Του Κώστα Δουζίνα
Η απροσδόκητη αναγγελία του Γ. Παπανδρέου ότι θα διεξαγάγει δημοψήφισμα με ερώτημα τη δανειακή συμφωνία της 24ης Οκτώβρη είναι η εναρκτήρια ριπή (salvo) στο φινάλε της ελληνικής τραγωδίας. Είναι η τραβηγμένη αυτή κίνηση μια γνήσια προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία ή μια απεγνωσμένη μπλόφα ενός χαρτοπαίκτη που βρίσκεται σε πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση;
Προφανώς, η εμπλοκή της κοινωνίας σε μια από τις πιο σημαντικές αποφάσεις της ελληνικής Ιστορίας ακούγεται θετικό γεγονός. Όπως, όμως, έχουν εξηγήσει επανειλημμένα οι συνταγματολόγοι και οι πολιτικοί επιστήμονες, τα δημοψηφίσματα δεν είναι απαραιτήτως δείκτης δημοκρατίας. Σε αντίθεση με τα δημοψηφίσματα που συγκαλούνται έπειτα από πρωτοβουλία του λαϊκού παράγοντα, όπως συνέβη πρόσφατα με αυτό στην Ιταλία, που ανέτρεψε τα κυβερνητικά σχέδια ιδιωτικοποίησης του νερού, τα δημοψηφίσματα έχουν χρησιμοποιηθεί συχνά περισσότερο για να στηρίξουν αποτυχημένες κυβερνήσεις παρά για να δώσουν μια πραγματική δυνατότητα επιλογής στους πολίτες.
Το γεγονός ότι το ερώτημα επιλέγεται από την κυβέρνηση με βάση τις δικές της προτεραιότητές, το ότι η απάντηση μπορεί να είναι μόνο ένα ναι ή ένα όχι, το ότι δεν μπορούν να υπάρξουν πολιτικές αποχρώσεις και διαφοροποιήσεις εντός του ναι ή του όχι, σημαίνει ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν το δημοψήφισμα για να εκβιάσουν την κοινωνία ή για να την πιέσουν να επικυρώσει ήδη ειλημμένες αποφάσεις.
Σκεφτείτε για παράδειγμα την επιλογή του ερωτήματος του δημοψηφίσματος. Εάν ρωτάει τους ανθρώπους να διαλέξουν μεταξύ εξόδου από την ευρωζώνη (και επιστροφής στη δραχμή) και παραμονής στην ευρωζώνη, πολλοί πολίτες και πολιτικά κόμματα που είναι ενάντια στα καταστροφικά μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση μπορεί να ψηφίσουν υπέρ της παραμονής στην ευρωζώνη δίνοντας μια ψεύτικη νίκη στην κυβέρνηση. Από την άλλη, ένα ερώτημα που βασίζεται στην νέα δανειακή συμφωνία της 24ης Οκτώβρη και στα νέα μέτρα λιτότητας που ακολουθούν, θα οδηγήσει ξεκάθαρα σε ένα αποτέλεσμα αντίθετο με τις επιθυμίες της κυβέρνησης. Αλλά ένα τέτοιο ερώτημα είναι απίθανο να τεθεί, γιατί όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν την μεγάλη αντίθεση του κόσμου στα μέτρα. Αντίστοιχα, κάποια μέτρα που η αξιοθρήνητη κυβέρνηση έχει υποσχεθεί αλλά δεν έχει πάρει, όπως η πάταξη της φοροδιαφυγής και η δίωξη ειδικά των πλούσιων φοροφυγάδων, έχουν ήδη καθυστερήσει πάρα πολύ και είναι απολύτως απαραίτητα για να αλλάξει πορεία η χώρα. Εντούτοις, επειδή οι συνέπειες όλου του πακέτου των μέτρων ως συνόλου είναι εξαιρετικά αρνητικές, άνθρωποι που θα ήθελαν να υπερψηφίσουν ένα θετικό μέτρο, ενώ την ίδια στιγμή θα ήθελαν να καταψηφίσουν τα άλλα, δεν θα μπορούν να το κάνουν. Τα δημοψηφίσματα είναι, λοιπόν, μέσο άμβλυνσης των αντιθέσεων (blunt instruments).
Καθώς ένα μικρό δείγμα της τελευταίας συμφωνίας της Ευρωζώνης άρχισε να εμφανίζεται, έγινε σαφές ότι η επικεφαλίδα «καλά νέα» ήταν μια εικόνα της στιγμής. Παρά τα σκληρά μέτρα λιτότητας που έχουν ήδη επιβληθεί και αυτά που περιλαμβάνονται στη νέα συμφωνία, ο στόχος είναι το ελληνικό χρέος να μειωθεί στο 120% του ΑΕΠ το 2020, δηλαδή ακριβώς όσο ήταν το 2009, όταν οι Ευρωπαίοι και το ΔΝΤ κατέφθασαν στην Αθήνα ως άλλοι αποικιοκράτες. Παρά τις επικεφαλίδες των ΜΜΕ για 50% «κούρεμα» του χρέους, ο λεπτομερής έλεγχος των στοιχείων έδειξε ότι η πραγματική μείωση του συνολικού χρέους θα είναι μόλις 30 δις. Ζητάνε από τους Έλληνες να ματώσουν το λιγότερο γι’ άλλα 20 χρόνια χωρίς να διαφαίνεται προφανής βελτίωση στη δημοσιονομική τους κατάσταση.
Το χρέος μοιάζει να είναι μόνο ένα πρόσχημα για την ριζική αλλαγή του κοινωνικού συμβολαίου. Χρησιμοποιείται για να καταστρέψει το ήδη αδύναμο κοινωνικό κράτος, για να μεταφέρει τον δημόσιο πλούτο στο κεφάλαιο σε εξευτελιστική τιμή, και για να μετατρέψει τους Έλληνες εργαζόμενους σε επισφαλές και απροστάτευτο προλεταριάτο. Οι ελληνικές και ευρωπαϊκές ελίτ χρησιμοποίησαν συνειδητά το ελληνικό χρέος ως ένα κοινωνικό εργαστήριο (lab) για να πειραματιστούν για το μέλλον της παραπαίουσας Ευρώπης.
Το συμπέρασμα είναι λοιπόν παραπάνω από προφανές: Το δημοψήφισμα είναι ένας ωμός εκβιασμός με μόνο στόχο την πολιτική νομιμοποίηση των τεχνοκρατών «τρίτης κατηγορίας» του Γιώργου Παπανδρέου, ώστε να συνεχίσουν την ίδια πολιτική. Το δημοψήφισμα είναι η απάντηση στην αντίδραση του ελληνικού λαού. Κανένας υπουργός δεν μπορεί πλέον να εμφανιστεί σε δημόσιο χώρο χωρίς να παρενοχληθεί ή να γιαουρτωθεί. Η στρατιωτική παρέλαση της 28ης Οκτώβρη ακυρώθηκε, όταν διαδηλωτές κατέλαβαν τους δρόμους διαμαρτυρόμενοι ενάντια στα μέτρα. Οι περισσότερες μαθητικές παρελάσεις σε άλλες πόλεις και χωριά διακόπηκαν κι αυτές. Οι απεργίες, οι καταλήψεις και οι άλλες ευφάνταστες δράσεις, έχουν καταστήσει την Ελλάδα μια ακυβέρνητη χώρα. Η απονομιμοποίηση της κυβέρνησης έχει μεταφερθεί από τις δημοσκοπήσεις στους δρόμους. Οι πολιτικές ελίτ, που αισθάνονταν για 30 χρόνια απρόσβλητες, ανώτερες, σχεδόν υπερβατικές (transcendent) σε σχέση με τους απλούς ανθρώπους, για πρώτη φορά βλέπουν την λαϊκή οργή και έκρηξη και αδυνατούν να την κατανοήσουν. Το δημοψήφισμα είναι η μελαγχολική «έξοδος» ενός καθεστώτος που δεν έχει πλέον καμία λαϊκή αποδοχή.
Εντός αυτού του πολιτικού σκηνικού πάρθηκε η «περίεργη» απόφαση για δημοψήφισμα, μια απόφαση που μοιάζει να εξέπληξε ακόμη και τους Ευρωπαίους «αγκιτάτορες» της κυβέρνησης. Αλλά αυτό δεν είναι μια εκ των υστέρων αναγνώριση λαθών από την κυβέρνηση ή μια προσπάθεια επανόρθωσης των επανειλημμένων ταπεινώσεων που δέχτηκε η Ελλάδα ή μια επαναδιεκδίκηση της εθνικής κυριαρχίας εναντίον του ΔΝΤ και της Γερμανίας. Αντιθέτως. Είναι η τελευταία ανάσα, το κύκνειο άσμα μιας αποκαμωμένης και εντελώς ηττημένης κυβέρνησης. Είναι η προσπάθεια του Παπανδρέου να ξανασηκωθεί όρθιος, χρησιμοποιώντας δολώματα όπως ο Μπάρον Μουνχάουζεν. Μια απέλπιδα προσπάθεια αποτυχημένων μεγαλομανών να ξαναποκτήσουν την πρωτοβουλία κινήσεων απέναντι σε έναν ολόκληρο λαό που κραυγάζει ότι θέλει να τους διώξει από την πολιτική σκηνή. Και όπως όλες οι απέλπιδες ενέργειες αυτού του είδους, είναι κι αυτή ένας ωμός εκβιασμός και ταυτόχρονα μια πράξη αυτοχειρίας. Ένας εκβιασμός προς τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, που από τη μια βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο σε σχέση με την κοινωνική αντίδραση, και από την άλλη η κυβέρνηση τους ζητά ψήφο εμπιστοσύνης την Παρασκευή, εφαρμόζοντας το ρητό του Τζέιμς Κάλαχαν: «οι γαλοπούλες δεν ψηφίζουν για το αν θα γίνουν νωρίτερα τα Χριστούγεννα». Ένας εκβιασμός στους Έλληνες πολίτες, που τους λένε ότι αν δεν αποδεχτούν τα καταστροφικά μέτρα, θα καταδικαστούν σε έξοδο από την ευρωζώνη και στο να ζουν σε μια υπανάπτυκτη χώρα.
Στις λίγες πρόσφατες περιπτώσεις που οι ευρωπαϊκές ελίτ ζήτησαν την λαϊκή αποδοχή, δέχτηκαν ηχηρές αρνήσεις. Οι Γάλλοι και οι Ολλανδοί απέρριψαν το Ευρωσύνταγμα και αποτελείωσαν τις φιλοδοξίες για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού κράτους βασισμένου σε νεοφιλελεύθερες αρχές. Η κυνική χρήση της προσφυγής στης λαϊκή ετυμηγορία, όχι για να σώσει την Ελλάδα, αλλά μια μικρή συμμορία πολιτικών ελίτ, μου θυμίζει την πολιτική παραβολή Seeing του βραβευμένου με Νόμπελ Ζοζέ Σαραμάγκου. Κάτοικοι μιας ανώνυμης πόλης ψηφίζουν μαζικά λευκό σε δύο συνεχόμενες εθνικές εκλογές, χωρίς κανένα πολιτικό κόμμα να το έχει προσχεδιάσει και να έχει κατευθύνει τους πολίτες στο λευκό. Η δεξιά κυβέρνηση θεωρεί αυτή την πράξη εσχάτη προδοσία και αναγγέλλει κράτος έκτακτης ανάγκης. Τελικά η κυβέρνηση αποχωρεί από την πρωτεύουσα, θεωρώντας ότι η αταξία και η αναταραχή που ακολούθησε θα κάνει τους ψηφοφόρους να βάλουν μυαλό. Η ζωή συνεχίζεται ειρηνικά.
Τα δημοψηφίσματα σε Γαλλία και Ολλανδία και ο Σαραμάγκου σκιαγραφούν τις δύο ανοιχτές επιλογές που έχουν οι Έλληνες. Το πιο πιθανό αποτέλεσμα της ψήφου των Ελλήνων, όποιο τέχνασμα κι αν χρησιμοποιήσει η κυβέρνηση στον τρόπο που θα θέσει το ερώτημα, θα είναι είτε η μη συμμετοχή του ελληνικού λαού και η συνολική απόρριψη του εκβιασμού, είτε η συμμετοχή του και η δια της ψήφου ηχηρή απόρριψη της κυβέρνησης. Όποια κι αν είναι η απόφαση, έχει φτάσει η στιγμή της κατάρρευσης του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Είναι ευθύνη της ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης να αρχίσει τον σχεδιασμό της μετά το Μνημόνιο πολιτικής περιόδου στη χώρα.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Greek Left Review