"Η μέρα κείνη δε θ' αργήσει
κυνηγημένο μου πουλί
σε πήρε κάποτε η δύση
σε ξαναφέρνει η ανατολή
Κι όταν θα σμίξουν οι καρδιές μας
όλα θα λάμψουνε αλλιώς
και θα χαθεί μες τις σκιές μας
όλος ο κόσμος ο παλιός..."
Πως τα καταφέρανε έτσι ρε φίλε,
Να καθορίζουνε τα δρομολόγια της ζωής μας σ΄όλες τις θάλασσες,
Να χαράζουνε στα μυαλά γραμμές με ψεύτικους χρωματιστούς ορίζοντες
Να μας φυτεύουνε ντροπές για αμαρτίες που δεν κάναμε
ή ενοχές για κάτι ψευτομεθύσια με μάπα αλκοόλ που μας πουλήσανε εκείνοι
Να ζωγραφίζουνε φυλάκια και σύνορα εκεί που δεν υπήρχανε ποτέ ,
και να σου λένε.."από σήμερα και πέρα...από δω μέχρι εκεί, το υπόλοιπο δικό μας"
Αλλά ευτυχώς που υπάρχουν πάντα κάτι λίγοι
που έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να βάλουνε μυαλό
Που θα σταθούνε δίπλα στους άλλους λίγους
που έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν είχανε "πατρίδα"
κάτι αιώνια εξιλαστήρια θύματα, εξόριστοι όλων των εποχών
που πάλι θα τους πούνε να πληρώσουνε τη νύφη
Υπάρχουν λοιπόν κάτι λίγοι φίλε μου
που τα μυαλά τους δεν θα τα βάλουνε στη μέγγενη να τους τα κάνουν άμμο και πολτό,
Κι από την κόλαση θα περνάνε μόνο όταν θέλουνε,
κι από όποια κόλαση γουστάρουνε αυτοί,
-έχει κι η κόλαση δρομάκια και δωμάτια ξέρεις-
Που σε όλα τα ψευτοεπιχειρήματα θα κλείνουνε τα αυτιά
και θα απαντάνε μοναχά με δύο λεξούλες
ΖΩΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Που θα φέρουνε τούμπα τα ευνουχισμένα ανθρωπάκια
τους μικροτσούτσουνους της ιστορίας με τις γραβάτες
που κάνανε την αγαμία τους απληστία και τη βγάζουνε όλη απάνω μας
και μεις ακόμα δε μιλάμε, δε μιλάμε φίλε μου
Υπάρχουν κάτι θάλασσες και παραλίες ξωτικές
που δεν τις γράφουνε οι χάρτες μ΄ακούς,
Που τις βρίσκουνε μονάχα αυτοί που ερωτευτήκαν τα ταξίδια
Αυτοί που φάγανε ισόβια στην τρέλα
και δεν καταλαβαίνουνε Χριστό,
Από κεί θα ξεκινήσει, θα το δείς
Και μη νομίζεις πως δεν ξέρουνε από ταξική συνείδηση, πρωτοπορίες και τέτοια
Αυτά είναι γραμμένα στο DNA τους,
τα μιλάνε τα κορμιά τους από μωρά πριν τα μάθουνε με λέξεις
Και στις φλέβες τους δεν κυλάει σάπιο δήθεν κόκκινο αίμα
Κυλάει η ίδια η διαλεχτική, κόκκινα εργατικά συμβούλια
κι ατόφια αληθινή δημοκρατία κι αδερφοσύνη.
Κοιταν στα μάτια όλους τους μεγάλους
Τον κάρολο, τη ρόζα, τον βλαντιμήρ,
Και τους μιλάν στον ενικό και γράφουνε τα ονόματά τους με μικρά
κι άμα λάχει τους τα χώνουνε μ΄επιχειρήματα και μπινελίκια κι αυτοί γουστάρουνε
Και στο καπάκι την ξαπλώνουνε στο χώμα η στην άσφαλτο
και ψάχνουνε παρέα για το δρόμο μες στ΄αστέρια
Αφου κανένας δεν τον ξέρει έτσι κι αλλιώς
Κι ύστερα τσουγγράνε τα ποτήρια και τα πίνουνε παρέα
ρακές,τεκίλες, τσικουδιές κι ότι άλλο κάτσει
Και καπνίζουνε τσιγάρα ζαλισμένοι,
να μπερδεύονται οι καύτρες τους με ήλιους μακρινούς που αναβοσβήνουνε
Ετσι ελέυθερα με μια μονάχα γενική κατεύθυνση την ψάχνουνε
κι αφήνουνε τα υπόλοιπα στο δρόμο να τα βρούμε όλοι μαζί
και τη διεθνή ιστορική εμπειρία του χθές
την έχουν φίλη κι αδερφή και τη συμβουλεύονται
Δεν την έχουνε Θεό, ούτε μάνα ούτε πατέρα ούτε τίποτα
Ειναι ρε φίλε αυτοί οι τρελοί ρομαντικοί
που κλαίν για πλάκα με τραγούδια και στιχάκια
και που φυτεύουνε στη γλάστρα τις παιδικές τους ζωγραφιές
κάτι περίεργα λουλούδια από χαρτί
και τα ποτίζουν κάθε μέρα κι επιμένουν
Κάτι τρελοί που όλο κάτι περιμένουν.
. . .γιωργος σαρρής . . .