Το δίλημμα που τέθηκε πλέον με επίσημο τρόπο μετά τις Κάννες «Μνημόνια ή επιστροφή στη δραχμή» είναι ένας εκβιασμός που επιδιώκει τη στήριξη του πρώτου σκέλους λόγω του φόβου που προκαλείται στις μάζες από τα αποτελέσματα που θα έχει η υιοθέτηση του δεύτερου σκέλους. Ωστόσο δεν αποτελεί δίλημμα.
Α) Και τα δύο σκέλη, όπως τίθενται, αποτελούν συμπληρωματικές οικονομικές πολιτικές ως προς τους στόχους. Το πρώτο διατείνεται ότι στοχεύει στον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας σε μια οικονομία προσανατολισμένη περισσότερο στις εξαγωγές, μέσω της μείωσης των μισθών και στη συνέχεια των τιμών για τις αγορές του εξωτερικού: Πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης.
Το δεύτερο σκέλος έχει τον ίδιο στόχο μέσω της υποτίμησης του νέου νομίσματος. Η διαφορά μεταξύ τους είναι - εάν αφαιρέσουμε όλες τις επιπλοκές που προκαλούν οι ίδιες οι πορείες προς αυτόν τον στόχο - ότι το μεν πρώτο οδηγεί στον στόχο σταδιακάν το δε δεύτερο με πολύ πιο βίαιο τρόπο βραχυπρόθεσμα, αλλά και με λιγότερες πολιτικές αντιδράσεις λόγω «νομισματικής αυταπάτης» από ένα διάστημα και μετά.
Στο τέλος και οι δύο πολιτικές οδηγούνται σε μία νομισματική πολιτική που σχετίζεται με το ευρώ. Η πρώτη με νόμισμα το ευρώ, η δεύτερη με πρόσδεση, πιθανότατα, στο ευρώ και αφιέρωση της όποιας νομισματικής πολιτικής στην υπεράσπιση της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Προφανώς επειδή η κάθε μία από αυτές τις επιλογές έχει και άλλα αποτελέσματα, μεταξύ τους δεν ταυτίζονται, αλλά αυτό αποτελεί άλλη συζήτηση.
Α1) Ακόμη και οι εντός της αριστεράς υποστηρικτές της «παραγωγικής ανασυγκρότησης» μέσω της εξόδου από το ευρώ διατείνονται ότι το κύριο δεν είναι η επιλογή νομίσματος, αλλά οι όποιες άλλες πολιτικές ασκούνται. Επομένως το ουσιώδες είναι οι άλλες πολιτικές.
Κατά συνέπεια το δίλημμα είναι «ή αλλαγή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών για μία κοινωνία που θα στοχεύει στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών και όχι την κερδοφορία ή πολιτικές υποτίμησης Μνημονίου / δραχμής ώστε να λυθεί το πρόβλημα της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης της παραγωγής».
Β) Η Ευρωζώνη δεν αντέχει, ακόμη τώρα και πιθανώς και μεσοπρόθεσμα, την έξοδο ενός κράτους - μέλους από αυτήν. Δηλώσεις του τύπου «θα πάρουμε όλα τα μέτρα ώστε να περιορίσουμε τις συνέπειες» είναι υπερ-αισιόδοξες. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν αντέχουν: για παράδειγμα οι απαιτήσεις των ευρωπαϊκών τραπεζών από τις ιταλικές είναι της τάξης των 800 δισ.
Επομένως τις ζημιές που συνεπάγεται όχι μόνο στην αγορά ομολόγων της Ιταλίας, η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ, αλλά και στο υψηλά διασυνδεδεμένο και με τεράστιο όγκο διασύνδεσης ευρωπαϊκό και παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα, το EFSF ακόμη και προικισμένο με 2 τρισ. είναι απελπιστικά αδύναμο.
Μόνη επιλογή απομένει η αλλαγή των όρων λειτουργίας της ΕΚΤ (με μια λαϊκή έκφραση, να της επιτρέπεται να «τυπώνει χρήμα» ως εγγυητής ύστατης ανάγκης). Αυτή η επιλογή όμως συνεπάγεται ακύρωση βασικών όψεων των πολιτικών που ασκούνται και θα οδηγήσει σε μία νέα πολιτική τάξη πραγμάτων στην Ευρωζώνη.
Ακόμη, όμως, ας μην το θεωρούμε αδύνατο, και να αποκτήσει, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, μία άλλη λειτουργία η ΕΚΤ και να πειστούν οι Ευρωπαίοι να ανακεφαλαιοποιήσουν τις τράπεζες με πολλαπλάσια ποσά ως προς εκείνα της 26ης Οκτωβρίου, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα προηγηθεί μία μαζική αγελαία συμπεριφορά «παικτών» στις αγορές χρήματος που θα αμφισβητεί την ικανότητα άλλων «περιφερειακών» και μη χωρών να παραμείνουν στην Ευρωζώνη και θα θέσει σε κίνηση χρηματοπιστωτικές δυνάμεις που δύσκολα αντιμετωπίζονται από την ΕΚΤ χωρίς υψηλότατα κόστη -όχι μόνο οικονομικά.
Επομένως το υποτιθέμενο δίλημμα αποτελεί μόνο έναν εκβιασμό που στηρίζεται στην προεξόφληση του “Ναι” - σε διαφορετική περίπτωση ή η Ευρώπη και ο κόσμος έρχονται αντιμέτωποι με το φάντασμα του 1929 ή απλά ακυρώνεται η σημασία του όποιου αποτελέσματος ληφθεί - δημοκρατικότατα φυσικά, όπως άλλωστε όλα όσα γίνονται.
Γ) Η βολονταριστική κίνηση Παπανδρέου, χωρίς να το θέλει, αποκαλύπτει τα περιθώρια διαπραγμάτευσης σε μία Ευρώπη που τρίζει. Ωστόσο, από τη στιγμή που διατυπώθηκε επίσημα, η πιθανότητα εξόδου μίας χώρας της Ευρωζώνης από το κοινό νόμισμα, έστω και με τη μορφή διλήμματος - εκβιασμού, σπάει ένα ταμπού: οι συστημικοί κίνδυνοι στην Ευρωζώνη αυξάνονται και αναγκαστικά επιταχύνονται οι διάδοχες συμφωνίες της 26ης Οκτωβρίου. Ταυτόχρονα ενισχύεται η αμφισβήτηση της τρέχουσας ευρωπαϊκής πολιτικής και από τις δύο πλευρές: των υποστηρικτών της εξόδου χωρών και της διάλυσης της Ευρωζώνης, αλλά και των υποστηρικτών της επιτάχυνσης των αναγκαίων αποφάσεων για «ενοποίηση» στη μία ή την άλλη μορφή
Απέναντι στον βολονταρισμό των πολλαπλών πλέον κέντρων εξουσίας που αποκάλυψε αυτή η κίνηση και τα οποία αναπτύσσονται ταχύτατα εντός και εκτός συνόρων υπάρχει μία αδήριτη πραγματικότητα: το μέγεθος, η διασύνδεση των οικονομικών προβλημάτων και ο πολιτικός κίνδυνος που προκύπτει από την ανίχνευση των ορίων του ασυμπίεστου των κοινωνικών αναγκών και των αντοχών των κοινωνιών. Σε όποια κατεύθυνση και να καταλήξουν οι περιπέτειες του αστικού πολιτικού προσωπικού στην προσπάθειά του να αναβαπτίσει την ισχύ των μνημονιακών πολιτικών και να κερδίσει χρόνο, τη δημοκρατική νομιμοποίηση δεν θα τη βρει.
Τα αποτελέσματα που θα ζήσει η κοινωνία από τη συνέχεια αυτών των πολιτικών θα βαθύνουν αναμφίβολα την κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού προσωπικού που έχει αναλάβει να διαχειριστεί τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων, φέρνοντας στην επιφάνεια όλο και πιο καθαρά και με κοινωνικά έγκυρο τρόπο το πραγματικό δίλημμα: ή έξοδος από την κρίση σε βάρος της κερδοφορίας και των προνομίων του κεφαλαίου ή έξοδος σε βάρος των δικαιωμάτων και των κατακτήσεων του κόσμου της δουλειάς