Από τον Γιώργο Μπαρμπάκη
Σήμερα που η τρόικα εξουσίας αρχίζει να φυλλορροεί, οι απηυδισμένοι πολίτες, διαπιστώνοντας ότι οι ελπίδες που είχαν εναποθέσει στο σχηματισμό της κυβέρνησης Παπαδήμου ήταν φρούδες, στρέφουν το βλέμμα τους προς την Αριστερά.
Αυτό γίνεται εμφανές και μέσα από το σύνολο σχεδόν των πρόσφατων δημοσκοπήσεων, οι οποίες καταδεικνύουν πως τα ποσοστά της ιδιότυπης κυβερνητικής συμμαχίας (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ) συρρικνώνονται, ενώ οι δυνάμεις της Αριστεράς (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ΔΗΜΑΡ) συγκεντρώνουν τις προτιμήσεις ολοένα και περισσοτέρων ψηφοφόρων.
Η συγκεκριμένη τάση αποτελεί ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς τις ηγεσίες των αριστερών κομμάτων από ένα λαό που μοιάζει περισσότερο σαστισμένος παρά αγανακτισμένος. Ένα λαό που αναζητά πυρετωδώς ένα νέο όραμα στο οποίο θα πιστέψει και για το οποίο θα αξίζει να παλέψει.
Για να γίνει, όμως, κάτι τέτοιο και στην πράξη, η Αριστερά οφείλει να οικοδομήσει μια σχέση εμπιστοσύνης με την κοινωνία, η οποία θα βασίζεται στις αξίες του ανοιχτού διαλόγου και της άμεσης επικοινωνίας. Μόνο έτσι θα δημιουργήσει ένα ανθεκτικό ανάχωμα ενάντια στην επέλαση εκείνων που οραματίζονται την ολοκληρωτική υποδούλωσή μας στις άγριες διαθέσεις των δανειστών μας.
Ωστόσο, κάθε τέτοια προσπάθεια υπονομεύεται τόσο από τον πολυκερματισμό της όσο και από το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας της φαίνεται να μην πατά πάνω στην πραγματικότητα, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στις μέρες μας.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η Αριστερά να πλασάρεται ως ένας χώρος αφερέγγυος, χωρίς ουσιαστικό σχέδιο εξόδου της χώρας από την οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση που την ταλανίζει, ο οποίος μάλιστα προσελκύει άτομα που επιδιώκουν την ανατροπή του συστήματος, προς όφελος της απόλυτης αναρχίας.
Εδώ, λοιπόν, τίθεται το ερώτημα... Τι επιδιώκει η Αριστερά με το γνωστό σε όλους σύνθημα: «αντίσταση και πάλη» ή «αντίσταση και πάλι»; Δηλαδή, ένα δυναμικό αγώνα ή έναν αγώνα χωρίς σταματημό;
Η απάντηση είναι απλή: αντίσταση και πάλη και πάλι...