Κεκαρμένοι εν χρω
Τα συναισθήματα συμπάθειας που διακατείχαν το σύνολο της κοινωνίας για τη «γενιά των 700 ευρώ» είχαν έναυσμα τη δοκιμασία που υφίσταντο τα παιδιά που έβγαιναν στην αγορά εργασίας: με ένα πλούσιο, ζηλευτό βιογραφικό, χτυπούσαν πόρτες, κατάπιναν προσβολές και αρνήσεις -«τόσα δίνουμε, αν σ’ αρέσει»- και οι περισσότεροι συμβιβάζονταν για αρχή με ένα μισθό που κάλυπτε τις στοιχειώδεις ανάγκες επιβίωσης. Αλλα παιδιά, που είτε είχαν κότσια είτε την οικονομική στήριξη των δικών τους, έφευγαν, ελπίζοντας να δικαιωθούν στα ξένα, έχοντας όλη τη ζωή και ευκαιρίες μπροστά τους.
Η ελληνική κοινωνία, στο πρόσωπο της «γενιάς των 700 ευρώ», αποδεχόταν μεγαλόθυμα ότι αυτή η φουρνιά Ελλήνων ήταν τυπικώς αξιότερη και δεν θα έπρεπε να φάει τα χαστούκια που δέχθηκαν οι προηγούμενοι. Και μάλιστα σε μια Ελλάδα που κομπορρημονούσε για την ισχύ της και εγγυάτο για το μέλλον.
Πριν αλέκτορα φωνήσαι αι γενεαί πάσαι των Ελλήνων συναντήθηκαν σε σταυροδρόμι. Εικοσάρηδες, τριαντάρηδες, πενηντάρηδες, εξηντάρηδες, αλλά και οι επαγγελματικά απόμαχοι συνειδητοποίησαν ότι τα προσωπικά σχέδια ζωής, η προσδοκία γαλήνης στα μελλούμενα, βρίσκονται πάνω σε κινούμενη άμμο. Καθημερινό άχθος των πολλών πια είναι η επιβίωση με «αντάλλαγμα» το προέχον όπως αυτό από επίσημα χείλη συνοψίζεται: να σωθεί ο τόπος, γιατί εάν καταρρεύσει τώρα η χώρα θα μας πλακώσει όλους.
Πράγματι, σε στιγμές στωικότητας, μονολογείς ότι παρά τα οικονομικά δεινά που υφίστασαι, ακόμα και αν ακούς τριγμούς στην προκρούστεια κλίνη, δεν είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί. «Την υγειά μας να ’χουμε» αλληλοπαρηγοριέσαι με φίλους, ξέροντας και βλέποντας όμως ότι τα συμπτώματα «ψυχικής μαρμαρυγής» αφήνουν χαρακιές σε όλους. Πλην βεβαίως των πασχόντων από εσωτερικό παχυδερμισμό - μία νόσος που διαγιγνώσκεται διά της παρατηρήσεως και κατά κανόνα είναι ανίατη.
Ανθρωποι δικοί σου εντάσσονται στον ολοένα διευρυνόμενο κύκλο αυτών που ζουν με χίλια ζόρια, περπατούν σκυφτοί, θολωμένοι. Φίλοι -κι αυτοί «κεκαρμένοι εν χρω»- έμειναν χωρίς δουλειά, δεν έχουν να πληρώσουν το νοίκι. Οι καλημέρες έγιναν στυφές. Γέροντες προσεύχονται να τα εκατοστήσουν με ένα όνειρο: να μπορούν να προσφέρουν το υστέρημά τους στα παιδιά τους. Συνάδελφοι που εκτιμάς ζητούν πρώτη φορά δανεικά και ντρέπεσαι για την ντροπή τους. Καταντάς να πουλάς αγριάδα σε φτωχοδιάβολους του δρόμου για να μη σε πλησιάσουν. Κουβαλούν ασθένειες, μυρίζουν άσχημα (πια). Προσπερνάς επαίτες και δεν τους δίνεις τίποτα, χωρίς ενοχές (πια). Δεν σε παίρνει ύπνος, αγωνιάς για αγαπημένους, ψαχουλεύεις τα μάτια αυτών που την επομένη απαντούν «όλα καλά» και παίρνεις δύναμη.
ΥΓ: Τα παραπάνω δεν αφορούν εκ γενετής αποταμιευτές και δημόσιους αυτουργούς.