Γενική απεργία αύριο και δεν κουνιέται φύλλο.
Σα να μαστε εντάξει τώρα πια.
Σαν το πρόβλημά μας να ήταν ο Παπανδρέου.
Σα να καλυτέρεψε η ζωή μας, δε λέτε;
Ο μεγάλος στόχος επετεύχθη λοιπόν.
Ο Παπανδρέου δεν είναι πια πρωθυπουργός.
Το τραπέζι μας είναι ακόμη πιο αδειανό.
Αλλά δεν πειράζει αφού ο Παπανδρέου δεν είναι πια πρωθυπουργός.
Έτσι κι αλλιώς αυτός ητανε "χαζός".
Τώρα μπήκε επιτέλους στη θέση του ένας σοβαρός άνθρωπος.
Της αγοράς.
Που την ξέρει τη δουλειά.
Που δε μας έλεγε ότι "λεφτά υπάρχουν".
Αφού αυτό ήτανε το πρόβλημα.
Όχι ότι μας τα παίρνει.
Αλλά ότι μας κορόιδεψε.
Είναι ηθικόν και εγωιστικόν το ζήτημα λοιπόν!
Τεχνοκράτες δε ζητάγατε μαλάκες;
Πάρτε τους τώρα!
Αφού το πρόβλημα δεν ήταν ο νεοφιλελευθερισμός.
Αφού ήταν το διογκωμένο Δημόσιο.
Ε τώρα ο τεχνοκράτης θα σας το λύσει το πρόβλημα.
Δε σας νοιάζει αν πεινάτε.
Ζητάτε μόνο να πεινάσετε με παρέα.
Όχι, δεν είσαστε μαλάκες.
Αν ήσασταν άλλωστε θα πιστεύατε ότι με τους τεχνοκράτες θα ρθουν καλύτερες μέρες.
Αλλά δεν είστε μαλάκες για να το πιστεύετε.
Ξέρετε καλά το τι θα γίνει.
Απλά είστε χέστες!
Τρέμετε και τον ίσκιο σας!
Φοβάστε να πάρετε την ευθύνη της απόφασης.
Την ευθύνη ενός "ΝΑΙ" ή ενός "ΟΧΙ".
Γι αυτό δε σας πειράζει που είναι πολύ πιθανό πια να μην ξαναγίνουν εκλογές.
Γιατί σας νοιάζει μόνο να μην ξαναχρειαστεί να απολογηθείτε για την επιλογή σας.
Ή για να τη δικιολογήσετε.
Προτιμάτε να αποφασίζει κάποιος μόνος του κι εσείς να ψευτογκρινιάζετε βλέποντας Αυτιά και Παπαδάκη.
Γιατί αυτοί είστε!
Υποταγμένοι.
Ραγιάδες.
Είστε τα παροιμοιώδη μέσα ανθρωπάκια
κέρδος ποτέ μα απο παθήματα χορτάτα
που συνηθίζετε στην κάθε βρωμιά,
αρκεί να έχετε γεμάτο τον ντορβά
κι επαναστάσεις στα όνειρά σας αναζητάτε,
σας έχω βαρεθεί.
Κωλοκαθήστε πάνω στη μιζέρια και τη γκρίνια σας.
Ζητιανέψτε απ' τους δυνάστες σας να πάρουν μισό μέτρο πίσω.
Μπορεί κάποτε να σας λυπηθεί ο Θεός σας και να σας στείλει το μάννα εξ ουρανού.
Μπορεί να σας ανταμείψει για την υπακοή σας με μια γαλήνια αιώνια ζωή στον παράδεισό σας.
Και είστε πρόθυμοι να υπομείνετε την ισόβια Κόλαση γι' αυτό.
Σκύψτε κι άλλο!
Σκύψτε όσο χρειαστεί!
Και καθαρίστε και το σβέρκο σας.
Για να πέφτουν στα καθαρά οι φάπες.
Για να γκρινιάζετε μετά ότι έβαλαν πολλή δύναμη στη φάπα.
Γιατί θα αποδεχτείτε και τη φάπα.
Και θα ζητάτε επαναδιαπραγματευση της δύναμης της φάπας.
Ή θα ζητήσετε να σας δίνουν και μια ασπιρίνη για να υπομένετε, τουλάχιστον, τους πόνους.
Αλλά έχετε ήδη αποδεχτεί τη μοίρα σας.
Ότι μια ζωή θα τρώτε φάπα.
Καθήστε με προσοχή να ακούσετε και τα επόμενα μέτρα που θα πάρουν για σας.
Μπορεί αυτή τη φορά να εξαιρεθήτε εσείς.
Γιατί ίσως τότε να έχετε καταντήσει εσείς "ευπαθείς ομάδες πληθυσμού".
Ρεύμα μπορεί να συνεχίσετε να έχετε.
Αξιοπρέπεια όμως όχι.
Τουλάχιστον θα μπορείτε με μια λάμπα να την αναζητάτε στη ντουλάπα ανάμεσα σε πεταμένες πιστωτικές κι αραχνιασμένες γούνες.
Σα χέλια γλοιώδικα έχετε πουληθεί.
Σας έχω σιχαθεί.
Τους έχω βαρεθεί
Στίχοι: Δημοσθένης Κούρτοβικ & Wolf Birman
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Τραγούδι: Μαρία Δημητριάδη
Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν,
τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν,
που απ’ τους άλλους θεν παλικαριά
κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά,
σ’ αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί,
τους έχω βαρεθεί.
Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα,
των γραφειοκρατών η φάρα,
στήνει με ζήλο περισσό,
στο σβέρκο του λαού χορό,
στης ιστορίας τον χοντρό το κινητή,
την έχω βαρεθεί.
Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους,
τους Ευρωπαίους, τους προφεσόρους,
που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,
αν δεν γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,
υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,
τους έχω βαρεθεί.
Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας νταντάδες,
κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες,
κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς,
με ιδεώδεις υποτακτικούς,
που είναι στο μυαλό νωθροί,
μα υπακοή έχουν περισσή,
τους έχω βαρεθεί.
Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος,
κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος,
που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά,
αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά
κι επαναστάσεις στ’ όνειρά του αναζητεί,
τον έχω βαρεθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω βαρεθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω βαρεθεί.
Σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω σιχαθεί.
ΥΓ.: Εύχομαι αύριο να διαψευστώ για όσα γράφω και να βγω μαλάκας εγώ και μάγκας ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος.
Και ποιος ξέρει;
Ίσως να 'μαι κι εγώ αυτός ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος...