Οι λύκοι της πραγματικότητας και το τέλος του lifestyle.
του Κώστα Βαξεβάνη
Η ανόητη κότα της ματαιοδοξίας γέννησε τα πολύχρωμα αυγά του lifestyle ή αυτά έκαναν τις κότες που νόμιζαν ότι φτερούγιζαν σε μια Ελλάδα με Λουί Βιτόν και κομμωτήρια;
Ο Λάκης Γαβαλάς σίγουρα θα έχει αρκετό χρόνο για να σκεφτεί το ερώτημα στην ησυχία του κελιού του. «Η ζωή είναι πολύ μικρή για να είναι θλιβερή», διαφήμιζε τη δεκαετία του ‘90 το ΚΛΙΚ. Το δημιούργημα του Πέτρου Κωστόπουλου μόλις είχε αρχίσει να την κάνει ενδιαφέρουσα με εξώφυλλα του κώλου. Η χώρα μόλις μάθαινε το ιλουστρασιόν, το μαύρο Johnnie και το πούρο. Το ΠΑΣΟΚ τότε ήταν ακόμη εδώ, μοίραζε επιδοτήσεις, δημιουργούσε τους πολιτικά νεόπλουτους κι έκοβε δειλά δειλά το μουστάκι για να εναρμονιστεί με τα τηλεοπτικά πρότυπα της ιδιωτικής τηλεόρασης.
Το lifestyle έραβε τα νέα κοστούμια της πολιτικής. Άνετα, μαρκάτα και κυρίως χωρίς πολλά ενοχικά σύνδρομα. Τα τυπογραφεία των περιοδικών τύπωναν τα μάνιουαλ της ζωής. Πώς έπρεπε να είναι. Απροβλημάτιστη, με την αυθαιρεσία του προσωπικού «θέλω», με την ελαφρότητα της «μη ευθύνης».
Το ξεχειλωμένο όραμα της Μεταπολίτευσης μετασχηματιζόταν επιτυχώς σε ονείρωξη του πνευματικού αυνάνα.
Κανένας δεν είχε ευθύνη για τίποτα. Μόνο για να περνάει καλά. Ένα τσούρμο καλοπερασάκηδες, αυτάρεσκοι και υπερφίαλοι, ανακηρύχτηκαν σούφι του προσκυνηματικού ωχαδερφισμού. Δεν ήταν ούτε με την εξουσία, ούτε ενάντιά της. Ήταν το νέο σύστημα. Ευχάριστα απολίτικο, προκλητικά απροβλημάτιστο κι επιτακτικό. Η ζωή έπρεπε απλώς ν’ αποφασίσει ανάμεσα στις συνταγές για τον κλειτοριδικό ή τον κολπικό οργασμό, ανάμεσα στα in μανικετόκουμπα ή το μέγεθος της προσθετικής.
Έστησε πασαρέλες παντού, άνοιξε σαμπάνιες και στο τέλος ανακύκλωσε τα μπουκάλια, φτιάχνοντας σενάριο ταινίας για Τζούλιες. Το lifestyle υπέγραφε επιταγές, συμβόλαια, πιστοποιητικά αξίας και τελικώς το μέλλον. Είκοσι χρόνια, όμως, μετά την εποχή ΚΛΙΚ, η ζωή κάνει τα δικά της κλικ. Το «τίποτα» που έγινε νούμερα βρέθηκε αντιμέτωπο με τα νούμερα των ανοιχτών λογαριασμών. Η κρίση, οι εταιρείες που δεν άντεξαν να πληρώνουν τα κότερα και τις βίλες, ο σοκαρισμένος κόσμος που δεν μπορούσε πια να καταναλώνει τον κομπασμό ως σοφία.
Στις σελίδες των συνταγών ζωής του lifestyle οι μέντορές του δεν κατάφεραν να βρουν καμιά για να τους σώσει.
Ο Πέτρος βρέθηκε απέναντι στους λύκους της σκληρής πραγματικότητας. Και το 69 των γυαλιστερών περιοδικών αντικαταστάθηκε από το 99 του μουντού πτωχευτικού κώδικα. Φτωχοί οι ήρωες των εφηβικών χρόνων; Όχι ακριβώς.
Στην Ελλάδα υπάρχουν χιλιάδες φτωχές εταιρείες με πλούσιους ιδιοκτήτες. Θα επιβιώσουν. Αλλά ίσως είναι καταδικασμένοι τα επόμενα χρόνια ν’ ανακαλύπτουν συνεχώς πως δεν ήταν τόσο σπουδαίοι όσο πίστευαν. Ξεφυλλίζοντας παλιά, ηλεκτρονικά μάλλον, άλμπουμ φωτογραφιών. Σε αυτό θα διαφέρουν τουλάχιστον από τον Ζάχο Χατζηφωτίου. Το lifestyle στην Ελλάδα μπορεί να κινήθηκε με όχημα την ανοησία, αλλά δεν υπηρετήθηκε από ανόητους. Αυτό που θέλουν να πιστεύουν οι πρωταγωνιστές του είναι πως ατύχησαν, γιατί η Ελλάδα δεν είχε Χόλιγουντ αλλά το Βλαχόλιγουντ που οι ίδιοι δημιούργησαν και υπερεκτίμησαν.
Δεν θα παραδεχτούν ποτέ πως υπηρέτησαν το σύστημα που τους χρησιμοποίησε ως πολιορκητικό κριό. Το σύστημα που παρουσίασε τον καταναλωτισμό ως ευτυχία και τη ζωή ως ένα πεδίο όπου η αγορά είναι το παν. Σε αυτή την αγορά, εκτός από τη φιλοδοξία τους, διέθεσαν και ανθρώπους τους οποίους κατάφεραν να πείσουν.
Όχι, ούτε η ζωή, ούτε η πορεία τους έχει την απολιτίκ ερμηνεία που εμφάνιζαν ως συνταγή. Έκαναν πολιτική.
Εφαρμόζοντας το photoshop των εξωφύλλων τους στην εικόνα της πραγματικότητας.
Το χειρότερο είναι πως αυτή τους η θεώρηση, η πίστη, τους κρατά τραγικά εκτός πραγματικότητας. Επιστρατεύουν την εικονικότητα απέναντι σε αυτό που βαφτίζουν κακό όνειρο.
Σε ένα από τα τελευταία του άρθρα ο Πέτρος Κωστόπουλος γράφει: «Λίγη αισιοδοξία, λίγο όνειρο και η ομάδα είναι τα καλύτερα αντιβιοτικά στην κρίση». Κοίτα να δεις που οι απλήρωτοι εργαζόμενοι θέλουν και λεφτά για να ζήσουν.