Χαμηλότερες αποδοχές, λιγότεροι άνεργοι;
Ο πρωθυπουργός, ελέω τριών κομμάτων, της χώρας, Λουκάς Παπαδήμος, δήλωσε στη βουλή ότι «Προτιμότερο να υπάρχουν ανοιχτές επιχειρήσεις με λίγο χαμηλότερες αποδοχές, αντί κλειστές επιχειρήσεις και περισσότεροι άνεργοι».
Με τη δήλωσή του ο πρώην τραπεζίτης, σε ρόλο πρωθυπουργού, υποδεικνύει τους εργαζόμενους, που δεν δέχονται να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες που διαμορφώνει η κρίση, σαν αίτιους της ανεργίας. Επιπλέον, εμμέσως ομολογεί ότι η ανεργία όσο δεν έχει ως συνέπεια πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές αφήνει την κυρίαρχη τάξη τουλάχιστον αδιάφορη. Για το ξεπέρασμά της μάλιστα οι ίδιοι οι καπιταλιστές ζητούν τη σύμπραξη των μισθωτών εργαζομένων, επιχειρηματολογώντας ότι η κρίση είναι μία και για όλους η ίδια, και γι’ αυτό πρέπει όλοι να βοηθήσουν να ξεπεραστεί – οι μισθωτοί εργαζόμενοι να εργάζονται εντατικότερα και να αρκούνται σε πολύ λιγότερα, με συνεχή φόβο να χάσουν ακόμα κι αυτά.
Όμως δεν υπάρχει μια κρίση αλλά κρίσεις. Για τους εργαζόμενους κρίση είναι η ανεργία, οι χαμηλοί μισθοί, ενώ για την κυρίαρχη τάξη είναι η απώλεια κερδών. Άλλο πράγμα είναι η οικονομική κρίση και τα μέτρα για το ξεπέρασμα της για την κυρίαρχη τάξη κι άλλο η οικονομική κρίση και τα μέτρα για το ξεπέρασμά της για τους εργαζομένους.
Τα εκβιαστικά διλήμματα και τα εκφοβιστικά σενάρια για την κρίση και για τα μέτρα ξεπεράσματος της, δυο χρόνια τώρα, δημιουργούν το κατάλληλο κλίμα για την άκριτη αποδοχή από μέρους των εργαζομένων των μέτρων για την σωτηρία τραπεζών και επιχειρήσεων με σταθερή κερδοφορία που προτείνουν οι κυρίαρχες οικονομικές δυνάμεις, πανευρωπαϊκά και παγκοσμίως, σαν μέτρα για ξεπέρασμα της κρίσης.
Όταν ξεκίνησε η εφαρμογή του πρώτου μνημονίου η οικονομική κρίση έδειχνε πως μάλλον δίχαζε τους εργαζόμενους παρά τους ένωνε. Με την αρωγή και της κυρίαρχης προπαγάνδας κάθε αντίδραση κλάδου εργαζομένων συκοφαντούνταν, γιατί υποστηριζόταν ότι υποδαύλιζε την ικανοποίηση των συντεχνιακών συμφερόντων εις βάρος των υπολοίπων, ευνοώντας έτσι τη διάσταση των εργαζομένων και όχι την ενότητά τους. Πάνω σ’ αυτό το πεδίο δραστηριοποιούνταν η κυβέρνηση, η εργοδοσία και τα συνδικάτα, πολλές ηγεσίες των οποίων θεωρούσαν τους εαυτούς τους εκπροσώπους της κυρίαρχης τάξης κι όχι των εργαζομένων.
Πολλοί αποδεχόμαστε άκριτα την προπαγάνδα των κυβερνώντων, ότι τα μέτρα τους στρέφονται, χάριν μάλιστα του γενικού συμφέροντός τους, κατά των συντεχνιακών συμφερόντων. Δεν αναρωτιόμαστε όμως η πλειοψηφία τι εννοούμε όταν λέμε συντεχνιακά συμφέροντα ομάδων εργαζομένων. Εννοούμε συμφέροντα ομάδων εργαζομένων που αντιβαίνουν στα συμφέροντα των υπολοίπων μισθωτών; Εννοούμε συμφέροντα ομάδων εργαζομένων τα οποία όπως και τα συμφέροντα κάθε ομάδας μισθωτών εργαζομένων δεν αντιβαίνουν στα συμφέροντα των υπολοίπων μισθωτών εργαζομένων αλλά μόνο στα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης που ταυτίζονται μάλιστα γενικά με την οικονομία της χώρας η την εθνική οικονομία, ή όπως αλλιώς συνηθίζεται να ονομάζονται τα συμφέροντα των κεφαλαιοκρατών;
Λίγο λίγο καταστάλαξε σε πολλούς από τους εργαζόμενους ότι συντεχνιακές ομάδες μισθωτών εργαζομένων είναι κυρίως αυτές του δημοσίου. Θεωρούνται όλοι αυτοί μια αντιπαραγωγική τάξη δηλ. μια τάξη που ιδιοποιείται εισόδημα, που δεν παράγει η ίδια και αυτή αποτελείται κατεξοχήν από τους συγκροτημένους σε ομάδες με συντεχνιακά συμφέροντα εργαζόμενους στις ΔΕΚΟ και στο Δημόσιο. Ο ίδιος ο Λοβέρδος δήλωσε ότι ένα εκατομμύριο δημόσιοι υπάλληλοι είναι η αιτία του κακού.
Υπονοείται, σ’ όλες τις αναλύσεις που εκπορεύονται από τα κυρίαρχα κέντρα, και σε πολλές μάλιστα ρητά δηλώνεται, ότι οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο είναι παράσιτα, γιατί είναι αντιπαραγωγικοί και εκμεταλλευτές των άλλων εργαζομένων του ιδιωτικού. Αυτό που παράγουν όμως οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο δεν είναι καν εμπορεύματα, αλλά απλώς χρήσιμα πράγματα, κοινωνικά αγαθά, τα οποία δεν πωλούνται αλλά πρέπει να διατίθενται χωρίς αντίτιμο – υγεία, εκπαίδευση, μετακίνηση κλπ.
Μ’ αυτό το σκεπτικό και στρέφουν τη μια ομάδα εργαζομένων εναντίον της άλλης και συγχρόνως εξισώνουν τα κοινωνικά αγαθά με εμπορεύματα που πωλούνται αντί αντιτίμου που περιέχει και κέρδος. Άρα, συνέπεια αυτής της εξίσωσης θα είναι ό τι θεωρούνταν μέχρι πρό τινος κοινωνικό αγαθό να θεωρείται πια εμπόρευμα που θα πρέπει να αγοράζεται.
Αφού λοιπόν με τη δημιουργία αυτής της αντιπαλότητας κατάφεραν οι κυβερνώντες καίρια πλήγματα στους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα, χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις, τώρα στρέφονται ξεκάθαρα κατά των εργαζομένων στον ιδιωτικό.
Το σκεπτικό εδώ στηρίζεται στην προϋπόθεση ότι οι χαμηλοί μισθοί ευνοούν την ανταγωνιστικότητα και διατηρούν το ποσοστό κέρδους που συνεπάγεται διατήρηση της επιχείρησης, άρα και μείωση της ανεργίας.
Όσο λοιπόν βαθαίνει η κρίση η διάσπαση στους εργαζόμενους θα παίρνει την μορφή της διάκρισης ανάμεσα σ’ αυτούς που έχουν και σ’ αυτούς που δεν έχουν εργασία και μάλιστα ο κυρίαρχος λόγος υπονοεί ότι αυτή η διάσπαση αποτελεί επιλογή, κατακριτέα μάλιστα, των εργαζομένων που δεν απεμπολούν τα … προνόμια μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης, για να επιβιώσουν οι επιχειρήσεις.
Σαν να ξαναγυρνάμε στον 19ο αιώνα όταν οι μεγαλοαστοί έφριτταν κάθε που οι εργάτες διεκδικούσαν τη ζωή που οι ίδιοι πίστευαν πως ήταν αποκλειστικό τους προνόμιό και θεωρούνταν απολύτως φυσικό η ανισότητα στον τρόπο ζωής και τις προσδοκίες.
Και τότε και τώρα οι εργοδότες τόνιζαν ότι οι εργάτες καλά θα έκαναν να τους ευγνωμονούν που τους έδιναν δουλειά, αφού υπήρχε ένας μεγάλος εφεδρικός στρατός ανέργων, που περίμεναν να πάρουν τη θέση τους.
Βρισκόμαστε όμως στον 21ο αιώνα…
Με τη δήλωσή του ο πρώην τραπεζίτης, σε ρόλο πρωθυπουργού, υποδεικνύει τους εργαζόμενους, που δεν δέχονται να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες που διαμορφώνει η κρίση, σαν αίτιους της ανεργίας. Επιπλέον, εμμέσως ομολογεί ότι η ανεργία όσο δεν έχει ως συνέπεια πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές αφήνει την κυρίαρχη τάξη τουλάχιστον αδιάφορη. Για το ξεπέρασμά της μάλιστα οι ίδιοι οι καπιταλιστές ζητούν τη σύμπραξη των μισθωτών εργαζομένων, επιχειρηματολογώντας ότι η κρίση είναι μία και για όλους η ίδια, και γι’ αυτό πρέπει όλοι να βοηθήσουν να ξεπεραστεί – οι μισθωτοί εργαζόμενοι να εργάζονται εντατικότερα και να αρκούνται σε πολύ λιγότερα, με συνεχή φόβο να χάσουν ακόμα κι αυτά.
Όμως δεν υπάρχει μια κρίση αλλά κρίσεις. Για τους εργαζόμενους κρίση είναι η ανεργία, οι χαμηλοί μισθοί, ενώ για την κυρίαρχη τάξη είναι η απώλεια κερδών. Άλλο πράγμα είναι η οικονομική κρίση και τα μέτρα για το ξεπέρασμα της για την κυρίαρχη τάξη κι άλλο η οικονομική κρίση και τα μέτρα για το ξεπέρασμά της για τους εργαζομένους.
Τα εκβιαστικά διλήμματα και τα εκφοβιστικά σενάρια για την κρίση και για τα μέτρα ξεπεράσματος της, δυο χρόνια τώρα, δημιουργούν το κατάλληλο κλίμα για την άκριτη αποδοχή από μέρους των εργαζομένων των μέτρων για την σωτηρία τραπεζών και επιχειρήσεων με σταθερή κερδοφορία που προτείνουν οι κυρίαρχες οικονομικές δυνάμεις, πανευρωπαϊκά και παγκοσμίως, σαν μέτρα για ξεπέρασμα της κρίσης.
Όταν ξεκίνησε η εφαρμογή του πρώτου μνημονίου η οικονομική κρίση έδειχνε πως μάλλον δίχαζε τους εργαζόμενους παρά τους ένωνε. Με την αρωγή και της κυρίαρχης προπαγάνδας κάθε αντίδραση κλάδου εργαζομένων συκοφαντούνταν, γιατί υποστηριζόταν ότι υποδαύλιζε την ικανοποίηση των συντεχνιακών συμφερόντων εις βάρος των υπολοίπων, ευνοώντας έτσι τη διάσταση των εργαζομένων και όχι την ενότητά τους. Πάνω σ’ αυτό το πεδίο δραστηριοποιούνταν η κυβέρνηση, η εργοδοσία και τα συνδικάτα, πολλές ηγεσίες των οποίων θεωρούσαν τους εαυτούς τους εκπροσώπους της κυρίαρχης τάξης κι όχι των εργαζομένων.
Πολλοί αποδεχόμαστε άκριτα την προπαγάνδα των κυβερνώντων, ότι τα μέτρα τους στρέφονται, χάριν μάλιστα του γενικού συμφέροντός τους, κατά των συντεχνιακών συμφερόντων. Δεν αναρωτιόμαστε όμως η πλειοψηφία τι εννοούμε όταν λέμε συντεχνιακά συμφέροντα ομάδων εργαζομένων. Εννοούμε συμφέροντα ομάδων εργαζομένων που αντιβαίνουν στα συμφέροντα των υπολοίπων μισθωτών; Εννοούμε συμφέροντα ομάδων εργαζομένων τα οποία όπως και τα συμφέροντα κάθε ομάδας μισθωτών εργαζομένων δεν αντιβαίνουν στα συμφέροντα των υπολοίπων μισθωτών εργαζομένων αλλά μόνο στα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης που ταυτίζονται μάλιστα γενικά με την οικονομία της χώρας η την εθνική οικονομία, ή όπως αλλιώς συνηθίζεται να ονομάζονται τα συμφέροντα των κεφαλαιοκρατών;
Λίγο λίγο καταστάλαξε σε πολλούς από τους εργαζόμενους ότι συντεχνιακές ομάδες μισθωτών εργαζομένων είναι κυρίως αυτές του δημοσίου. Θεωρούνται όλοι αυτοί μια αντιπαραγωγική τάξη δηλ. μια τάξη που ιδιοποιείται εισόδημα, που δεν παράγει η ίδια και αυτή αποτελείται κατεξοχήν από τους συγκροτημένους σε ομάδες με συντεχνιακά συμφέροντα εργαζόμενους στις ΔΕΚΟ και στο Δημόσιο. Ο ίδιος ο Λοβέρδος δήλωσε ότι ένα εκατομμύριο δημόσιοι υπάλληλοι είναι η αιτία του κακού.
Υπονοείται, σ’ όλες τις αναλύσεις που εκπορεύονται από τα κυρίαρχα κέντρα, και σε πολλές μάλιστα ρητά δηλώνεται, ότι οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο είναι παράσιτα, γιατί είναι αντιπαραγωγικοί και εκμεταλλευτές των άλλων εργαζομένων του ιδιωτικού. Αυτό που παράγουν όμως οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο δεν είναι καν εμπορεύματα, αλλά απλώς χρήσιμα πράγματα, κοινωνικά αγαθά, τα οποία δεν πωλούνται αλλά πρέπει να διατίθενται χωρίς αντίτιμο – υγεία, εκπαίδευση, μετακίνηση κλπ.
Μ’ αυτό το σκεπτικό και στρέφουν τη μια ομάδα εργαζομένων εναντίον της άλλης και συγχρόνως εξισώνουν τα κοινωνικά αγαθά με εμπορεύματα που πωλούνται αντί αντιτίμου που περιέχει και κέρδος. Άρα, συνέπεια αυτής της εξίσωσης θα είναι ό τι θεωρούνταν μέχρι πρό τινος κοινωνικό αγαθό να θεωρείται πια εμπόρευμα που θα πρέπει να αγοράζεται.
Αφού λοιπόν με τη δημιουργία αυτής της αντιπαλότητας κατάφεραν οι κυβερνώντες καίρια πλήγματα στους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα, χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις, τώρα στρέφονται ξεκάθαρα κατά των εργαζομένων στον ιδιωτικό.
Το σκεπτικό εδώ στηρίζεται στην προϋπόθεση ότι οι χαμηλοί μισθοί ευνοούν την ανταγωνιστικότητα και διατηρούν το ποσοστό κέρδους που συνεπάγεται διατήρηση της επιχείρησης, άρα και μείωση της ανεργίας.
Όσο λοιπόν βαθαίνει η κρίση η διάσπαση στους εργαζόμενους θα παίρνει την μορφή της διάκρισης ανάμεσα σ’ αυτούς που έχουν και σ’ αυτούς που δεν έχουν εργασία και μάλιστα ο κυρίαρχος λόγος υπονοεί ότι αυτή η διάσπαση αποτελεί επιλογή, κατακριτέα μάλιστα, των εργαζομένων που δεν απεμπολούν τα … προνόμια μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης, για να επιβιώσουν οι επιχειρήσεις.
Σαν να ξαναγυρνάμε στον 19ο αιώνα όταν οι μεγαλοαστοί έφριτταν κάθε που οι εργάτες διεκδικούσαν τη ζωή που οι ίδιοι πίστευαν πως ήταν αποκλειστικό τους προνόμιό και θεωρούνταν απολύτως φυσικό η ανισότητα στον τρόπο ζωής και τις προσδοκίες.
Και τότε και τώρα οι εργοδότες τόνιζαν ότι οι εργάτες καλά θα έκαναν να τους ευγνωμονούν που τους έδιναν δουλειά, αφού υπήρχε ένας μεγάλος εφεδρικός στρατός ανέργων, που περίμεναν να πάρουν τη θέση τους.
Βρισκόμαστε όμως στον 21ο αιώνα…
Βρισκόμαστε;