Μια φορά και έναν καιρό ήταν μία μικρή κοινότητα, η Αιθεροπετούσα. Η ζωή κυλούσε μεν φτωχά και λιτά αλλά οι κάτοικοι θεωρούσαν εαυτούς αρκετά ευτυχισμένους. Η κύρια ενασχόληση των κατοίκων ήταν η κτηνοτροφία. Κάθε πρωί όλη η κοινότητα ξυπνούσε μέσα σ' ένα καταιγισμό βελασμάτων ερχόμενο από το μάλλινο χιόνι των βουνοπλαγιών. Κάποια στιγμή, ο πρόεδρος της Αιθεροπετούσας αποφάσισε να συνάψει εμπορικούς δεσμούς με τις γειτονικές κοινότητες της περιοχής καθώς του είχαν εξηγήσει ότι η κοινότητά του θα απολάμβανε περισσότερη ευημερία με το εγχείρημα αυτό. Ο πρόεδρος, ονόματι κύριος Κνώδαλος, έκανε τις απαραίτητες κινήσεις ώστε να ενταχθεί στην ένωση, γεγονός που επετεύχθη ύστερα από τις σχετικές συμφωνίες. Μετά από μερικούς μήνες, επισκέφτηκε την Αιθεροπετούσα ένας κύριος με γραβάτα, ο κύριος Πλάνος. Αφού έστησε ένα πάγκο στη κεντρική πλατεία της Αιθεροπετούσας διακήρυττε λέγοντας:
''Αιθεροπετούσες και Αιθεροπετούντες, σοφά επιλέξατε να σχηματίσετε αυτή την υπέροχη συμφωνία. Ήλθα και εγώ τώρα προτείνοντάς σας μία μία προσφορά. Αγοράζω λοιπόν κάθε πρόβατο που έχετε στην τιμή των 100 ευρώ έκαστο.''
Οι κάτοικοι το σκέφτηκαν, αλλά ζήτησαν και τη γνώμη του ιερέα του χωριού, ο οποίος απολάμβανε ιδιαίτερη εκτίμηση μεταξύ των κατοίκων. Αυτός είπε :
''Τα πρόβατα είναι η μόνη σας περιουσία. Εάν τα δώσετε δεν θα έχετε πλέον τίποτα''.
Βλέποντας ο κύριος Πλάνος ότι αλλάζει τη γνώμη του λαού, περνά στην αντεπίθεση:
''Τούτος ο ρασοφόρος αλήθειες δεν ξέρει. Σας λέει αυτά διότι γνωρίζει ότι η έκταση από τα βοσκοτόπια είναι δική του γη και εάν πουλήσετε τα πρόβατά σας, η γη του δεν θα έχει καμία αξία αλλά ούτε θα μπορεί να ασκεί εξουσία πάνω σας''.
Άνοιξαν τα μάτια των Αιθεροπετούντων ενώπιον της οφθαλμοφανούς λογικής.
Οι πιο εριστικοί είπαν:
''Μας κορόιδευες τόσο καιρό, πάτερ Ανάργυρε. Το συμφέρον σου κοιτούσες και όχι της κοινότητας.''
Ο πατήρ Ανάργυρος αποσβολωμένος ανταπαντά:
''Ναι, οι εκτάσεις είναι στο όνομα του ναού, η δε νομή αυτών είναι δική σας και με βάση αυτήν ευημερείτε. Ό,τι ανήκει στο ναό, ανήκει στο λαό καθώς και η παραμικρή υποψία για αισχροκέρδεια θα με φέρει αντιμέτωπο ενώπιόν σας και μπορείτε να με βρείτε κάθε μέρα καθώς μεταξύ σας ζω, με γνωρίζετε και σας γνωρίζω. Τούτος εδώ, ποιος είναι, τι θέλει, ποια η καταγωγή του?''
Τέτοια περίπου έλεγε.
Απευθυνόμενοι μερικοί κάτοικοι προς τον κύριο Πλάνο ρωτούσαν για την καταγωγή του.
''Κατάγομαι'', είπε, ''από την φημισμένη οικογένεια των Χρηματοπιστωτικών Αγορών''.
''Δεν την γνωρίζουμε'', είπαν οι κάτοικοι.
''Μα είναι λογικό'' είπε ο κύριος Πλάνος, ''φτωχοί μου άνθρωποι. Η οικογένειά μου πρεσβεύει την ισότητα, την αδελφοσύνη, την ελευθερία, την δημοκρατία. Πώς είναι δυνατόν ο μαυροφορεμένος τούτος εξουσιαστής να σας έχει μιλήσει για αυτά τα ευγενή ιδανικά? Πού στο κήρυγμά του σας αποκαλεί πρόβατα? Μάθετε ότι το καλό σας είναι οι αγορές, η οικονομική ανάπτυξη, όχι η στασιμότητα. Τόσα χρόνια ζείτε ως βοσκοί. Καιρός να αλλάξουν αυτά. Η νέα εποχή ανατέλλει ! ''
Πολλοί κάτοικοι πείστηκαν και πούλησαν τα πρόβατά τους. Βλέποντας όμως ο κύριος Πλάνος ότι δεν έπεισε όλο τον πληθυσμό, ανεβάζει την τιμή αγοράς στα 150 ευρώ. Περισσότεροι κάτοικοι τώρα ενδιαφέρθηκαν να πουλήσουν τα πρόβατά τους, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα Ανάργυρου. Την επόμενη μέρα, ο κύριος Πλάνος ανεβάζει την τιμή στα 200 ευρώ ανά πρόβατο! Ακόμα και ο πιό δύσπιστος κάτοικος πούλησε τώρα τα πρόβατά του. Την άλλη μέρα λέει ο κύριος Πλάνος στους κατοίκους:
''Φεύγω εταίροι μου και επιστρέφω σε μία εβδομάδα. Σας γνωστοποιώ ότι κατά την επιστροφή μου θα αγοράσω όποιο πρόβατο βρω στην Αιθεροπετούσα στην τιμή των 500 ευρώ ανά πρόβατο.''
Τρελάθηκαν οι κάτοικοι. Άρχισαν απεγνωσμένοι να αναζητούν πρόβατα. Πού να βρούνε όμως, αφού τα έχουν πουλήσει όλα?
Εν τω μεταξύ, ο κύριος Πλάνος λίγο πριν φύγει, λέει στον συνέταιρό του, τον κύριο Παπαγάλο:
''Πάρε όλα τα πρόβατα που αγόρασα και πήγαινέ τα πίσω στην Αιθεροπετούσα και πούλησέ τα 400 ευρώ το καθένα.''
Πάει ο κύριος Παπαγάλος στο χωριό και βλέποντας από μακρυά οι κάτοικοι το μάλλινο χιόνι ορμούν πάνω του. Βρήκαν επιτέλους πρόβατα να αγοράσουν ! Όταν άκουσαν την τιμή πώλησης, δυσανασχέτησαν. Πού θα βρούνε 400 ευρώ να αγοράσουν έστω ένα πρόβατο? Δάγκωναν τα χείλη τους. Ξαφνικά, βρήκαν την λύση. Θα κατέφευγαν στην τοπική τράπεζα.
Πάνε λοιπόν στον τραπεζίτη, τον κύριο Μαμωνά, και συζητούν τη σύναψη δανείων. Τρισευτυχισμένος ο κύριος Μαμωνάς συνάπτει δάνεια με όλους τους κατοίκους. Οι κάτοικοι, όντες πλούσιοι τώρα, αγοράζουν όσα πρόβατα τους επέτρεπε η σύναψη δανείου. Αφού πουλήθηκαν όλα τα πρόβατα στην τιμή των 400 ευρώ έκαστο, ανέμεναν την άφιξη του κυρίου Πλάνου ώστε να τα αγοράσει στην τιμή των 500 και να κερδίσουν τα πολυπόθητα 100 ευρώ.
Ο καιρός περνούσε όμως και ο κύριος Πλάνος δεν επέστρεφε.
Αργότερα έμαθαν ότι αγόρασε ένα νησί, την Βαβυλωνία, και ζούσε εκεί σαν βασιλιάς απολαμβάνοντας τα λεφτά των κατοίκων.
Οι κάτοικοι της Αιθεροπετούσας είχαν απογοητευθεί. Είχαν συνάψει δάνεια με τον τραπεζίτη κύριο Μαμωνά και τώρα αδυνατούσαν να ξεπληρώσουν τις οφειλές τους. Έτσι, ο κύριος Μαμωνάς τους λέει:
''Είμαι στην εξαιρετικά δυσάρεστη θέση να σας ανακοινώσω ότι θα προχωρήσω σε κατάσχεση των προβάτων σας'', όπερ και εγένετο.
Οι κάτοικοι χάνουν τα πρόβατά τους και εν συνεχεία τα νοικιάζουν ώστε να μπορούν να ξεπληρώνουν ένα μέρος του δανείου. Νοίκιασαν τα πρόβατα που ήταν κάποτε δικά τους.
Η τράπεζα από την άλλη πίεζε για την εξεύρεση του αρχικού κεφαλαίου της, δηλαδή του συνολικού ποσού που έδωσε στους κατοίκους ως δάνεια.
Πάει, λοιπόν, ο κύριος Μαμωνάς στον πρόεδρο του χωριού, τον κύριο Κνώδαλο, λέγοντάς του:
''Αγαπητέ μου, η Τράπεζα κινδυνεύει με κατάρρευση!
Δεν έχω το κεφάλαιο που αρχικά είχα δανείσει στους κατοίκους!
Πρέπει να βρεθεί άμεσα, ειδάλλως οι επιπτώσεις θα είναι τρομερές όχι μόνο για μένα αλλά για όλη την Αιθεροπετούσα!''
Τρομαγμένος ο κύριος Κνώδαλος αρχίζει να αναζητεί έσοδα. Από πού να τα βρεί όμως? Οι κάτοικοι ήταν υπερχρεωμένοι.
Καταφεύγει πάλι στον κύριο Μαμωνά για νέες διαπραγματεύσεις οι οποίες και κατέληξαν στην υπογραφή της συμφωνίας της Ταφόπλακας. Σύμφωνα με αυτή, προκειμένου να βρεθούν έσοδα, θα έπρεπε η Αιθεροπετούσα να προχωρήσει σε σημαντικές και ''γενναίες'', όπως τις χαρακτήρισαν, μεταρρυθμίσεις:
μείωση κοινοτικών δαπανών, κατάργηση θέσεων εργασίας στο σχολείο, το νοσοκομείο και την αγροφυλακή, μείωση μισθών και συντάξεων, αύξηση φορολογίας, εκχώρηση γής σε ξένους ιδιώτες.
Με αυτό το τελευταίο θυμήθηκαν οι κάτοικοι τα λόγια του πατέρα Ανάργυρου.
Ο πρόεδρος, κύριος Κνώδαλος, είχε ''παγώσει'' την γή που ανήκε στο ναό και δεν του επέτρεπε να ασκεί καμία πολιτική πάνω στη γή.
Έτσι, η γη παρέμενε αναξιοποίητη προς όφελος κανενός.
Με πολύ ευχάριστο τρόπο όμως παραχώρησε εκτάσεις γης στους ξένους ιδιώτες, σε αυτούς που ανήκαν στην ευλογημένη οικογένεια των Χρηματοπιστωτικών Αγορών.
Οργισμένοι οι κάτοικοι κατεβαίνουν στην πλατεία του χωριού με τις τσουγκράνες και τα τσιγκέλια παραπονούμενοι για τα οικονομικά μέτρα του προέδρου.Η τοπική εφημερίδα ''Λόγος Ψευδής'' τους ονομάζει "Αγανακτισμένους" αποθεώνοντάς τους και υπενθυμίζοντας συνεχώς τον ειρηνικό χαρακτήρα των διαδηλώσεων. Σύμφωνα με την έγκριτη εφημερίδα, οι κάτοικοι όφειλαν μεν να εκφράσουν την αντίθεσή τους στα νέα μέτρα, αλλά με ειρηνικό τρόπο, χωρίς βία. Να φωνάξουν κατά των θεσμών αλλά να μην καταλύσουν τους θεσμούς. Ο λαός έπρεπε να ξεσπάσει, όχι όμως συμπαρασύροντας την καθεστηκυία τάξη αλλά οργανώνοντας σαββατιάτικα πίκ νίκ στη πλατεία του χωριού.
Κάποιοι άλλοι ονόμασαν τους διαδηλωτές ''γενιά της Πλατείας'' σε συνάρτηση με μία άλλη γενιά, παλαιότερη η οποία είχε αντιδράσει απέναντι σε ένα άλλο τυραννικό καθεστώς. Όλως τυχαίως όμως πολλοί της προγενέστερης εκείνης γενιάς είχαν θέση στο κοινοτικό συμβούλιο της Αιθεροπετούσας...
Και ενώ γίνονταν όλα αυτά, η οικογένεια των Χρηματοπιστωτικών Αγορών μάθαινε ότι ο κύριος Κνώδαλος αποφάσισε να ψηφίσουν οι Αιθεροπετούντες για την εν γένει οικονομική πορεία της κοινότητας.
Παναγιώτης Λιούκας