Ζούμε το τέλος μιας εποχής. Ο κύκλος της μεταπολίτευσης έκλεισε οριστικά, βυθίζοντας στη λήθη κομματικά στεγανά του τύπου «αριστερά» και «δεξιά», που καθόρισαν την πολιτική σκέψη και διαμόρφωσαν την πολιτική μας ζωή εδώ και δεκαετίες. Διακρίσεις που μας χώρισαν σε στρατόπεδα, στους «δικούς μας» και τους «άλλους», περιχαράκωσαν το πνεύμα και τη δράση μας και συντήρησαν τον εμφύλιο διχασμό, το μεγαλύτερο σαράκι της ιστορίας μας ως έθνους.
Σήμερα, αυτές οι διαχωριστικές γραμμές φαντάζουν, αν μη τι άλλο, παρωχημένες. Όλοι μας βλέπουμε τη χώρα μας να ματώνει, τα όποια κοινωνικά κεκτημένα να σαρώνονται ελαφρά τη καρδία με το πρόσχημα της οικονομικής κρίσης, το παρόν μας να διακυβεύεται και το μέλλον μας να φαντάζει τελείως αβέβαιο.
Είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι. Άλλοι γιατί το προκάλεσαν, κατασπαταλώντας τη δημόσια περιουσία, θεμελιώνοντας διάτρητα συστήματα και αδύναμους θεσμούς, άλλοι γιατί προτίμησαν την ατομική τους ευδαιμονία εις βάρος της συλλογικής ευημερίας, άλλοι γιατί συμβιβάστηκαν με την αδικία προτιμώντας να απομακρυνθούν από την οργανωμένη δράση. Περισσότερο ή λιγότερο, η ευθύνη βαραίνει τους ώμους όλων μας.
Και βλέπουμε πλέον ξεκάθαρα ότι δεν φταίνε «οι άλλοι», ούτε θα μας σώσουν «οι δικοί μας».
Η πάλαι ποτέ αριστερά εξακολουθεί να ταλανίζεται από το μεγαλύτερο φόβο της: τη μετάβαση από την αντίδραση στη δράση. Συνυφασμένη επί μακρόν με την «ανυπακοή», την αντίσταση, την αντίρρηση και σχεδόν συνώνυμη της αντιπολίτευσης, γνωρίζει καλά πώς να καταγγέλει, να ψέγει, να κατακρίνει και να αντιπροτείνει. Το ενδεχόμενο και μόνο της εξουσίας είναι ικανό για να κλονίσει τις βασικές της παραδοχές και να ανατρέψει την εικόνα που έχει η ίδια για τον εαυτό της.
Ενίοτε, η συμπεριφορά της προσιδιάζει στους έφηβους που παρότι αδημονούν για την ώρα της ενηλικίωσης, την αποδέσμευση από τον οικογενειακό κλοιό και τη λύτρωση από τα πατρικά δεσμά, όταν τα κεριά στην τούρτα γίνονται 18 και οι ευθύνες αρχίζουν να χτυπούν την πόρτα δηλώνοντας "ήρθαμε για να μείνουμε" σκέφτονται να το βάλουν στα πόδια και να ξαναγυρίσουν στοη ζεστασιά και την ασφάλεια του παιδικού τους δωματίου.
Όλες αυτές οι «απίστευτες γκάφες» είτε αποτελούν αδέξιους χειρισμούς μιας πρώτης νεότητας είτε κινήσεις πανικού ενός ενήλικα που έρχεται αντιμέτωπος με τους μεγαλύτερους φόβους του, καθιστούν αδήριτη την ανάγκη για ανασύνταξη των δυνάμεων και δράση στο ύψος των περιστάσεων. Και σίγουρα τα πράγματα θα είναι καλύτερα αν πιστέψουμε πως δεν έχουμε να κάνουμε με έναν ξεμωραμένο γέρο αλλά με ένα τρομαγμένο παιδί.
Στον αντίποδα, οι εραστές της εξουσίας ενίοτε ανάξιοι, εξακολουθούν να παλεύουν με νύχια και με δόντια για τη διατήρησή της, διατεθειμένοι ακόμη και να αποκαλύψουν εν είδει εξομολόγησης κατά το "αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστι αμαρτία", ότι δεν ήξεραν, δεν φαντάστηκαν, δεν διάβασαν. Δεν πείθουν όμως, δεν εμπνέουν, δεν αρκούν.
Η δημοκρατία βέβαια, δεν εκδικείται. Χαμογελά και πείθει, όπως έλεγε ο Αλέξανδρος Παναγούλης. Μα και μόνο το χαμόγελο σε τούτη την εποχή φαντάζει παράταιρο, αινιγματικό ενίοτε και πράξη αντίστασης. Στην πειθώ δεν αναφέρομαι καν.
Ας χαμογελάσουμε, εν πρώτοις. Το χαμόγελο εκτός από μεταδοτικό, μας εμπνέει. "Όλα μπορούσανε να γίνουμε στον κόσμο, αγάπη μου, τότε που μου χαμογελούσες"(Τάσος Λειβαδίτης). Ας αναλογιστούμε πού και γιατί αποτύχαμε και ας αναλάβουμε επιτέλους τις ευθύνες μας, αλλά και δράση για τη θεμελίωση ισχυρών θεσμών και εγκαταλείποντας μια για πάντα εξωθεσμικές συμβάσεις και λύσεις, οι οποίες αποδεικνύονται περίτρανα επισφαλείς αλλά και επικίνδυνες.
Κι αν ο θερισμός της παλιάς σποράς δεν απέδωσε, ας καταλάβουμε ότι ήρθε ξανά ο καιρός του σπείρειν.
*Η Μαρία Ψαρρού είναι υποψήφια διδάκτωρ Πολιτιστικής Διαχείρισης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο