Η τηλεόραση κατέβαλλε φιλότιμες προσπάθειες να τραβήξει την κουρασμένη προσοχή μου με ανακοινώσεις νέων επώδυνων οικονομικών μέτρων, με σενάρια εθνικών καταστροφών, και με αναπαραγωγή δηλώσεων διεθνών πολιτικών παραγόντων που δοκίμαζαν τα όρια αντοχής του ελληνικού μου φιλότιμου και του αισθήματος της εθνικής μου αξιοπρέπειας.
Έξω στο δρόμο άνθρωποι σκυφτοί, θαρρείς απόλυτα υποταγμένοι πια στη μοίρα τους, συμβιβασμένοι ακόμα και στην ιδέα του επικείμενου αφανισμού τους, για τον οποίο τους είχαν πείσει πως αυτοί και μόνο ήταν υπεύθυνοι... Σκέφτηκα, πόσο ακόμα θ’ αντέξει το μπαλόνι την πίεση της καρφίτσας που επίμονα το πολιορκεί; Πότε άραγε θα τινάξει τα φτερά της η πεταλούδα της «θεωρίας του χάους», να προκαλέσει καταιγίδα κι ανεμοστρόβιλο που θα ισοπεδώσουν τον βολικό μας μικρόκοσμο που τόσο είχαμε νομίσει ακλόνητο; Πότε θα γίνει το κακό, το φονικό «δι ασήμαντον αφορμήν», όπως έλεγαν παλιά στα δικαστήρια και στις εφημερίδες, και ποια θα είναι η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι;
Θυμήθηκα τότε μια ιστορία που είχα ακούσει χρόνια πριν, για ένα κουλούρι που είχε παίξει το ρόλο της «πεταλούδας» σε μια οικογενειακή τραγωδία...
Η οικογένεια φτωχή, τέσσερις άνθρωποι στοιβαγμένοι στα λίγα τετραγωνικά ενός υπόγειου μιας πολυκατοικίας στην οποία ο πατέρας δούλευε σαν θυρωρός και η μητέρα σαν καθαρίστρια. Ο Νίκος (ας τον ονομάσουμε έτσι) έκανε όνειρα για σπουδές, για μια καλή θέση στην κοινωνία μακριά απ’ τη μιζέρια που ήξερε, για μια ευτυχισμένη ζωή πλάι στην κοπέλα που τον λάτρευε...
Τα χρόνια εκείνα, όμως, δεν ήταν επιτρεπτό να φτιάξει τη ζωή του ο αδελφός προτού «αποκαταστήσει» την αδελφή του. Την αδελφή του Νίκου την ζήτησε ένας υδραυλικός. Καλό παιδί, μα ήθελε κι αυτός το κάτι τι του για να ξεκινήσει μια δική του δουλειά, χωρίς αφεντικό να του φωνάζει συνέχεια πάνω απ’ το κεφάλι. Ο πατέρας και η μάνα έπεσαν στα πόδια του: «Νίκο μου, μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις τώρα. Να φτιάξουμε την προίκα της, και μετά έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου!»
Με καρδιά βαριά από το αίσθημα του χρέους και τη θλίψη για όσα θα έπρεπε ν’ αφήσει πίσω, αποχαιρέτησε την αγαπημένη του που του ορκίστηκε πως θα τον περιμένει όσο χρειαστεί, και κίνησε για μια ξένη χώρα, εργάτης στα ορυχεία. Δούλεψε για χρόνια σκληρά, και το μισθό –που ήταν καλός- τον έστελνε πάντα σπίτι, έξω από τα δικά του αναγκαία μικροέξοδα. Μέχρι που κάποια στιγμή αρρώστησε σοβαρά από τη σκόνη και την υγρασία, και οι γιατροί τού είπαν πως θα έπρεπε να σταματήσει...
Αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω. Άλλωστε, είχε ήδη στείλει αρκετά χρήματα για να κάνει την προίκα η αδελφή του, που ζούσε τώρα με τον άντρα και τα παιδιά της σε ένα ευρύχωρο διαμέρισμα πάνω ακριβώς από το μοντέρνο κατάστημα ειδών υγιεινής που είχαν ανοίξει. Αυτός όμως είχε καταφέρει μέσα σ’ αυτά τα χρόνια να βάλει λίγα λεφτά στην άκρη, για να ξεκινήσει και τη δική του ζωή με τη γυναίκα που τον περίμενε καρτερικά, στα μαλλιά της οποίας –όπως και στα δικά του- είχαν κάνει την εμφάνισή τους οι πρώτες άσπρες τρίχες...
Μα η άτιμη η ζωή αλλιώς τα λογαριάζει! Ο γαμπρός είχε ξανοιχτεί πολύ στην αγορά, παίρνοντας δάνεια που δεν μπορούσε να ξεπληρώσει. Είχε ακούσει και κάτι φίλους που τον «έψηναν» καιρό για το Χρηματιστήριο... Τώρα η τράπεζα απειλούσε να τους πάρει το σπίτι. Και μέσα σ’ όλα αυτά, οι σχέσεις του ζευγαριού δεν πήγαιναν καλά (λέγαν πως εκείνος κάποιαν έβλεπε τα Σαββατοκύριακα που πήγαινε μόνος εκδρομές...). Οι γονείς, γέροι και μικροσυνταξιούχοι πια, έπεσαν πάλι στα πόδια του: «Νίκο μου, μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις. Κι αν όχι για την αδελφή σου, κάντο για τ’ ανίψια σου, που θα μείνουν στο δρόμο και δίχως πατέρα!»
Κι εκείνος, πειθήνιο πάντα όργανο της οικογενειακής ηθικής, άνοιξε αδιαμαρτύρητα το σεντούκι κι έβγαλε από μέσα τις τελευταίες, πολύτιμες οικονομίες του. Πράγμα που σήμανε και το οριστικό τέλος των δικών του ονείρων, αφού η γλυκιά και καρτερική αιώνια μνηστή του δεν άντεξε άλλο στην πίεση της οικογένειάς της και είπε απρόθυμα το «ναι» σε μια καλή πρόταση...
Τώρα πια συντηρούσε τον εαυτό του κάνοντας τον θυρωρό στην ίδια πολυκατοικία που μεγάλωσε, ζώντας μαζί με τους γέρους στο ίδιο πάντα υπόγειο. Η μεγαλύτερη –ίσως κι η μοναδική- χαρά της μέρας του ήταν όταν ξεπρόβαλλε το πρωί στην είσοδο ο κουλουράς, να του αφήσει για δυο δραχμές το καθημερινό του κουλούρι που θα το απολάμβανε λίγο-λίγο στη βάρδια. Εκείνη τη μέρα, όμως, είπε να το φυλάξει για το απόγευμα, με τον καφέ. Το τύλιξε προσεχτικά σε μια πετσέτα, και το ακούμπησε τελετουργικά στο τραπέζι της κουζίνας...
Γυρνώντας στο σπίτι το απόγευμα, είδε πως έλειπε απ’ το τραπέζι το πολύτιμο κουλούρι. Στις φωνές του απάντησε η μάνα του: «Τι κάνεις έτσι; Πέρασε η μικρή, το είδε και το ήθελε. Τι να ‘λεγα, μαλώνει ο θείος; Άντε, τράβα στο φούρνο να πάρεις άλλο. Πω-πω, ούτε του αγγέλου σου νερό δεν δίνεις!»
Θόλωσε το μυαλό του! Άνοιξε το συρτάρι της κουζίνας και πήρε το μεγάλο, το κοφτερό μαχαίρι. Πρώτη έπεσε η μάνα. Μετά ο πατέρας που μόλις γύριζε απ’ το καφενείο. Λίγο αργότερα χτύπησε το κουδούνι στο διαμέρισμα της αδελφής του. Εκείνη την ώρα ήταν όλοι μέσα...
Στο δικαστήριο ο εισαγγελέας ήταν καταπέλτης! Μιλούσε για ένα αποτρόπαιο μαζικό έγκλημα «δι’ ασήμαντον αφορμήν»... Στο τέλος, ο κατηγορούμενος κλήθηκε να υπερασπιστεί τον εαυτό του εξηγώντας την πράξη του. Τότε εκείνος, με ένα παιδικό παράπονο στη φωνή, και λίγο πριν ξεσπάσει σε υστερικό κλάμα, πρόλαβε να αρθρώσει μόνο μια φράση: «Μου πήραν το κουλούρι!»
Η ιστορία –σημαντικά εκτραγωδισμένη στο παρόν κείμενο- είναι αληθινή. Λίγο-πολύ, εξ άλλου, την έχουμε ζήσει όλοι, από τη μία πλευρά ή την άλλη, ως «θύματα» ή ως «θύτες». Σήμερα, ο «Νίκος» θα μπορούσε να συμβολίζει κι έναν ολόκληρο λαό που ακόμα υπομένει καρτερικά... Υπομένει τη φτώχια και την αβεβαιότητα για το αύριο, τις χυδαίες εθνικές προσβολές από αλαζόνες ξένους πολιτικούς και φτηνές αλλοδαπές φυλλάδες, την προκλητικότητα ντόπιων «κορακιών» που θησαύρισαν στραγγίζοντας τα τελευταία αποθέματα του εθνικού πλούτου, τους γελοίους αλληλοσπαραγμούς πολιτικών σχηματισμών που τους αρκεί να κατέχουν την εξουσία έστω και πάνω σε ερείπια... Αντιμέτωπος, όμως, ο λαός αυτός και με τις ίδιες του τις ενοχές για τη δική του την κατάντια, μέσω απερίσκεπτης διολίσθησης στην τεχνητή ευμάρεια και τον ακόρεστο υπερκαταναλωτισμό...
Το βασανιστικό ερώτημα που αρχίζει να στοιχειώνει στο μυαλό μας είναι αν θ’ αντέξει σ’ αυτή την πίεση, ή μήπως μια μέρα εμφανιστεί στο τραπέζι κάποιο «κουλούρι» για να παίξει τον σατανικό ρόλο της χαοτικής πεταλούδας. Κι αυτό το επεισόδιο δεν θα είναι πια θέμα για ατάλαντους διηγηματογράφους, αλλά για τους ιστορικούς του μέλλοντος!