το τηλεκοντρόλ – το τηλεκοντρόλ περνά ξυστά από την τηλεόραση πριν πέσει κάτω, ξεκοιλιασμένο από τις μπαταρίες του, σαν χυμένα σωθικά. Εξαφανίζεται στην κρεβατοκάμαρα. Αργότερα, την ώρα του ύπνου, θα μεταφερθεί με μια κουβέρτα στο σαλόνι.
***
Γυρίζοντας απ’ τη δουλειά στο σπίτι, βγαίνοντας από το ασανσέρ στον όροφό της, αισθάνεται την ψύχρα του κλιμακοστάσιου. Ασυναίσθητα, ακουμπά το χέρι στους χοντρούς κεντρικούς σωλήνες του καλοριφέρ. «Κανείς δεν άναψε ούτε σήμερα», σκέφτεται. Θυμάται πως συνήθως, τέτοιο καιρό και μ’ αυτή τη θερμοκρασία, κάθε φορά που γύριζε τέτοια ώρα απ’ τη δουλειά αισθανόταν τη θαλπωρή του κλιμακοστάσιου και τους σωλήνες καυτούς κάτω απ’ την παλάμη της. Βάζει το κλειδί στην πόρτα, δεν έχει κλειδωνιά, το παιδί έχει γυρίσει απ’ το σχολείο. «Έφαγες;» ρωτάει απότομα την κόρη της, ενώ ένα κύμα θυμού κοκκινίζει το πρόσωπό της καθώς τη βλέπει ξαπλωμένη στον καναπέ, να χαζεύει τηλεόραση. «Διάβασες; Τι χαζολογάς; Έχεις και φροντιστήριο σήμερα». Η κόρη της δεν αντιδρά, έχει συνηθίσει το σχεδόν μόνιμα νευρικό ύφος της μάνας τον τελευταίο καιρό. «Θα διαβάσω… Να χαλαρώσω λίγο. Να σου πω και τα ευχάριστα. Θαύμα, θαύμα, πήραμε άλλα δύο βιβλία σήμερα. Μαθηματικά και ιστορία». Η μητέρα της προσπαθεί να θυμηθεί τον εαυτό της μαθήτρια, σχεδόν τρεις δεκαετίες πριν. Τέλη Οκτώβρη χωρίς βιβλία, πάντως, δεν είχε μείνει ποτέ. «Δηλαδή, αυτό σε εμπόδιζε να διαβάσεις μέχρι τώρα;», της λέει με εριστικό ύφος. «Κλείσ’ την τηλεόραση τώρα και στο δωμάτιό σου αμέσως. Δεν θα ξεπατώνομαι τζάμπα εγώ για να χαζεύεις. Θα σ’ το κόψω το φροντιστήριο». Η μάνα ξαφνιάζεται με τον εαυτό της. Θυμάται πως πάντα, αυτή την ώρα, αυτή η συνάντηση με την κόρη της έκλεινε με μια αγκαλιά κι ένα φιλί.
***
«Βρε καλώς τον πρωτευουσιάνο…». Ο Γ. ξέρει ότι αυτή η υποδοχή από τους χωριανούς, κάθε πρωί που μπαίνει στο καφενείο, έχει κυρίως έναν σαρκασμό. Αλλά δεν δίνει σημασία. Δεν τον παίρνει, άλλωστε. Τις σπάνιες φορές που ερχόταν παλιότερα στο χωριό ο πατέρας του τού επεφύλασσε ένα γύρο του θριάμβου, με αναλυτική παρουσίαση κάθε καινούργιας επιτυχίας του γιου του: η εισαγωγή στο πανεπιστήμιο, το πτυχίο, το μεταπτυχιακό στην Αγγλία που κόστισε δυο χωράφια, η πρώτη δουλειά, η πρώτη καλοπληρωμένη μεταγραφή, η πρώτη προαγωγή, η πρώτη θέση στελέχους… Υπήρχε πάντα μια πρωτιά να επιδειχθεί. Μέχρι που ήρθε η πρώτη απόλυση. Άντεξε την ανεργία ένα χρόνο στην Αθήνα, κι ύστερα τα μάζεψε και γύρισε στο χωριό, τριανταπεντάρης και νεόκοπος καφενόβιος, ανάμεσα σε συνταξιούχους, αλλά και κάποιους συνομήλικους θαμώνες που δίνουν νέα ζωή στα παρηκμασμένα καφενεία των χωριών. «Βρε καλώς τον πρωτευουσιάνο…». Υπάρχει και μια πιο ταπεινωτική παραλλαγή σ’ αυτή την υποδοχή που την αποδέχεται απλώς σαν καλοπροαίρετο χιούμορ – αν και δεν είναι: «Βρε καλώς τον Λονδρέζο…». Σ’ αυτό περιέχεται μάλλον μια μομφή για τα πεταμένα λεφτά των σπουδών. Αλλά, ο Γ. την ανέχεται περισσότερο από τα κατηφή, μελαγχολικά βλέμματα των γονιών του στο σπίτι, που μέχρι πέρσι αγωνιούσαν απλώς για το πότε θα παντρευτεί.
***
Προσπαθεί να βαδίζει πάντα στο πεζοδρόμιο, αλλά είναι αδύνατο. Οι σωροί των σκουπιδιών και τα γλοιώδη τους περιεχόμενα, χυμένα έξω από τις σακούλες, τον υποχρεώνουν να κάνει ζιγκ ζαγκ. Απ’ το πεζοδρόμιο στον δρόμο και τούμπαλιν. Την αποφορά την έχει συνηθίσει και συλλαμβάνει τον εαυτό του να μην αισθάνεται τον θυμό που του γεννούσε συνήθως μια απεργία των εργαζόμενων στην αποκομιδή. Αισθάνεται κάποια κάποιου είδους αλληλεγγύη από τότε που ο διευθυντής του ανακοίνωσε περικοπή 20% στον μισθό του. Άλλωστε, κι ο ίδιος δεν έκανε καμιά προσπάθεια αυτοσυγκράτησης με τα σκουπίδια του, δεν τα ανεχόταν ούτε λεπτό στο στενό μπαλκόνι του διαμερίσματός του, εξάλλου διαπίστωσε ότι υπήρχαν τουλάχιστον δύο άτομα που κάθε πρωί έκαναν ανασκαφές στα σκουπίδια της γειτονιάς, ψάχνοντας κάτι ενδιαφέρον. Όχι βρώσιμο, ελπίζει κανείς. Ίσως, λοιπόν, είναι περισσότερο συνενοχή παρά αλληλεγγύη αυτή η ανοχή που δείχνει. Απόδειξη, ο θυμός του όταν ανακαλύπτει ότι τα λεωφορεία έχουν πάλι σήμερα απεργία. «Πώς δεν το πήρα είδηση, ο μαλάκας; Κι αυτοί οι παπάρες το ’χουν παραχέσει», σκέφτεται, και παίρνει απ’ το κινητό στη δουλειά, να ειδοποιήσει πως θ’ αργήσει λόγω ποδαρόδρομου…
***
«Λες να πληρώσει, σήμερα;», λέει ο ψηλός της ομήγυρης που κάνει διάλειμμα για τσιγάρο στην είσοδο της επιχείρησης. Οι άλλοι γελάνε λες κι είπε ανέκδοτο. «Αγορίνα μου, ξέρεις πόσες επιταγές τού σφραγίσανε αυτή τη βδομάδα;», τον πληροφορεί ο διπλανός του. Ένας τρίτος, χαμηλώνοντας συνωμοτικά τη φωνή, προσθέτει κρίσιμη φήμη μέσα απ’ το λογιστήριο ότι έχουν σκάσει ένα σωρό προμηθευτές που ετοιμάζονται για ασφαλιστικά και τέτοια. Κι ο τέταρτος εκμυστηρεύεται αποκλειστική πληροφορία μέσα από τη διεύθυνση ότι ετοιμάζεται και νέα λίστα απολύσεων. «Δε γαμιέται, καλύτερα ένα φρικτό τέλος παρά μια φρίκη δίχως τέλος», φιλοσοφεί ο πέμπτος. «Δεν τ’ αξίζω αυτό», σχεδόν μονολογεί ο ψηλός, ρουφώντας νευρικά το τσιγάρο, «δεν τ’ αξίζω, έχω πατήσει πολλή δουλειά σ’ αυτό το κωλοχανείο για να ’μαι απλήρωτος τρεις μήνες… Και να κινδυνεύω να μείνω χωρίς δουλειά. Δεν τ’ αξίζω…». «Γιατί, εμείς τ’ αξίζουμε;». «Ναι, ρε μαλάκες, αλλά εγώ έχω κι οικογένεια, έχω δάνειο…». «Κι εμείς, οι εργένηδες, δηλαδή, είμαστε για Καιάδα, ρε φίλε;». Ευτυχώς που το τσιγάρο τελειώνει πριν εξελιχθεί σύρραξη εργένηδων - οικογενειαρχών. Μπαίνουν στ’ ασανσέρ αμίλητοι, ψυχροί. Κι ύστερα κατευθύνονται σκυθρωποί καθένας στο γραφείο του.
***
Είναι προετοιμασμένος, σχεδόν έχει προβάρει στον καθρέφτη τα λόγια που θα της πει, αλλά την κρίσιμη στιγμή κωλώνει. Την αγαπάει; Ναι, μάλλον την αγαπάει. Τουλάχιστον τόσο ώστε να μη θέλει να την πληγώσει. Αλλά, πώς να της το πει; Ξεχνάει όλα τα λόγια που έχει προβάρει. «Μπορούμε να τελειώνουμε μ’ αυτό το μυστήριο; Λέγε, τι θέλεις να μου πεις; Θες να χωρίσουμε;». Ο τρόπος που τον αιφνιδιάζει αυτή βαραίνει την ατμόσφαιρα. «Δεν είναι αυτό που νομίζεις…». «Δεν ήρθα εδώ ν’ ακούσω ηλίθιες ατάκες από ελληνικές ταινίες. Πες το στα ίσια. Θα τ’ αντέξω. Μας αναλογεί παραπάνω από ένας γκόμενος στη ζωή. Απλώς… Νόμιζα ότι θα καταλήγαμε κάπου οι δυο μας». «Φεύγω». «Κι αφήνεις πίσω σου συντρίμμια… Ποια είναι; Την ξέρω;». «Φεύγω από εδώ. Απ’ την Ελλάδα». Αυτή σιωπά, αιφνιδιασμένη από την τροπή της κουβέντας. «Πάω Καναδά. Είναι ο αδελφός της μάνας μου εκεί, σου ’χω πει. Δουλειά υπάρχει, τη γλώσσα την έχω, μου το περιγράφουν μάλλον εύκολο, αν αντέξω το κλίμα… Δεν μπορώ στα 32 μου να με ταΐζει η μάνα μου, με μια σύνταξη 800 ευρώ». Αυτή κλαίει αθόρυβα, μ’ ένα μείγμα ανακούφισης κι απελπισίας. «Κι άμα δω πως με σηκώνει το κλίμα, θα σε περιμένω να ζήσουμε εκεί». «Μη λες μαλακίες», τον διακόπτει με λυγμούς αυτή, «αφού το ξέρεις…Δεν πρόκειται να ξαναβρεθούμε». Πέφτει στην αγκαλιά του, αδιαφορώντας για τις έτσι κι αλλιώς αδιάφορες παρέες στα γύρω τραπέζια. Όταν αποτραβιέται, ένας χάρτης από δάκρυα έχει ζωγραφιστεί στο πουκάμισό του. Μοιάζει με τον χάρτη του Καναδά.
***
Το χειρότερο με τη χρεοκοπία δεν είναι που μας κάνει φτωχότερους, είπε ο Γιώργος. Το χειρότερο είναι που γαμάει τις ζωές των ανθρώπων. Σαν σαράκι που κατατρώει τις σχέσεις τους.