Πιστεύαμε πως οι εποχές που ζούμε τις τελευταίες δεκαετίες είναι ολότελα διαφορετικές, σχεδόν σε όλα τα επίπεδα και πεδία, από εκείνες των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Μας φαίνονταν οι αποστάσεις τόσο μεγάλες, και χαιρόμασταν γι’ αυτό, γιατί δεν ήταν εκείνα τα χρόνια τα καλύτερα δυνατά για τον τόπο μας, με αποτέλεσμα και οι περιγραφές για κείνες τις εποχές να μας δίνουν την εντύπωση ότι γίνονται σε άλλη γλώσσα και οι έννοιες να παρουσιάζονται διαφορετικές και σχεδόν ξένες από τις αντίστοιχες τους σημερινές.
Η αναφορά γίνεται για τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες που τις στοίχειωναν τα χρόνια του εμφυλίου. Ο εμφύλιος μέχρι την μεταπολίτευση ενώ ήταν πανταχού παρών, κυριαρχούσε το αποτέλεσμά του χωρίς να φαίνεται η αιτία του. Σαν ένα μυστικό που όταν, μετά την μεταπολίτευση, έπαψε να είναι απαγορευμένο έγινε με τέτοιο τρόπο, που, συσσωρευμένα λαϊκά αιτήματα, αλλά και θολές διεκδικήσεις μιας, για χρόνια, απορρυθμισμένης κοινωνίας κατέληξαν να θεωρηθούν ότι βρήκαν την εκπροσώπησή τους σε αστικά κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ.
Το ΠΑΣΟΚ υιοθέτησε οράματα και φρασεολογία της Αριστεράς, όχι όμως και τον στόχο της, και έδωσε την εντύπωση ότι βοήθησε στην αποκατάσταση του παρελθόντος, όπου η αριστερή ιδεολογία αναζητούσε την δικαίωσή της. Σχεδόν μέχρι και το μνημόνιο συνέχιζε το ΠΑΣΟΚ να θεωρείται προνομιακός σύμμαχος των αριστερών δυνάμεων, του ΚΚΕ εξαιρουμένου μετά το 1989.
Ολη αυτή η γιγαντιαία επιχείρηση παραπλάνησης του λαϊκού κινήματος που ανέλαβε το ΠΑΣΟΚ για τρεις δεκαετίες λειτούργησε αποτελεσματικά περιλαμβάνοντας στην κοινωνική του βάση λαϊκά στρώματα, εργατικά, αγροτικά, μικροαστικά , μεσοαστικά. Και βέβαια αφού και η Αριστερά στις ίδιες κοινωνικές δυνάμεις απευθύνεται η όποια συμπόρευση της κατά καιρούς με το ΠΑΣΟΚ δεν θεωρούνταν παρα φύση συμμαχία.
Μόνο που ποτέ το κύριο στοιχείο για την αναγνώριση ενός κομμουνιστικού ή σοσιαλιστικού κόμματος δεν περιορίζεται στην κοινωνική προέλευση της εκλογικής πελατείας, γιατί και ο φασισμός καταμετρούσε στην κοινωνική του βάση λαϊκότατα στοιχεία που συνηθίζουμε να κατατάσσουμε στις λαϊκές, τις καταπιεζόμενες, και υφιστάμενες την εκμετάλλευση, τάξεις.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο η κοινωνική σύνθεση της εκλογικής πελατείας ενός κόμματος, αλλά το είδος της ταξικής πολιτικής που το κόμμα αυτό προωθεί, το είδος της ταξικής πάλης με το οποίο πολιτεύεται, το είδος των σχέσεων που εγκαθιδρύει με τις μάζες. Το ΠΑΣΟΚ όλα αυτά τα χρόνια εμπόδιζε τον ιδεολογικό μετασχηματισμό των λαϊκών μαζών, νέκρωνε τις λαϊκές ευαισθησίες που τις μετέτρεπε σε εκλογικά ποσοστά, ενισχύοντας τη δίψα των ανερχόμενων, παλαιών και νέων, κοινωνικών στρωμάτων, τρέφοντας την κυρίαρχη οικονομία με το συντεχνιακό πνεύμα και το βόλεμα της παραοικονομίας.
Το ΠΑΣΟΚ τριάντα σχεδόν χρόνια μετά το τέλος των εμφύλιων συγκρούσεων κατάφερε να λειτουργήσει ενοποιητικά, να κατασκευάσει νέες κοινωνικές ισορροπίες και λειτουργικές συλλογικότητες που με απόλυτη επιτυχία σταθεροποιήθηκαν ως την εποχή του μνημονίου. Μόνο που ποτέ η πολιτική του δεν αντιμαχόταν, πέρα από τη φρασεολογία, την καπιταλιστική ολοκλήρωση, την εκσυγχρονισμένη καπιταλιστική ενσωμάτωσή μας. Κι εμείς βολευόμασταν… μέχρι το μνημόνιο.
Και πάλι όμως το ΠΑΣΟΚ, και η αριστερή φρασεολογία του, επιστρατεύτηκε για να γίνει αποδεκτό το μνημόνιο χωρίς ιδιαίτερες εντάσεις. Δεν είναι όμως που το ΠΑΣΟΚ είναι τόσο αποτελεσματικό στην ιδεολογικοπολιτική παραπλάνησή μας, όσο η δική μας ενδοτικότητα και αδυναμία που ο τρόπος ζωής μας τα έκαναν εγγενή γνωρίσματά μας.
Τριάντα χρόνια αποδοχής και εσωτερίκευσης της κυρίαρχης ιδεολογίας καταλήγουν στην δική μας ηττοπάθεια. Ισως στην πραγματικότητα το απώτερο αποτέλεσμα των συγκρούσεων που οι νικητές του εμφυλίου ήθελαν να κατοχυρώσουν τώρα να επιτεύχθηκε. Τριάντα χρόνια τώρα, ένας γενικός επαναπροσανατολισμός στόχων και επιδιώξεων που μας χάριζαν και μας, εργάτες και μικρομεσαίους, κάποια ψήγματα από τα προνόμια της άρχουσας τάξης, που γινόταν κάτω από την διακριτική κηδεμονία, όρα ΕΟΚ και μετασχηματισμούς της, πέρα από ΗΠΑ, έδινε στη χώρα κοσμοπολίτικα χαρακτηριστικά που θαυμάζαμε και επιδιώκαμε.
Στα εθνικιστικά μας όμως παραληρήματα μιλάμε για DNA του έλληνα που περιλαμβάνει την αντίσταση και τον αγώνα, ξεχνώντας βέβαια να συμπληρώσουμε, δι’ αντιπροσώπου. Φοβόμαστε να διακινδυνεύσουμε.
Σαν να έχει περάσει στο συλλογικό υποσυνείδητο όχι ο φανατισμός, η πίστη και η γενναιότητα των ανταρτών, αλλά μόνο οι καταστροφές και ο θάνατος που προκάλεσε η σύγκρουση και γι΄ αυτό τη φοβόμαστε.
Σαν το χωρικό στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» που φώναζε στον επαναπατρισθέντα πρώην αντάρτη ότι δεν μπορεί να ξανανάψει φωτιά στο χωριό, κι εμείς όχι μόνο το πιστεύουμε, αλλά στην πραγματικότητα δεν το θέλουμε. Απαξιώναμε κάθε αγωνιστή αμφισβητώντας τις πράξεις του. Κι ακόμα και τώρα τον φοβόμαστε, τους φοβόμαστε. Οπως στο ίδιο έργο η κόρη του επαναπατρισθέντα τον ρωτά γιατί γύρισε και τι ήρθε να κάνει στο χωριό, κι εμείς το αναρωτιόμαστε όταν μαθαίνουμε γι’ αυτούς που αγωνίζονται. Ο παλιός αντάρτης περίσσευε… Ο αγώνας σε μας είναι περιττός…. πρέπει να δράσουμε… και αν χάσουμε;
Υιοθετώντας χρόνια τώρα τα αποδεκτά καπιταλιστικά πρότυπα απαξιώναμε, η πλειοψηφία, κάθε αγώνα χωρίς υλικό κέρδος, κάθε αγωνιστή χωρίς νίκη
Και συνεχίζουμε να αναρωτιόμαστε γιατί δεν εξεγειρόμαστε …. όχι οι ίδιοι βέβαια