Συνταγματική ή δημοκρατική εκτροπή;
Μερικές σκέψεις για το φιλελεύθερο αυταρχισμό της εποχής μας
Οι φιλελεύθερες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες λειτουργούν με βάση αυτό που ονομάζουμε «ελεύθερη εντολή»: κάθε τόσα χρόνια οι πολίτες ενός κράτους ψηφίζουν τους αντιπροσώπους τους, οι οποίοι, από τη στιγμή της εκλογής τους και μέχρι τις επόμενες εθνικές εκλογές, δεν έχουν καμία νομική δέσμευση απέναντι σε όσους τους εξέλεξαν. Μπορούν, δηλαδή, να ψηφίζουν με «συνειδησιακή ελευθερία» ό, τι κρίνουν καλύτερο (ή ό, τι η ΕΚΤ και ο Αλαφούζος κρίνουν καλύτερο — αλλά ας μην είμαστε σχολαστικοί), χωρίς να λογοδοτούν πουθενά και χωρίς το περιεχόμενο των αποφάσεών τους να ελέγχεται, παρά μόνο ως προς τη συμφωνία του με το Σύνταγμα (και αυτό, ενίοτε, όχι πολύ σχολαστικά).
Στο πλαίσιο αυτό, η απόφαση του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ να σχηματίσουν κυβέρνηση συνεργασίας —παρόλο που κατά το κοινό αίσθημα και τις δημοσκοπήσεις δεν αντιπροσωπεύουν πάνω από το 30-35% του ελληνικού λαού—, και μάλιστα με επικεφαλής έναν τραπεζίτη, φαίνεται να είναι εντός του γράμματος του Συντάγματος και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία τεκμαίρει πως από τη στιγμή που κάποιος εκλέγεται πλειοψηφικά (ή και μειοψηφικά, αν έχουμε ενισχυμένη αναλογική, αλλά ας έχουμε λίγο ελεύθερη προσέγγιση στα θέματα…), οι αποφάσεις του εκφράζουν την πλειονότητα των αντιπροσωπευομένων· αν πάλι δεν την εκφράζουν, τόσο το χειρότερο για τους αντιπροσωπευόμενους.
Προφανώς, σε συνθήκες σχετικής ομαλότητας το πολιτικό σύστημα μιας χώρας αναπαράγεται κανονικά και δεν χρειάζεται να φτάσει την παραπάνω λογική στα όριά της. Στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, για παράδειγμα, οι απώλειες του ενός διαχειριστή της εξουσίας μεταφράζονταν σε κέρδη του έτερου εταίρου. Όταν, λοιπόν, μια κυβέρνηση αντιμετώπιζε προβλήματα σταθερότητας, καθώς η πολιτική της προκαλούσε τη λαϊκή δυσαρέσκεια, προκήρυσσε εκλογές ακριβώς για να παραχωρήσει τη θέση της στην άλλη. Αυτή η ωραία κλεψύδρα, με καθένα απο τα δύο μέρη να τροφοδοτεί το άλλο, έχει τα τελευταία χρόνια πάψει να λειτουργεί. Αυτό ακριβώς είχε κατά νου ο κ. Βενιζέλος, όταν την περασμένη Παρασκευή έλεγε στον Αλέξη Τσίπρα πως, αν κάνουμε εκλογές, δεν θα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε το αποτέλεσμα.
Για κάτι τέτοιες όμως περιστάσεις έχει φτιαχτεί η ελεύθερη εντολή. Κανένα αστικό Σύνταγμα δεν προβλέπει να πέφτει η κυβέρνηση όταν φτάνει το 15% ή το 5% στα γκάλοπ. Προφανώς, λοιπόν, όσα συμβαίνουν αυτές τις μέρες είναι στα όρια της λογικής του Συντάγματος. Αλλά τα Συντάγματα είναι ελαστικά πράγματα. Τόσο ελαστικά, ώστε σε χώρες οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται για τη σταθερότητά τους, όπως η Ελλάδα, το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει την αυτοκατάργησή του (κατάσταση έκτακτης ανάγκης) σε περίπτωση που τα πράγματα ζορίσουν πολύ. Όταν κάποιος υπερασπίζεται γενικώς και αορίστως το Σύνταγμα, λοιπόν, υπερασπίζεται και το γεγονός ότι το Σύνταγμα αυτοκαταργείται, όταν η όξυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού δεν επιτρέπει αβροφροσύνες, δικαιώματα και τα συναφή: είτε μας αρέσει είτε όχι, στον κοινοβουλευτισμό, την εύρυθμη λειτουργία του οποίου περιφρουρεί το Σύνταγμα, κυβερνά αυτός που έχει τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη 151 βουλευτών, ακόμα και αν αυτοί οι 151 δεν μπορούν να πιούν καφέ στο καφενείο της γειτονιάς τους χωρίς να φάνε γιαούρτια.
Αντίθετα, είναι εντελώς διαφορετικό να υπερασπίζεται κανείς τη δημοκρατία — και αυτό πρέπει να το κάνουμε με όλες μας τις δυνάμεις. Όχι όμως τη δημοκρατία της Μεταπολίτευσης, η οποία μάλλον βασίστηκε σε μια ισορροπία τρόμου: οι από κάτω δεν θα αμφισβητούσαν ευθέως και εν συνόλω τους από πάνω, αν και θα τους ζόριζαν πολύ σε επιμέρους τομείς με τους αγώνες τους· αντίστοιχα, οι από πάνω θα παραχωρούσαν πράγματα, όχι από την καλή τους την καρδιά, αλλά αφενός για να μείνουν εκεί που είναι και αφετέρου γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν και πολύ διαφορετικά.
Αυτή η δημοκρατία έχει πεθάνει μαζί με το οικονομικό της ανάλογο, τον κεϋνσιανισμό. Μάλλον, λοιπόν, θα πρέπει να υπερασπιστούμε μια δημοκρατία που δεν υπάρχει, παρά μονάχα ως έλλειψη. Μια δημοκρατία που δεν θα τη γιορτάζουμε μια φορά στα τέσσερα χρόνια, για να αποχωρούμε μετά στον καναπέ μας. Μια δημοκρατία που δεν θα υπάρχει μόνο στη Βουλή, αλλά και στη γειτονιά, τη δουλειά, το σχολείο, την οικογένεια. Κανένα λόγο δεν έχουμε να υπερασπιζόμαστε έναν κόσμο που πεθαίνει. Έχουμε, όμως, όλους τους λόγους του κόσμου να υπερασπιζόμαστε έναν κόσμο που, αν γεννηθεί, θα είναι η μοναδική λύση στο αντιδημοκρατικό και εξαθλιωμενο μέλλον που μας ετοιμάζουν.
Αντί λοιπόν να εξαντλούμε την επιχειρηματολογία μας για το γράμμα του Συντάγματος, που μάλλον κανέναν δεν ενδιαφέρει πλέον, ίσως να πρέπει να δώσουμε λίγο περισσότερη προσοχή στο συχνά λεγόμενο «οι πολιτικοί είναι ψεύτες». Προφανώς και δεν είναι «όλοι οι πολιτικοί» — μια τέτοια αντίληψη, δηλαδή, μπορεί εύκολα να εκτραπεί σε αντιδημοκρατικές οδούς. Ας σταματήσουμε, όμως, να κοιτάμε χλευαστικά όσους το λένε. Κι ας πούμε και παραέξω ότι κανείς δεν έχει λόγο να μην είναι ψεύτης σε ένα σύστημα κατ΄ όνομα δημοκρατικό, όπου κάθε κανονιστική δύναμη παύει να υπάρχει απ’ τη στιγμή που ρίχνουμε το ψηφοδέλτιο στην κάλπη — και μέχρι να το ξαναρίξουμε.
Όταν οι άλλοι βάζουν για πρωθυπουργό έναν τραπεζίτη, καταργώντας πλέον κάθε πρόσχημα, εμείς δεν νοείται να μελετάμε την παράγραφο χ του άρθρου ψ. Ο καπιταλισμός, και μαζί του η κοινοβουλευτική δημοκρατία, μας δείχνουν τα δόντια τους. Καιρός να δείξουμε κι εμείς τα δικά μας.
Υ.Γ.: Κάπου εδώ καταλαβαίνω τι ακριβώς εννοούν οι Κινέζοι όταν λένε: «Την κατάρα μου νά χεις, να γεννηθείς σε ενδιαφέρουσα εποχή». Αυτή η άτιμη η Ιστορία δεν λέει να τελειώσει με τίποτα.
Στο πλαίσιο αυτό, η απόφαση του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ να σχηματίσουν κυβέρνηση συνεργασίας —παρόλο που κατά το κοινό αίσθημα και τις δημοσκοπήσεις δεν αντιπροσωπεύουν πάνω από το 30-35% του ελληνικού λαού—, και μάλιστα με επικεφαλής έναν τραπεζίτη, φαίνεται να είναι εντός του γράμματος του Συντάγματος και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία τεκμαίρει πως από τη στιγμή που κάποιος εκλέγεται πλειοψηφικά (ή και μειοψηφικά, αν έχουμε ενισχυμένη αναλογική, αλλά ας έχουμε λίγο ελεύθερη προσέγγιση στα θέματα…), οι αποφάσεις του εκφράζουν την πλειονότητα των αντιπροσωπευομένων· αν πάλι δεν την εκφράζουν, τόσο το χειρότερο για τους αντιπροσωπευόμενους.
Προφανώς, σε συνθήκες σχετικής ομαλότητας το πολιτικό σύστημα μιας χώρας αναπαράγεται κανονικά και δεν χρειάζεται να φτάσει την παραπάνω λογική στα όριά της. Στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, για παράδειγμα, οι απώλειες του ενός διαχειριστή της εξουσίας μεταφράζονταν σε κέρδη του έτερου εταίρου. Όταν, λοιπόν, μια κυβέρνηση αντιμετώπιζε προβλήματα σταθερότητας, καθώς η πολιτική της προκαλούσε τη λαϊκή δυσαρέσκεια, προκήρυσσε εκλογές ακριβώς για να παραχωρήσει τη θέση της στην άλλη. Αυτή η ωραία κλεψύδρα, με καθένα απο τα δύο μέρη να τροφοδοτεί το άλλο, έχει τα τελευταία χρόνια πάψει να λειτουργεί. Αυτό ακριβώς είχε κατά νου ο κ. Βενιζέλος, όταν την περασμένη Παρασκευή έλεγε στον Αλέξη Τσίπρα πως, αν κάνουμε εκλογές, δεν θα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε το αποτέλεσμα.
Για κάτι τέτοιες όμως περιστάσεις έχει φτιαχτεί η ελεύθερη εντολή. Κανένα αστικό Σύνταγμα δεν προβλέπει να πέφτει η κυβέρνηση όταν φτάνει το 15% ή το 5% στα γκάλοπ. Προφανώς, λοιπόν, όσα συμβαίνουν αυτές τις μέρες είναι στα όρια της λογικής του Συντάγματος. Αλλά τα Συντάγματα είναι ελαστικά πράγματα. Τόσο ελαστικά, ώστε σε χώρες οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται για τη σταθερότητά τους, όπως η Ελλάδα, το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει την αυτοκατάργησή του (κατάσταση έκτακτης ανάγκης) σε περίπτωση που τα πράγματα ζορίσουν πολύ. Όταν κάποιος υπερασπίζεται γενικώς και αορίστως το Σύνταγμα, λοιπόν, υπερασπίζεται και το γεγονός ότι το Σύνταγμα αυτοκαταργείται, όταν η όξυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού δεν επιτρέπει αβροφροσύνες, δικαιώματα και τα συναφή: είτε μας αρέσει είτε όχι, στον κοινοβουλευτισμό, την εύρυθμη λειτουργία του οποίου περιφρουρεί το Σύνταγμα, κυβερνά αυτός που έχει τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη 151 βουλευτών, ακόμα και αν αυτοί οι 151 δεν μπορούν να πιούν καφέ στο καφενείο της γειτονιάς τους χωρίς να φάνε γιαούρτια.
Αντίθετα, είναι εντελώς διαφορετικό να υπερασπίζεται κανείς τη δημοκρατία — και αυτό πρέπει να το κάνουμε με όλες μας τις δυνάμεις. Όχι όμως τη δημοκρατία της Μεταπολίτευσης, η οποία μάλλον βασίστηκε σε μια ισορροπία τρόμου: οι από κάτω δεν θα αμφισβητούσαν ευθέως και εν συνόλω τους από πάνω, αν και θα τους ζόριζαν πολύ σε επιμέρους τομείς με τους αγώνες τους· αντίστοιχα, οι από πάνω θα παραχωρούσαν πράγματα, όχι από την καλή τους την καρδιά, αλλά αφενός για να μείνουν εκεί που είναι και αφετέρου γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν και πολύ διαφορετικά.
Αυτή η δημοκρατία έχει πεθάνει μαζί με το οικονομικό της ανάλογο, τον κεϋνσιανισμό. Μάλλον, λοιπόν, θα πρέπει να υπερασπιστούμε μια δημοκρατία που δεν υπάρχει, παρά μονάχα ως έλλειψη. Μια δημοκρατία που δεν θα τη γιορτάζουμε μια φορά στα τέσσερα χρόνια, για να αποχωρούμε μετά στον καναπέ μας. Μια δημοκρατία που δεν θα υπάρχει μόνο στη Βουλή, αλλά και στη γειτονιά, τη δουλειά, το σχολείο, την οικογένεια. Κανένα λόγο δεν έχουμε να υπερασπιζόμαστε έναν κόσμο που πεθαίνει. Έχουμε, όμως, όλους τους λόγους του κόσμου να υπερασπιζόμαστε έναν κόσμο που, αν γεννηθεί, θα είναι η μοναδική λύση στο αντιδημοκρατικό και εξαθλιωμενο μέλλον που μας ετοιμάζουν.
Αντί λοιπόν να εξαντλούμε την επιχειρηματολογία μας για το γράμμα του Συντάγματος, που μάλλον κανέναν δεν ενδιαφέρει πλέον, ίσως να πρέπει να δώσουμε λίγο περισσότερη προσοχή στο συχνά λεγόμενο «οι πολιτικοί είναι ψεύτες». Προφανώς και δεν είναι «όλοι οι πολιτικοί» — μια τέτοια αντίληψη, δηλαδή, μπορεί εύκολα να εκτραπεί σε αντιδημοκρατικές οδούς. Ας σταματήσουμε, όμως, να κοιτάμε χλευαστικά όσους το λένε. Κι ας πούμε και παραέξω ότι κανείς δεν έχει λόγο να μην είναι ψεύτης σε ένα σύστημα κατ΄ όνομα δημοκρατικό, όπου κάθε κανονιστική δύναμη παύει να υπάρχει απ’ τη στιγμή που ρίχνουμε το ψηφοδέλτιο στην κάλπη — και μέχρι να το ξαναρίξουμε.
Όταν οι άλλοι βάζουν για πρωθυπουργό έναν τραπεζίτη, καταργώντας πλέον κάθε πρόσχημα, εμείς δεν νοείται να μελετάμε την παράγραφο χ του άρθρου ψ. Ο καπιταλισμός, και μαζί του η κοινοβουλευτική δημοκρατία, μας δείχνουν τα δόντια τους. Καιρός να δείξουμε κι εμείς τα δικά μας.
Υ.Γ.: Κάπου εδώ καταλαβαίνω τι ακριβώς εννοούν οι Κινέζοι όταν λένε: «Την κατάρα μου νά χεις, να γεννηθείς σε ενδιαφέρουσα εποχή». Αυτή η άτιμη η Ιστορία δεν λέει να τελειώσει με τίποτα.