Θα νόμισε κάνεις ότι η κρίση είναι παντού. Και όμως δεν είναι. Στο τρένο από την Μπιαρίτζ για το Παρίσι, σκέφτομαι όλα αυτά που θα μπορούσε να είναι η Ελλάδα και δεν είναι. Όλα αυτά που θα μπορούσε να είναι η ελληνική επαρχία και δεν είναι. Χρόνια αντίστασης σε κάθε τι καινούργιο. Χρόνια αντίστασης σε κάθε πραγματική ανάπτυξη. Επιδοτήσεις σε ανακαινίσεις καταστημάτων με είδη δώρων, σε κομμωτήρια, αντί για επιδοτήσεις νεωτεριστικών μοντέλων, αγροτουρισμού.
Αντί για επιδοτήσεις σε νέους επιχειρηματίες με όνειρα, δίνονταν επιδοτήσεις σε φίλους. Η αποξένωση στην ελληνική επαρχία ήρθε πολύ πριν την κρίση. Η αποδυνάμωση κάθε επιχείρησης, κάθε ελληνικής βιομηχανίας, που χάθηκε, πέθανε στον βωμό της άρνησης απέναντι στο κεφάλαιο. Πέθανε στον βωμό των επιδοτήσεων που κατέληξαν στην τσέπη των μεσαζόντων.
Συλλογίζομαι τις καφετέριες στην πόλη της Δράμας, τους νέους να ρουφάνε τον καφέ τους ολημερίς και ολονυχτίς, χωρίς κανέναν σχέδιο, παρά μόνο με ένα κοινό όνειρο, να φύγουν μια ημέρα από αυτή την πόλη. Σαν σε ταινία του Μπέλα Ταρ, κάθε μέρα σκέφτονται το ταξίδι τους μακριά από αυτό το κολαστήριο. Αλλά κανείς δεν φεύγει. Και από την άλλη οι γηραιότεροι στα βουνά, γιορτάζουν τους αράπηδες, φορούν τομάρια ζώων, χορεύουν και τραγουδούν, τόση ομορφιά, τόση παράδοση κρυμμένη επάνω στις πλαγιές του όρους Φαλακρού.
Ανάμεσα στα παγανιστικά έθιμα και στην ανεργία δεν υπάρχει λογική. Παρόλα αυτά κάποιοι νέοι επιστρέφουν. Δεν έχουν άλλη επιλογή. Και ονειρεύονται να μετατρέψουν την Δράμα σε Γαλλία. Ο Θοδωρής, επέστρεψε με την σύντροφό του στη Δράμα, να μεγαλώσει εκεί την οικογένεια του, να καλλιεργήσει το χωράφι του. Έχει ένα σχέδιο, έστω και μόνος, έχει ένα σχέδιο. Ένα σχέδιο που το κράτος του ποτέ δεν είχε. Σε κάθε Δραμινό σπίτι υπάρχει σήμερα και ένας άνεργος.
Μπιαρίτζ, μια πόλη 36.000 κατοίκων. Χτισμένη στην Βασκική ακτή, μια πόλη με θέσεις εργασίας, με τουρισμό. Μια πόλη χτισμένη με τόση φροντίδα. Οι νέοι μετά τη δουλειά τους κάνουν σερφ. Δεν υπάρχει ανεργία, η πόλη ζει από τον τουρισμό το καλοκαίρι αλλά όχι μόνο. Τον χειμώνα εδώ εξακολουθούν να ζουν νέοι. Οι οποίοι δουλεύουν σε πολυεθνικές εταιρίες οι οποίες επέλεξαν αυτή την πόλη για τα κεντρικά τους γραφεία. Θα μου πείτε Γάλλοι, έχουν χρήματα. Μα και στον τόπο μας ήρθαν χρήματα, ήρθαν για μεγάλα Ευρωπαϊκά σχέδια που ποτέ δεν υλοποιήθηκαν.
Δράμα, μια πόλη 45.000 κατοίκων, χτισμένη στους πρόποδες του όρους Φαλακρού. Μια πόλη με το Φεστιβάλ της, το σπήλαιό της, την χιονοδρομική πίστα της. Περιτριγυρίζεται από φύση καταπληκτική. Θα μπορούσε να έχει ανάπτυξη, να έχει ένα σχέδιο για τα παιδιά της. Δεν είμαι σίγουρη γιατί σε αυτό το τρένο το μυαλό μου ταξίδεψε στην Δράμα. Ίσως να ευθύνεται το τοπίο εδώ στα Πυρηναία. Κάτι να μου θυμίζει. Βουνά και θάλασσες. Ίσως να μην συγκρίνονται. Χιονίζει.
Στην Γαλλία αλλά και στην Ελλάδα. «Γίναμε Ευρώπη», σκέφτομαι ενώ το τρένο ταξιδεύει με 340 χιλιόμετρα την ώρα. Λίγο αργότερα σε έναν δρόμο του Παρισίου, σε ένα ανθοπωλείο πωλούνταν μια ελιά από την Ελλάδα. Κόστιζε 990 ευρώ. Ένα κλαδί και μια γλάστρα. Δυστυχώς η απόσταση από την Μπιαρίτζ στην Δράμα είναι πολύ μεγάλη. Και η στιγμή που θα εκτιμήσουμε σωστά την ελιά που κληρονομήσαμε βρίσκεται πολύ μακριά ακόμη.