Το 2011 ήταν μια όμορφη και δημιουργική χρονιά. Μα πάνω απ’ όλα ήταν μια χρονιά αυτογνωσίας αλλά και κατάρρευσης κάθε προσχήματος.
Για χρόνια όλοι λέγαμε ότι μας κυβερνούν οι τράπεζες. Αυτές κάνουν κομάντο σε ότι και να συμβαίνει σε τούτο εδώ τον τόπο, γι’ αυτό και κάθε τόσο σπάμε και κανένα υποκατάστημα για να δείξουμε πόσο τα 'χουμε πάρει με την πάρτη τους.
Όλοι πιστεύαμε ότι η δημοκρατία έχει πεθάνει προ πολλού και το μόνο που μας απέμενε ήταν να της κάνουμε και την κηδεία. Χούντα τους ανεβάζαμε, νεοφιλελεύθερα φασισταριά τους κατεβάζαμε. Η ώρα που ο κόσμος θα βγει στους δρόμους δεν θα αργήσει πια, σκεφτόμασταν.
Θα έρθει εκείνη η ώρα όπου οι σοσιαλιστές και πατριώτες που δεκαετίες δήλωναν προστάτες του ελληνικού λαού ενάντια στα συμφέροντα των κεφαλαίων, θα πληρώσουν, λέγαμε.
Οι μάσκες πέσανε. Τα κάνανε πουτάνα, με τσεκουροφόρους υπουργούς ακροδεξιά βδελύγματα υφυπουργούς και τραπεζίτη πρωθυπουργό. Το δίδυμο της συμφοράς από τις Βρυξέλλες μας έδειξε πότε θα ψηφίσουμε, πώς θα ψηφίσουμε και τι θα ψηφίσουμε, αν δεν θέλουμε να μας γαμήσουν πατόκορφα.
Και τότε εμείς γυρίσαμε να κοιτάξουμε τον καθρέπτη. Μάλλον είχαμε πολύ καιρό να το κάνουμε και απ’ ότι φάνηκε στους περισσότερους δεν πρέπει και να πολυάρεσε αυτό που είδαν. Αλλά για κάποιους από αυτούς υπήρξε το Σύνταγμα. Όσοι βρέθηκαν εκεί το κατάλαβαν. Αλλά δεν ήτανε και πάρα πολλοί.
Όλες αυτές τις μέρες είχα την τύχη να γνωρίσω τόσο πολύ κόσμο όσο πραγματικά δεν μπορούσα να πιστέψω. Κόσμο που δεν είχε απλά την ταμπέλα του άστεγου, του άνεργου, του υπαλλήλου, του φοιτητή και του μαθητή. Κόσμο με αξιοπρέπεια. Με το σπίτι του, την οικογένεια του, τη ζωή του. Μια ζωή που την έβλεπε να καταστρέφεται και που επιτέλους είδε μια ευκαιρία ανατροπής, σε μια περίοδο που τα μετέωρα προσχήματα κατέρρεαν το ένα μετά το άλλο.
Τι κατάφερε όλος αυτός ο κόσμος; Αυτό ρωτούσαν όλοι όσοι έβλεπαν τα ωριαία τηλεοπτικά αφιερώματα των μπάχαλων, όταν όλες τις υπόλοιπες μέρες απλά περίμεναν την ώρα που θα τους πουν πως η χώρα σώθηκε, η οικονομία μας είναι ασφαλής, ο τουρισμός μας πλήττεται από ένα τσούρμο άπλυτων χίπις, προειδοποιώντας τους μην τυχόν και χάσουν αμέσως μετά το δελτίο ειδήσεων το νέο συναρπαστικό επεισόδιο του Τούρκου γιάπη και της απαγορευμένης του αγάπης.
Ντεμέκ, γιαλαντζί και μπουνταλάδες αγανακτισμένοι -για να μιλήσω και στην φρεσκομαθημένη σαπουνοπερόγλωσσά τους- δηλώνοντας απηυδισμένοι από τους άχρηστους ηγέτες τους χτυπώντας δυνατά ένα τηλεκοντρόλ που απ’ το πολύ ζάπινγκ έπρεπε και πάλι να του αλλάξουν τις μπαταρίες.
Και εσύ που κατέβηκες εκεί κάτω τι κατάφερες τελικά; Ρωτούσαν με την ελπίδα να σε κάνουν το ίδιο συνυπεύθυνο με κάποιον που ναι μεν ξέρει ότι καρφωμένος σε μια πολυθρόνα έχει ήδη κάνει τη μαλακία της ζωής του, αλλά είναι πολύ Ελληνάρας για να το παραδεχτεί.
Με τρεις χιλιάδες χημικά σε μια μόνο μέρα και μερικές χιλιάδες κόσμο στους δρόμους μιας πόλης που αν είχε καταλάβει τότε τι της ερχόταν, θα είχε δυό εκατομμύρια να ξημεροβραδιάζονται στο δρόμο, πώς θα μπορούσες να κάνεις μια τέτοια ερώτηση; Δεν τον είχαν ψεκάσει ποτέ από τα δέκα εκατοστά, ούτε τον κοπάνησαν με τον πυροσβεστήρα και το γκλοπ, ψάχνοντας στα τυφλά να βρει οξυγόνο ανάμεσα από βροχή χημικών, φάινεται. Εξ ου και η με το τηλεκοντρόλ στο χέρι απορία.
Θα μου πεις, κείνες τις μέρες ο κόσμος όντως κατέβαινε στο κέντρο. Μόνο που το κέντρο για τους περισσότερους ήταν στου Ψειρή, στο Θησείο, την Καρύτση και το Κωλονάκι. Κάνοντας την επανάσταση του καπνίσματος στο μαγαζί που το τσιγάρο απαγορεύεται και αγανακτώντας για την κατάσταση που τον φέρανε, με τον πετσοκομμένο του μισθό να μην του φτάνει ούτε για τρία τζιν τόνικ.
Βλέπεις, όμως, το Σύνταγμα τελείωσε. Με τα τυπικά προσχήματα να έχουν εξαφανιστεί και τους αγώνες του λαού να περιορίζονται στις συντεχνιακές απεργίες κομματικών στελεχών και συνδικαλιστών, μη τυχόν και τα ρουσφετολογικά προνόμια χαθούν στον κυκεώνα των “διαρθρωτικών αλλαγών”. Λίγο αργά φαίνεται κατάλαβαν ότι το σπίτι του γαλάζιου, του πράσινο, του κόκκινου και του φούξια ρουσφετολάγνου, θα καραφορολογηθεί το ίδιο.
Το 2011 είχαμε και τα ποσοστά. Τα κομματικά νούμερα που θέλουν το ΠαΣοΚ στο 12 και τη ΝΔ στο 21. Τα ίδια ποσοστά που θέλουν και τους υπερασπιστές της εργατιάς, της κακομοιριάς και της μνήμης του Κιμ Γιονγκ Ιλ κολλημένους στο 9. Εκεί που κάποιος θα έλεγε ότι αυτή είναι η στιγμή μιας δημοκρατικής ανατροπής κομμένης και ραμένης στο δικό τους στημένο παιχνίδι, η αποκατάσταση της μνήμης του Ζαχαριάδη και η καταδίκη του “αντικομουνιστή” Χάβελ προηγείται.
Άλλωστε, ποιος ο λόγος μια αριστερή παράταξη να βρεθεί να κυβερνά; Το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν την ανασύνταξη των αστικών παρατάξεων και τη δυναμική επιδρομή τους στο πολιτικό προσκήνιο. Τάδε έφη η αρχηγός.
Τελικά, ο καθρέφτης του 2011 φάνηκε από ένα πολύ απλό πράγμα. Οι στημένοι, οι βολεμένοι και τα χάπατα το μόνο που είδαν στο Σύνταγμα, ήταν μια εγωιστική αντίδραση στο υποτιθέμενο “ησυχία μην τους ξυπνάτε” της Πουέρτα ντελ Σολ. Οι ίδιοι στημένοι, βολεμένοι και χάπατα που λίγο πριν την αλλαγή του χρόνου μπορούν με κάθε επισημότητα να κοπανήσουν 2012 φορές το κεφάλι τους στην κάσα της πόρτας, μπας και το φετινό ποδαρικό τους δώσει μια ακόμη ευκαιρία να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους.
Καλή χρονιά σε όλους λοιπόν. Μακάρι το 2012 να μας φέρει ξανά την ευκαιρία που δικαιούμασταν. Σε περίπτωση βέβαια που δεν τη φέρει ποτέ, μην απορήσει κανείς. Αυτό θα μας αξίζει.