Σε μια εύθραυστη, οριακή στιγμή της σύγχρονης πραγματικότητας, ντοκιμαντέρ σημαντικών δημιουργών αφυπνίζουν τη σκέψη, γίνονται η κινητήριος δύναμη που μετατρέπει την παθητική στάση, σε δράση.
Τα ντοκιμαντέρ των Βέρνερ Χέρτζογκ, Τζαφάρ Παναχί, Πατρίσιο Γκουσμάν, Βίκτορ Κοσακόφσκι, Τζο Μπέρλιντζερ και Μπρους Σινόφσκι θα προβληθούν στο 14ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης «Εικόνες του 21ου αιώνα», που θα διαρκέσει από τις 9 έως τις 18 Μαρτίου.
Με μια υποψηφιότητα για τα προσεχή Όσκαρ στην κατηγορία Καλύτερου Ντοκιμαντέρ, αποκαλυπτικές μαρτυρίες και ένα θέμα που κυριαρχεί ακόμη στην επικαιρότητα των αμερικανικών ΜΜΕ, το ντοκιμαντέρ “Paradise Lost 3: Purgatory” (ενότητα Μικρές Αφηγήσεις) αναδεικνύεται απ’ τους Τζο Μπέρλιντζερ/Joe Berlinger και Μπρους Σινόφσκι/Bruce Sinofsky, σε ένα δυνατό όπλο ακτιβισμού.
Το φιλμ, ολοκληρώνει την τριλογία που ξεκίνησε το 1996 με το “Paradise Lost: The Child Murders at Robin Hood Hill”, συνεχίστηκε το 2000 με το “Paradise Lost: Revelations” και ρίχνει φως στους αποτρόπαιους φόνους τριών παιδιών στο Ουέστ Μέμφις του Aρκάνσας. Ως εξιλαστήρια θύματα, βρέθηκαν στο εδώλιο, τρεις έφηβοι.
Η υπόθεση, που έγινε γνωστή ως “West Memphis Three”, πήρε τεράστιες διαστάσεις στα ΜΜΕ, κυρίως εξαιτίας του πρώτου ντοκιμαντέρ των δημιουργών, με αποτέλεσμα να επανεξεταστεί το θέμα, με νέα στοιχεία (βασισμένα σε DNA).
Σχεδόν 16 χρόνια μετά, η εμμονή στη φανέρωση της αλήθειας και η ακτιβιστική διάθεση των σκηνοθετών, καταγράφεται στο “Paradise Lost 3: Purgatory”, με ένα απροσδόκητο (για τα δεδομένα του δικαστικού συστήματος) φινάλε: Οι West Memphis Three αποφυλακίστηκαν στο τέλος του 2011 λόγω έλλειψης στοιχείων και ζουν ελεύθεροι.
Ο ιδιοφυής σκηνοθέτης, παρακολουθεί την ιστορία του 28χρονου Μάικλ Πέρι, που καταδικάστηκε σε θανατική ποινή, και του συνεργού του Τζέισον Μπερκέτ, που εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης.
Εδώ ο Χέρτζογκ, λόγω των ακράδαντων στοιχείων, δεν αμφισβητεί την ενοχή των κατηγορούμενων, αλλά επικεντρώνεται στον αντίκτυπο της υπόθεσης στα συγγενικά πρόσωπα τόσο των δολοφονημένων, όσο και των καταδικασθέντων.
Η ανατρεπτική ματιά του γερμανού κινηματογραφιστή είναι εμφανής, στον τρόπο με τον οποίον προσεγγίζει τα μοιραία πρόσωπα, αναζητώντας ελπίδα στα πιο σκοτεινά μέρη.
Εν αναμονή της ετυμηγορίας για την έφεσή του, εγκλωβισμένος σε κατ’ οίκον περιορισμό, ο Παναχί γίνεται πρωταγωνιστής μπροστά στην κάμερα του ομότεχνού του Μοχτάμπα Μιρταχμάσμπ/Mojtaba Mirtahmasb, αλλά και συν-σκηνοθέτης, μέσω του iPhone του, σε μια θαρραλέα πράξη διαμαρτυρίας, αφιερωμένη στους ιρανούς κινηματογραφιστές.
Η απογοήτευση, ο αυτοσαρκασμός, αλλά και η ελπίδα ως ύστατο καταφύγιο, οριοθετούν ένα ντοκιμαντέρ σθεναρό και παραδόξως αισιόδοξο: στην ουσία το πορτρέτο ενός διορατικού, εφευρετικού καλλιτέχνη, που αντιδρά στη φίμωση και τη σιωπή, αναπαριστώντας στο σαλόνι του σπιτιού του το σενάριο της προσεχούς, λογοκριμένης, σχεδόν αυτοβιογραφικής ταινίας του.
Ορμώμενος από το προσωπικό του ενδιαφέρον για την αστρονομία, ο δημιουργός επικεντρώνεται στην έρημο της Ατακάμα, όπου αστρονόμοι, αρχαιολόγοι, αλλά και συγγενείς των «εξαφανισμένων» θυμάτων της δικτατορίας, εξερευνούν το παρελθόν, ο καθένας από τη δική του σκοπιά.
Μέσα από εύστοχες μεταφορές και συμπαντικούς παραλληλισμούς, ο Γκουσμάν ασκεί κριτική στο καθεστώς και ταυτόχρονα δομεί ένα παγκόσμιας απήχησης υπαρξιακό, ποιητικό δοκίμιο για το χρόνο και τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο, το οποίο ελίσσεται με χάρη ανάμεσα στο ουράνιο και το γήινο, το άπιαστο και το απτό.
Τέσσερις αντίποδες της Γης (Αργεντινή - Κίνα, Χιλή - Ρωσία, ΗΠΑ - Αφρική, Ισπανία -Νέα Ζηλανδία) καθηλώνουν το θεατή με όλες τις «ηχηρές» αντιθέσεις και ομοιότητές τους.
Λιτά πλάνα, απουσία αφηγηματικής δομής και εξαιρετικό μοντάζ μετατρέπουν μια φαινομενικά απλή ιδέα, σε ένα σύνθετο οδοιπορικό κινηματογραφημένο με ξεχωριστή κομψότητα και ευφυΐα.