Του ΓΙΩΡΓΟΥ Χ.ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ
Εκατό χιλιάδες νέοι ετοιμάζονται να ξενιτευτούν. Η ίδια η Ελλάδα ως κρατική, πολιτική και κοινωνική οντότητα, ως πατρίδα παραπέμπει στη Μήδεια που εξορίζει τα παιδιά της. Αλλά τι είναι η Ελλάδα; Είναι η Ελλάδα του συγκεκριμένου χρόνου, αυτού της μεταπολίτευσης, είναι η Ελλάδα των Ελλήνων που «πίνουν κοκτέιλ στην αυθαίρετη πισίνα τους», ισχυρίζονται κάποιοι!
Αυτό λένε εκείνοι οι οποίοι αφού υποστήριξαν με ζέση την Ελλάδα του μετανεωτερικού εκσυγχρονισμού και θαύμασαν τη λαμογιά, χαρακτηρίζοντάς την ως διακινδύνευση στην κοινωνία του ρίσκου, τώρα γίνονται οι πιο φανατικοί κατήγοροι των προτύπων τους. Η δοκησίσοφη και στρεψόδικη, μάλιστα, σκέψη τους κάνει ένα τεράστιο νοητικό άλμα και καθιστά όλους τους Έλληνες κατόχους αυθαίρετης (ή νόμιμης) πισίνας. Έτσι, για μία ακόμη φορά η γενίκευση γίνεται το προσωπείο πίσω από το οποίο κρύβονται οι όντως κάτοχοι αυθαίρετης και δη επιχορηγούμενης πισίνας με κοινοτικά κονδύλια.
Γιατί ποτέ δεν είναι δυνατόν να είχαν πισίνα οι εργάτες τις χαλυβουργίας, οι ντελιβεράδες, οι τυπογράφοι, οι υπάλληλοι των εμπορικών, οι πωλήτριες των σούπερ μάρκετ, οι νέοι που είναι άνεργοι κ.ά. Ενδεχομένως, όλοι να ήθελαν να γίνουν σαν τα λαμόγια, να αποκτήσουν κι αυτοί πισίνα και να πίνουν μοχίτο, καπνίζοντας κοχίμπα, γιατί αυτό ήταν το κριτήριο της επιτυχίας σύμφωνα με την κυρίαρχη κουλτούρα. Ακόμη και στη φούσκα των μίντια, όσοι εργάζονταν σε συνθήκες γαλέρας, ήθελαν να γίνουν σαν μια δράκα μεγαλοδημοσιογράφους. Αυτοί ήταν τα πρότυπά τους. Όσοι προσπάθησαν να κρατήσουν μία αντινομική και αντισυστημική στάση λοιδορήθηκαν και κατέστησαν γραφικοί.
Τώρα, οι άνεργοι και γενικά οι υφιστάμενοι τις συνέπειες της κρίσης διακατέχονται από το σοκ της κατάρρευσης της ψευδούς ιδεολογίας στην οποία πίστεψαν. Ναι, δεν είχαν πισίνα, δεν έπιναν μοχίτο ούτε κάπνιζαν κοχίμπα, αλλά προσέβλεπαν σε όλα αυτά ως στοιχεία-σύμβολα της επαγγελματικής και της κοινωνικής τους ανέλιξης. Γι’ αυτό τώρα έχουν «κοκαλώσει» και δεν αντιδρούν, καθώς υπάρχει το μεγάλο ερώτημα: «και μετά;». Μετά «θα έχουμε πισίνα, κοκτέιλ και πούρο;».
Η ιδεολογία της αεριτζίδικης κατανάλωσης έχει σαπίσει κάθε υγιές νεύρο, κάθε ανακλαστικό. Κι ενώ ακόμη και οι Βέλγοι αντιδρούν φωνάζοντας «όχι άλλη λιτότητα», οι Έλληνες έχουμε περιπέσει σε μία άνευ προηγουμένου παθητικότητα. Εν κατακλείδι, στην Ελλάδα, σήμερα, ισχύει ότι έλεγε πριν πάρα πολλά χρόνια ο Λέων Τολστόι: «Οι κυβερνήτες και οι πλούσιοι εξουσιάζουν τους εργάτες μόνο επειδή και οι εργάτες επιθυμούν το ίδιο, με αυτούς τους ίδιους τρόπους να εξουσιάζουν τον αδελφό τους εργάτη.
Για τον λόγο αυτόν –επειδή ταυτίζονται μαζί τους απέναντι στη ζωή- οι εργάτες δεν μπορούν να εξεγερθούν σε μία πραγματική επανάσταση εναντίον των καταπιεστών τους… (γιατί) μέσα του(σ.σ. στον εργάτη) υπάρχει η συναίσθηση ότι κι αυτός θα έκανε το ίδιο, ή το κάνει κιόλας έστω σε μικρότερο βαθμό απέναντι στ’ αδέλφια του…»(Ο Τολστόι, Ελληνικά Γράμματα).
Να, λοιπόν, γιατί χρειάζεται μία αντικαταναλωτική κουλτούρα, μία κουλτούρα αδελφοσύνης και αλληλεγγύης, μία κουλτούρα αγάπης και μετριοπάθειας, ικανή να λειτουργήσει χειραφετητικά και απελευθερωτικά.