Θα αρνηθούμε τη λιτότητα στην πολιτική και στη Δημοκρατία !!!
«…Η ομοφωνία ανάμεσα στους ανθρώπους αποφασίζει τι είναι σωστό και τι λάθος; Σωστό και λάθος είναι αυτό που λένε οι άνθρωποι. Και ομοφωνούν μέσα στη γλώσσα.
Αυτό δεν είναι ομοφωνία στις γνώμες αλλά στον τρόπο ζωής». L. Wittgenstein
Για να αναλύσουμε και να κατανοήσουμε τα αίτια και τη δυναμική της ανοιχτής πολιτικής κρίσης που εκδηλώθηκε μετά την 27η Οκτωβρίου, έχουμε ανάγκη από ένα ευρύτερο και πιο σύνθετο ερμηνευτικό πλαίσιο.
Καταφανώς, η αναγωγή της κρίσης στα πάθη, στις ανεπάρκειες, στις προσωπικές επιδιώξεις των «πρωταγωνιστών» και στην αδυναμία του πολιτικού προσωπικού (που δεν μπορεί «να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων») είναι μια χονδροειδής ερμηνεία.
Η πολιτική κρίση προκύπτει ως επακόλουθο της κοινωνικής απονομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος, η οποία παροξύνει τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις μεταξύ των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων και συμπλέκεται με την ωμή παρέμβαση του διευθυντηρίου της Ευρωζώνης.
Ωστόσο, η ερμηνεία θα παραμείνει ατελής, αν περιοριστεί στους ενδογενείς παράγοντες. Αν αγνοηθούν μακροχρόνιες τάσεις, που λειτουργούν παγκόσμια και εντείνονται μέσα στον ευρωπαϊκό χώρο, οι οποίες οδηγούν στο μεγάλο μετασχηματισμό της σχέσης πολιτικής – οικονομίας.
Σε ολόκληρη την Ευρώπη, οι αγορές -λειτουργώντας ως οιονεί πολιτικά υποκείμενα- προχωρούν σε μετωπική αναμέτρηση με τις κοινωνίες και τα εθνικά κράτη. Το αντικείμενο της αναμέτρησης είναι η ενίσχυση της επικυριαρχίας τους στην καπιταλιστική ανασυγκρότηση, με την περαιτέρω αποδυνάμωση κάθε κλασικού τύπου πολιτικής διαμεσολάβησης.
Οι αδρές γραμμές του σχεδιασμού είναι διαμορφωμένες: εμπέδωση διαρκούς λιτότητας, οριστική απαλλαγή από τα απομεινάρια του κοινωνικού κράτους, διάλυση του μεταπολεμικού θεσμικού πλέγματος συλλογικής άμυνας των λαϊκών τάξεων. Η νίκη σ’ αυτή την αναμέτρηση διεκδικείται με συστηματική αδιαλλαξία, που θεωρεί περιττή την αναζήτηση ενός, έστω και στοιχειώδους, συμβιβασμού με τις υποτελείς δυνάμεις.
Η επιλογή έχει από πίσω της μια μακρά προετοιμασία, η οποία έχει συσσωρεύσει ευνοϊκές πολιτικές και ιδεολογικές προϋποθέσεις: Απέναντι στην επιθετικότητα των αγορών, οι αντιστάσεις των ευρωπαϊκών κρατών έχουν μειωθεί. Οι εκρήξεις στις κοινωνίες δεν έχουν υπερβεί το όριο της αποσπασματικότητας και δεν παράγουν ένα «συνεχές» αντίστασης.
Ο ιδεολογικός πρωτογονισμός του νεοφιλελευθερισμού διαβρώνει τα αξιακά πρότυπα που διαμόρφωσε ο διαφωτισμός και υπερασπίστηκε το δημοκρατικό κίνημα. Εντούτοις, το εγχείρημα δεν μπορεί να προχωρήσει στηριγμένο αποκλειστικά στην οικονομική καταστολή των απείθαρχων κυβερνήσεων και στην εξουθένωση των κοινωνικών αντιστάσεων.
Απαιτείται μια ελάχιστη νομιμοποιητική βάση και ένας ιδεολογικός λόγος που να συναρμόζει τον οικονομικό πραγματισμό με μια επίφαση πολιτικής αυτονομίας και την τρομοκρατία των αριθμών με μια υποτυπώδη παραμυθία για το μέλλον. Από μια τέτοια σκοπιά, το κρίσιμο ζήτημα είναι να αλλάξει το πλουραλιστικό – δημοκρατικό πολιτικό υπόδειγμα, να «απλοποιηθεί» και να ομογενοποιηθεί.
Αν η συνεχής οικονομική μεγέθυνση που επιβάλλει ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός είναι ο αναγκαστικός μονόδρομος «προόδου» για την ανθρωπότητα, τότε το πολιτικό υπόδειγμα πρέπει να αντιστοιχηθεί στην καταθλιπτική απλότητα του μονόδρομου.
Να απαλλαγεί από τη συνθετότητα που αντιστοιχούσε σ’ ένα τύπο πολιτικής αντιπαράθεσης, ο οποίος συμπύκνωνε συγκρούσεις κοινωνικών συμφερόντων και εναλλακτικών λύσεων.
Να προσαρμοστεί σ’ ένα μοναδικό στόχο: την παραγωγή συναίνεσης. Συναίνεση σε επιλογές οι οποίες -με ανώδυνες παραλλαγές- εξασφαλίζουν την υποταγή της πολιτικής στην οικονομία. Συναίνεση στην κεντροποίηση του προγραμματικού ανταγωνισμού.
Συναίνεση στην αντίληψη ότι η υπερεθνική ολοκλήρωση της Ευρώπης πιθανώς να προϋποθέτει ένα «δόγμα περιορισμένης κυριαρχίας». Συναίνεση στην έκπτωση του ευρωπαϊσμού σ’ ένα ιδεολογικό φετίχ, απογυμνωμένου από κάθε κριτικό, εναλλακτικό, αγωνιστικό περιεχόμενο.
Η μετάλλαξη του πολιτικού υποδείγματος, η μετάβαση στη «δημοκρατία της συναίνεσης», έχει ανάγκη από ένα κώδικα εύληπτων στερεοτύπων, ο οποίος θα τροποποιήσει το κοινωνικό φαντασιακό. Χρειάζεται μια «γλώσσα», που οι άνθρωποι να «αναγνωρίζονται» μέσα της και να συναινούν (να ομοφωνούν) και που να οδηγεί σ’ ένα νέο πρότυπο ζωής.
Η «ευθύνη», η «συνεννόηση», η «αξιοπιστία», η «σωτηρία», οι «συντεχνίες», η «ανταγωνιστικότητα» -ένας ολόκληρος κατάλογος ιδεολογικών σημάτων, συγκροτούν βαθμιαία το «εκσυγχρονισμένο» πεδίο πολιτικής διαπραγμάτευσης και ανταλλαγής.
Το λεξικό της κριτικής σκέψης και της συγκρουσιακής πολιτικής δίνει τη θέση του στο λεξικό του ηθικισμού.
Το μέλλον μοιάζει να ανήκει στην «αποπολιτικοποιημένη» πολιτική, στον ισοπεδωτικό κομφορμισμό που αποτιμά τις επιλογές για τα προβλήματα της κοινωνίας και της ατομικής ζωής με κριτήρια κόστους και οικονομικής αποτελεσματικότητας.
Το νεοφιλελεύθερο σχέδιο μετάβασης σ’ ένα πολιτικό υπόδειγμα περιορισμένης δημοκρατίας δεν έχει φυσικά δεδομένη την επιτυχία. Η μετάβαση δεν συντελείται γραμμικά.
Όσο κι αν οι κοινωνίες έχουν αποξενωθεί από τη γραφειοκρατικοποιημένη πολιτική, λειτουργεί ακόμα η ιστορική μνήμη και το δημοκρατικό «ένστικτο» εναντίον του νεοφιλελεύθερου ολοκληρωτισμού.
Η μετάβαση σημαδεύεται από τις πολιτικές αντιθέσεις των κομμάτων που ανταγωνίζονται για την ηγεμονία μέσα στο «μπλοκ της συναίνεσης». Μια νέα αντίφαση αναδύεται επίσης, που μπορεί να λειτουργήσει εκρηκτικά: Η επιδίωξη της συναίνεσης στον μονόδρομο παράγει πόλωση μεταξύ δύο ουσιαστικά αντίπαλων στρατηγικών, ανεξάρτητα από τις πολιτικές μορφές στις οποίες θα αποκρυσταλλωθεί το νέο πολιτικό σύστημα.
Η ιστορική αριστερά πρέπει να αντιταχθεί ανυποχώρητα στη συρρίκνωση του δημοκρατικού πολιτικού υποδείγματος, με στρατηγική σταθερότητα και τακτική ευρηματικότητα. Όχι μόνο γιατί πρόκειται για ένα ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα. Αλλά και γιατί η αντιπαράθεση πρέπει να αναπροσανατολιστεί «επί του πολιτικού», υπερβαίνοντας τα όρια που θέτει η καθήλωση στον οικονομισμό.
Σ’ αυτή την αντιπαράθεση, θα χρειαστεί να εξαντλήσουμε κάθε ενωτική πρωτοβουλία. Να αξιοποιήσουμε τις αντιθέσεις του υπό συγκρότηση αντίπαλου συνασπισμού για να τον αποδιαρθρώσουμε.
Να πείσουμε για τη δυνατότητα μιας πολιτικής, η οποία με αφετηρία την ταξικότητα που διαμεσολαβείται από το πάθος, τις ιδέες και την ελπίδα, μπορεί να υπερασπιστεί και να διασώσει τα δημοκρατικά προτάγματα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, να τα εμπλουτίσει και να τα ριζοσπαστικοποιήσει. Να μιλήσουμε δηλαδή στο όνομα ολόκληρης της κοινωνίας.
Το 1989 σημαδεύει την κρίση ταυτότητας της ευρωπαϊκής αριστεράς. Η σοσιαλδημοκρατία αποτυγχάνει να επανα-νοηματοδοτήσει τα ιστορικά αξιακά της προτάγματα και υποτάσσεται ιδεολογικά στον νεοφιλελευθερισμό του οποίου διαχειρίζεται τις επιλογές, χωρίς ίχνος εναλλακτικότητας.
Η ιστορική αριστερά ταλαντεύεται μεταξύ της αναδίπλωσης στα εξαντλημένα στερεότυπα της σταλινικής παράδοσης και της προσχώρησης στον πολιτικό πραγματισμό που προσυπογράφει με βιαστική ρηχότητα την «αναγκαιότητα» της διάρρηξης των δεσμών της πολιτικής με την ιδεολογία και τη θεωρία.
Θεωρητικές τάσεις που επαναφέρουν την αντίληψη ότι η δημοκρατία αποτελεί το πολιτικό ισοδύναμο του καπιταλισμού συμπλέκονται με όλα τα προηγούμενα και αποδυναμώνουν την προβληματική του Δημοκρατικού Δρόμου προς τον σοσιαλισμό.
Η θεωρητική και πρακτική υπονόμευση κάθε δημοκρατικού περιεχομένου της πολιτικής από το νεοφιλελευθερισμό, βρίσκει τις κοινωνίες ανοχύρωτες. Η ανανεωτική και ριζοσπαστική αριστερά, με όλες τις αντιφάσεις και τις παλινδρομήσεις της πάλεψε εναντίον αυτών των τάσεων.
Η συγκυρία απαιτεί την ένταση και την αναβάθμιση της προσπάθειας.
Απαιτεί πρωταρχικά την ανυποχώρητη άρνηση να μπούμε στο κάδρο της συναίνεσης που επιβάλλει τη λιτότητα στην πολιτική και στη δημοκρατία.