Αγαπητέ παραλήπτη,
όταν σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε τον εαυτό μας σαν πουτάνες που κλαίμε όταν μας κόβουν το μερίδιο από τα δεδουλευμένα μας και όταν αυξάνουν τα ποσοστά παρακρατήσεων των υπηρεσιών που δίνουμε, ίσως πάρουμε μπροστά. Διότι εσύ με το σκυμμένο κεφάλι που νομίζεις ότι τελείωσε ο κόσμος γιατί μίκρυνε ο δικός σου μικρόκοσμος πρέπει να δεις από κάτοψη την όλη κατάσταση και να σταματήσεις να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο. Εκτός αν είσαι κομματοβολεμένο κτήνος και χάνεις τα ποσοστά από το νταβατζιλίκι. Εσύ κομματόσκυλο της όποιας παράταξης, ούτως ή άλλως πουτάνα είσαι εκ γενετής. Πεθαμένος από την μήτρα της μάνας σου. Προδοτική λανθάνουσα γέννα που πρέπει να εξαλειφθεί από κύτταρο χωρίς ίχνος οίκτου.
Αλλά απευθύνομαι στον άλλον, σε αυτόν που δούλεψε, που ονειρεύτηκε έναν καλύτερο κόσμο και πέρα από τον κώλο του, που έκανε οικογένεια γιατί το πόθησε και όχι για τα μόρια διορισμού. Σε αυτόν που τα χέρια του ακόμα και στις τσέπες κρυμμένα γίνονται γροθιές όταν βλέπει το άδικο να εξελίσσεται μπροστά του κι ας μην είναι δική του δουλειά. Εσύ, λοιπόν, δεν έχεις κανένα δικαίωμα να φέρεσαι σαν πόρνη. Εσύ και μόνο εσύ έχεις το δικαίωμα να επιζήσεις και να ξαναρχίσεις από την αρχή. Αν σκεφτείς ότι στεναχωριέσαι για πολύχρωμα χαρτάκια με το όνομα χρήμα θα μειδιάσεις. Εσύ δεν γεννήθηκες για να ανταλλάσσεσαι, μην το κάνεις λοιπόν τώρα στα δύσκολα. Το χρήμα εφευρέθηκε για τους ανάπηρους στην ψυχή. Γι'αυτούς που δεν μπορούσαν να κατακτήσουν το όνειρο με την ψυχή τους αλλά να το κλέψουν από αυτούς που μπορούσαν να το δημιουργήσουν. Ρώτα τον εαυτό σου: Αν από αύριο το πρωί σου έδιναν 10,000 ευρώ μισθό μέχρι τον θάνατό σου, θα ήσουν καλά; Αν σκεφτόσουν ότι «είμαι πλούσιος αλλά πατρίδα να σταθώ δεν έχω» τότε είσαι από αυτούς που γεννήθηκαν με την κατάρα του Δικαίου. Έχεις δικαίωμα να πατάς αυτό το χώμα γιατί απ’ ό,τι είδες η ελευθεριότητα να το πατά το τακούνι της κάθε πουτάνας μάς έφερε εδώ που μάς έφερε.
Αν δεις καθαρά τα πρόσωπα όλων αυτών, που σε εκφοβίζουν με νομικίστικους και οικονομικούς όρους μέσω των ΜΜΕ καθημερινά, θα βάλεις τα γέλια. Πάρτους έναν- έναν και πες μου ποιον θα εμπιστευόσουν από αυτούς να σταθεί στο πλάι σου σε έναν πόλεμο που μπορεί να ξεκινήσει ίσως κι αύριο. Βρήκες κανέναν, διότι εγώ, όταν τους βλέπω τελευταία από κάτοψη, σκέφτομαι ότι σε έναν πόλεμο που ίσως ξεκινήσει αύριο, δεν θα περπατήσω μέχρι τα σύνορα να απωθήσω τον εχθρό. Θα πάω στα σπίτια τους. Από εκεί θα ξεκινήσω τον πόλεμο για να έχω τουλάχιστον τα νώτα μου σίγουρα. Να μην σκοτωθώ από εγχώρια πουτάνα, ούτε από εισαγόμενο νταβαντζή. Να σκοτωθώ από αυτόν που εγώ θα επιλέξω.
Κάνει πολύ κρύο τις τελευταίες ημέρες και το πετρέλαιο έχει φθάσει στην τελευταία γραμμή στον λέβητα ενώ στο ντουλάπι έχουν μείνει τρία πάκα μακαρόνια, δύο κιλά ρύζι και δύο γάλατα. Ίσως αύριο να μην έχω καν σύνδεση να δω αν διάβασες τούτο το γράμμα. Σίγουρα αύριο όμως θα είμαι με 3 κουβέρτες πάνω μου και θα σε σκέφτομαι, Έλληνα, να είσαι κι εσύ στην ανάλογη θέση με μένα. Σήκωσε το κεφάλι σου, χάραξε τον δρόμο, σφίξε στην αγκαλιά το παιδί σου και ετοιμάσου για τα δύσκολα που δεν θα βρίσκουν λύση ούτε με όλο το χρυσό του κόσμου. Και πάρτο απόφαση ότι οι δικές σου πληγές δεν γιατρεύονται με χρήμα. Είναι τόσο βαθιές όσο και οι ρίζες τούτης της χώρας.