Της Ζέζας Ζήκου
Για τους περισσότερους Ελληνες το μέλλον προβάλλει μουγγό και αβέβαιο, ίσως και ζοφερό. Το κοινωνικό σκηνικό αρχίζει να δίνει και αυτό ενδείξεις ταξικού πολέμου. Ωστόσο, αυτό που προέχει είναι να αλλάξει η πολιτική από ένα έμπειρο οικονομικό επιτελείο. Το επιχείρημα «διάσωσης της χώρας» δεν θα μπορούσε να απολήξει διαφορετικά. Επαρχιώτες του ευρωπαϊκού συστήματος που υποδύονται κοσμοπολίτες επέδειξαν πλήρη διαπραγματευτική ανεπάρκεια. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο εκσυγχρονισμός της σαθρής οικονομίας ήταν απολύτως αναγκαίος, αλλά έπρεπε να είναι σταδιακός. Η βιαιότητα του εγχειρήματος καταδεικνύει πόσο αποκομμένοι από την ελληνική οικονομική πραγματικότητα ήσαν οι αποδέκτες των όρων του Μνημονίου.
Ηδη, σημαντικά τμήματα της κοινωνίας εμφανίζονται οργισμένα και τείνουν να κυριαρχηθούν από διάθεση καταδίκης. Το χειρότερο είναι ότι ανιχνεύονται συνθήκες κοινωνικού μίσους, οι οποίες αν επικρατήσουν, θα διαμορφώσουν περιβάλλον τυφλών συγκρούσεων.
Ανησυχητική, δυσοίωνη η εικόνα φτώχειας. Ασφαλώς συγκυριακή, αλλά τούτη η συγκυριακή εικόνα έρχεται να προστεθεί στη διαρκώς επεκτεινόμενη εικόνα των νεκρών μαγαζιών, στις άδειες βιτρίνες και στα ρυπαρά πεζοδρόμια. Στις δυσοίωνες εικόνες προστίθενται εξίσου δυσοίωνα μηνύματα: για απολυμένους, για επιχειρήσεις που κλείνουν, για κλάδους που φθίνουν.
Ενας ιστορικός αποτόλμησε μια θλιβερή σύγκριση: Ο χειμώνας του 2012, υπό όρους, θα μείνει στις μνήμες των χορτάτων Ελλήνων του 21ου αιώνα σαν τον σκληρό χειμώνα του κατοχικού ’41. Κινδυνεύουμε να δούμε πάλι το ξεχασμένο και απωθημένο φάσμα της φτώχειας, αυτό που είχε παρέλθει οριστικά από την αυτοσυνείδηση των μεσαίων στρωμάτων, κατά τις δεκαετίες της Μεταπολίτευσης. Το κοινωνικό συμβόλαιο της Μεταπολίτευσης, άλλωστε, στηρίχθηκε σε αυτή τη συνομολογία: ποτέ πια φτώχεια, ποτέ πια διχαστικές διακρίσεις, πολιτικές ή ταξικές.
Οι ανορθόδοξες, απρόοπτες συμπεριφορές εμφανίζονται σαν εκρήξεις, αλλά δεν προέρχονται εκ του μηδενός, πηγάζουν από υπόγεια ή και επιφανειακά ρεύματα ιδεών, που κυκλοφορούν πολλά χρόνια τώρα, επηρεάζουν, διαμορφώνουν στάσεις, ιδίως στη νεολαία, ευεπίφορη και ευάλωτη στο καινούργιο, στην υπέρβαση, στην ανυπακοή, στην αίρεση, στον οραματισμό, στη δημιουργία αλλά και στον μηδενισμό.
Η συρρίκνωση του μέλλοντος, η διάχυση ενός μετανεωτερικού κυνισμού ντυμένου σαν πραγματισμός, ο προϊών αποκλεισμός λαϊκών και μικρομεσαίων στρωμάτων από το greek dream του αυτοδημιούργητου, η διαψευσμένη υπόσχεση της διαρκούς ευδαιμονίας, ο συστημικός αποκλεισμός των μαζών από το πολιτικό παιχνίδι ακόμη και σαν δυνατότητα φωνής, όλα αυτά τα, λίγο πολύ διεθνή, χαρακτηριστικά της άφωνης, απολιτικής μεταδημοκρατίας συγκεράζονται με εγχώριες ιδιοσυστασίες, με την υποχώρηση της παραδοσιακής οικογένειας, με απίσχνανση του παραγωγικού ιστού, με ξεθώριασμα ταυτοτήτων και αναπαραστάσεων. Συμποσούμενα και ανασυντιθέμενα δίνουν ένα δυνάμει εκρηκτικό κοινωνικό μείγμα, εγκαιροφλεγές, έτοιμο να αναφλεγεί δοθείσης αφορμής. Η ύφεση και η συνακόλουθη πτώση του βιοτικού επιπέδου επισωρεύονται επιβαρυντικές, σε ένα κοινωνικό σώμα του οποίου πλέον δεν γνωρίζουμε τις αντοχές, το όριο θραύσης.
Συγχρόνως, ένας νοσηρός άνεμος συντηρητισμού σαρώνει την Ευρώπη. Ηλπιζαν οι δυστυχείς λαοί ότι θα επωφελούνταν από μια γενναιόδωρη αντίδραση που θα τους έβγαζε από την κόλαση της τραπεζικής κρίσης και της ανεργίας, για να ανακαλύψουν ότι η Μέρκελ με τον Σαρκοζί και τους λοιπούς... προτιμούν να καθηλώσουν τις χώρες σε δημοσιονομική πειθαρχία με επώδυνες κοινωνικές συνέπειες για τους πολλούς και με ενδημικές κοινωνικές κρίσεις.
Κρίθηκε πως δεν χρειάζεται να δίνεται οικονομική βοήθεια σε χώρες τα χρέη των οποίων παύουν πλέον να είναι βιώσιμα μακροπρόθεσμα. Oταν φτάνουμε σε αυτό το σημείο, η μεγάλη αναδιάρθρωση των χρεών είναι αναπόφευκτη, εξαιτίας της απαγόρευσης της ανάληψης του χρέους μιας χώρας από άλλη χώρα – απαγόρευση η οποία περιλαμβάνεται στις συνθήκες. Κάθε κράτος είναι υπεύθυνο για τα δικά του χρέη. Και τα εθνικά χρέη δεν μπορούν να γίνουν ευρωπαϊκά. Με βάση τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούν, τις αρχές των Συνθηκών αλλά και όσον αφορά τις επιταγές του Συντάγματος της Γερμανίας, ο «εξευρωπαϊσμός» των εθνικών χρεών θα ισοδυναμούσε με διάβαση του Ρουβίκωνα.
Πέρα, όμως, από τις αποφάσεις της πρόσφατης συνόδου κορυφής, αξίζει να σημειωθεί ότι βαδίζοντας κανείς στον δρόμο της ιστορίας των οικονομικών θεωριών και των ασκούμενων πολιτικών στην Ευρωπαϊκή Ενωση, διαπιστώνει ότι στην ουσία επαναφέρονται οι αντιλήψεις της σχολής του Fribourg και οι ασκούμενες πολιτικές του ρεύματος του ορθο-φιλελευθερισμού.