της Σταυρούλας Παπαβασιλείου
Ο Κώστας Μπαλάφας, ο φωτογράφος του αγώνα, της ελληνικής υπαίθρου, των ανθρώπων του μόχθου και της Ηπείρου, «έφυγε» στα 91 του χρόνια. Γεννήθηκε το 1920 στο χωριό Κυψέλη του νομού Άρτας από γονείς αγρότες. Μυήθηκε στην τέχνη της φωτογραφίας το 1940 με δάσκαλο τον Απόστολο Πανταζίδη.
Έπειτα ήρθε ο πόλεμος και η Αντίσταση. Ο ίδιος, χάρις σε ένα ασφράγιστο ραδιόφωνο που είχε αγοράσει από έναν Αλβανό μαυραγορίτη, άκουγε μαζί με άλλους το BBC και κυκλοφορούσε τα νέα του μετώπου σε ένα δελτίο. Μετά βρέθηκε κι ένας πολύγραφος. Όμως όλα αυτά μαθεύτηκαν και ο Μπαλάφας και οι υπόλοιποι συνελήφθησαν και πέρασαν από το Ιταλικό Στρατοδικείο. Η ποινή τους ήταν μόνο τρεις μήνες. Η Ασφάλεια δεν ικανοποιήθηκε από αυτή την ποινή και τους ξανακάλεσε.
Ο Μπαλάφας, υποπτευόμενος το αποτέλεσμα, βγήκε στο βουνό και πήρε μαζί και τη μηχανή του. «Τα μόνα εφόδια που είχε στη διάθεσή του ήταν μία μικρή φωτογραφική μηχανή κι ένα κουτί με αρνητικό φιλμ, που για καλή του τύχη βρέθηκε στα συντρίμμια ιταλικού βομβαρδιστικού που έπεσε στα Γιάννενα στις αρχές του πολέμου», γράφει προλογίζοντας το άλμπουμ του Mπαλάφα, «Το αντάρτικο στην Ήπειρο», ο άλλος μεγάλος φωτογράφος της Αντίστασης Σπύρος Mελετζής.
Το φιλμ του ήρθε κυριολεκτικά από τον ουρανό. Σ’ έναν βομβαρδισμό της πόλης από ιταλικά αεροπλάνα ένα από αυτά χτυπήθηκε από τα αντιαεροπορικά και έπεσε στην πόλη. Στην άτρακτο βρέθηκε ένα στρογγυλό κουτί που μερικοί το πήραν για βόμβα. Κάποιος «στιγμιαίος» φωτογράφος, εξοικειωμένος με την ανωνυμία της ετικέτας, τους είπε πως είναι φιλμ και το πούλησε στον Μπαλάφα για λίγες οκάδες καλαμποκάλευρο. Από αυτό έκοψε κομματάκια και φωτογράφισε τον αγώνα.
Ο Κώστας Μπαλάφας αναφέρεται μάλιστα σε ένα χαρακτηριστικό περιστατικό από την εποχή εκείνη: «...την φωτογραφία που δείχνει τους απαγχονισμένους, την τράβηξα με τη μηχανή στη χαρτοσακούλα, από πάνω είχα βάλει κρεμμύδια για να μην υποπτευθεί κανείς τίποτα. Στον τόπο της εκτέλεσης υπήρχαν Γερμανοί, αλλά και χωροφύλακες που τους φοβόμουν περισσότερο γιατί ήταν πιο πονηροί. Πέρασα μια φορά, μέτρησα την απόσταση, πήγα πίσω από ένα πλατάνι και έφτιαξα την μηχανή, μετά ξαναπέρασα και έκανα τη λήψη…».
| | |
| © Κ.Μπαλάφας | |
Στο βουνό έμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου. Όσο φιλμ έκανε πριν φύγει από τα Γιάννενα το έκρυψε στο σπίτι ενός φιλογερμανού που το είχαν επιτάξει οι κατακτητές. Ένας συγγενής του ιδιοκτήτη τοποθέτησε το μεταλλικό κουτί με το φιλμ κάτω από τα σανίδια του πατώματος κι έμεινε κρυμμένο εκεί μέχρι το 1976. Το 1976 ο Μπαλάφας, εγκατεστημένος πια στην Αθήνα, επισκέφτηκε τα Γιάννενα αναζήτησε την κρύπτη του. Το πολύτιμο υλικό είχε διασωθεί και οι φωτογραφίες εκείνες έγιναν ένα λεύκωμα με τίτλο «Το Αντάρτικο στην Ήπειρο». Μετά τον πόλεμο εργάστηκε για μερικά χρόνια ως διερμηνέας με μια ομάδα του Εγγλέζικου Μηχανικού που εκτελούσε έργα σε ολόκληρη την ελλαδική περιφέρεια κι έτσι βρήκε ευκαιρία να φωτογραφίσει πολλά άλλα μέρη της ελληνικής επαρχίας πέραν της Ηπείρου. Ήταν ο πρώτος οπερατέρ της Ελληνικής τηλεόρασης, στη δοκιμαστική εκπομπή στη ΔΕΘ.
Όταν κατέβηκε στην Αθήνα, εκτός των άλλων, εργάστηκε σε βιολογικό ερευνητικό εργαστήριο για γαλακτοκομικά προϊόντα και σε αμερικάνικη τεχνική εταιρεία. Από το 1951 εργάστηκε στη Δ.Ε.Η. (έμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή του), όπου συνέχισε να φωτογραφίζει με το ίδιο πάθος σε όλη την Ελλάδα. Οι ιστορικοί και οι κριτικοί εξαίρουν την καλλιτεχνική και ιστορική αξία των εικόνων του και τον θεωρούν το σημαντικότερο, ίσως, μοντέρνο ουμανιστή φωτογράφο που είχε ποτέ η Ελλάδα.
Όταν κατέβηκε στην Αθήνα, εκτός των άλλων, εργάστηκε σε βιολογικό ερευνητικό εργαστήριο για γαλακτοκομικά προϊόντα και σε αμερικάνικη τεχνική εταιρεία. Από το 1951 εργάστηκε στη Δ.Ε.Η. (έμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή του), όπου συνέχισε να φωτογραφίζει με το ίδιο πάθος σε όλη την Ελλάδα. Οι ιστορικοί και οι κριτικοί εξαίρουν την καλλιτεχνική και ιστορική αξία των εικόνων του και τον θεωρούν το σημαντικότερο, ίσως, μοντέρνο ουμανιστή φωτογράφο που είχε ποτέ η Ελλάδα.
Δεν πούλησα ποτέ φωτογραφίες. Το ψωμί μου το βγάζω με τη σύνταξη της ΔΕΗ. Θέλω τη φωτογραφία εντελώς καθαρή. Αν τις πουλήσω είναι σαν να εκπορνεύω τα συναισθήματά μου...
© Κ.Μπαλάφας, "Φωτογραφικές μνήμες από τη σύγχρονη Ελλάδα"
Το έργο του διαπνέεται από βαθιά πίστη στις ανθρωπιστικές αξίες, το μόχθο του ανθρώπου για αξιοπρεπή επιβίωση στις δύσκολες κοινωνικά συνθήκες της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Εμένα με ενδιέφερε ο άνθρωπος που υποφέρει. Και το πρόσωπο κάθε ανθρώπου είναι η θεατρική σκηνή στην οποία εκτυλίσσονται τα συναισθήματα, η ίδια η ζωή. Στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου είναι σκαμμένη η ζωή του. Χαρακτηριστική είναι η κριτική που μου έκανε μια εφημερίδα της Εδεσσας. “Στον ναό του Κώστα Μπαλάφα να βγάζεις τα παπούτσια σου, γιατί οι φιγούρες που παρουσιάζει είναι εξαγνισμένες από τη στέρηση και τον κάματο”.
Η θεματολογία του ήταν παραδοσιακά περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες, η καθημερινή ζωή κατοίκων απομακρυσμένων χωριών της Ηπείρου που μάχονται να επιβιώσουν κάτω από δύσκολες συνθήκες.
… δε φωτογραφίζω για το γούστο κάποιου άλλου που αποβλέπει στην εμπορικότητα ή που εξυπηρετεί αμφιβόλου είδους σκοπιμότητα προκειμένου για φωτογραφία δημοσιότητας και χωρίς να έχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα για μένα. Μου αρέσει να πλησιάζω τον κόσμο της καθημερινότητας, τον κόσμο της εργατιάς και της αγροτιάς, τον κόσμο του μόχθου και προπαντός το δουλευτή της γής...
© Κ.Μπαλάφας, "Απόκαμε", Πύλη Τρικάλων, 1961
Γράφει για αυτόν ο Ηρακλής Παπαϊωάννου, Επιμελητής του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης: «Ο Κώστας Μπαλάφας είναι ένας γνήσια λαϊκός καλλιτέχνης, αφενός γιατί ο λαός είναι ο βασικός πρωταγωνιστής των φωτογραφιών του, αφετέρου γιατί σε αυτόν κυρίως απευθύνεται αυτό το έργο.[…] Η Ελλάδα μέσα από τις φωτογραφίες του Κώστα Μπαλάφα είναι ένας ζωντανός παλλόμενος τόπος γεμάτος συγκρούσεις, ανακαλύψεις, αντιθέσεις. Η καταγωγή του από την Ήπειρο όξυνε οπωσδήποτε την ευαισθησία του στην καταγραφή της ζωής του Έλληνα που αποκομμένος από τις μητροπόλεις της προόδου και των αποφάσεων, δίνει έναν άνισο αγώνα με αντίξοες συνθήκες».
Ο Μπαλάφας παρέμεινε πάντα πιστός στην ασπρόμαυρη φωτογραφία (με εξαίρεση τις φωτογραφίες του λευκώματος «Τα αντίρροπα ρεύματα του Αχελώου»). Είχε πει για την έγχρωμη φωτογραφία και την τεχνολογία: «Μοιάζει ψεύτικη. Ο λαός μας προσωποποίησε την ομορφιά. Είναι μια έμφυτη ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής, λειτουργεί σαν μία ακόμη από τις αισθήσεις μας. Δεν κατόρθωσε η τεχνική της έγχρωμης φωτογραφίας να αποδώσει αυτήν την ποιότητα. Να δώσει τη δυνατότητα να κάνεις παραμόρφωση στο φυσικό στοιχείο, να εκφράσεις τα συναισθήματά σου».
Μπορεί η τεχνολογία να το καταφέρνει πια αυτό, αλλά, ξέρετε, είμαι αγράμματος σε σχέση με τη σύγχρονη τεχνική. Αρκεί να σας πω ότι ήθελα μια μηχανή και δεν ήθελα καν να έχει φωτόμετρο. Το φωτόμετρο με μπερδεύει. Παίρνει ένα συμπτωματικό φως και σου δίνει διαφορετικά πράγματα από ό,τι θες. Και έγινε ειδική παραγγελία από τον αντιπρόσωπο να στείλουν μια μηχανή χωρίς το φωτόμετρο….
© Κ.Μπαλάφας
Τα αντίρροπα ρεύματα του Αχελώου: Ο Αχελώος κατέχει ιδιαίτερη θέση στο έργο του Μπαλάφα. Το 1962 ξεκίνησε η κατασκευή του φράγματος και του υδροηλεκτρικού εργοστασίου Κρεμαστών, που διήρκεσε μέχρι και τον Δεκέμβριο του 1965. Το έργο στάθηκε αφορμή να αλλάξει η καθημερινότητα των κατοίκων της περιοχής καθώς πολλά χωριά καταποντίστηκαν.
Ο Κώστας Μπαλάφας εργαζόταν τότε στη ΔΕΗ, και του ανατέθηκε από τη διοίκηση να καταγράψει κινηματογραφικά το έργο. Η ΔΕΗ στη συνέχεια με τη χρήση του μοντάζ δημιούργησε ένα ημίωρο ντοκιμαντέρ το οποίο θα προβαλλόταν στα Κινηματογραφικά Επίκαιρα της εποχής.
Ο Μπαλάφας όμως κατέγραψε με το φωτογραφικό φακό, κάνοντας για πρώτη φορά χρήση έγχρωμου φιλμ, και την κοινωνική σκοπιά του έργου αυτού, τον ξεριζωμό, την αλλαγή του τοπίου, τον προβληματισμό των ντόπιων Στο έργο Αχελώου-Κρεμαστών ο Μπαλάφας μοιάζει να αναζητά το λεπτό σημείο δυναμικής ισορροπίας ανάμεσα στα αντίρροπα ρεύματα τεχνολογίας και παράδοσης, φύσης και πολιτισμού. Στην έκθεση του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης παρουσιάστηκαν περίπου 160 έργα ενώ ταυτόχρονα κυκλοφόρησε το ομότιτλο λεύκωμα.
© Κ.Μπαλάφας
Ήπειρος: Το λεύκωμα περιλαμβάνει τριακόσες φωτογραφίες τραβηγμένες από το 1945 έως το 1970, οι οποίες καταγράφουν στιγμιότυπα από το τοπίο, τους ανθρώπους και τη λαϊκή παράδοση της Ηπείρου. Ο Άγγελος Δεληβοριάς που προλογίζει την έκδοση αναφέρει: «κάθε φωτογραφία του Μπαλάφα είναι μια μοναδική μαρτυρία του καλλιτέχνη μέσα στον χρόνο». Χαρακτηρίζει τον Μπαλάφα, «υμνωδό του έπους της Ηπείρου και των ανθρώπων της» και «μελωδό της πίκρας μιας μεταπολεμικής κοινωνίας που μάχεται με αξιοπρέπεια, συχνά χωρίς ελπίδα».
Ο ίδιος ο Μπαλάφας είχε πει για την Ήπειρο: «Κρυστάλλινες πηγές που αναβλύζουν, κεφαλάρια και νερομάνες, που στο δρόμο τους κινούν νερόμυλους και νεροτριβές. Οπου κι αν βρεθείς, συναντάς ερείπια από παλιότερους πολιτισμούς, αρχαίους ναούς, λατρευτικά σύμβολα, δημόσια κτίρια, κάστρα, υδραγωγεία, βυζαντινές εκκλησίες και λόφους βιγλάτορες, προμαχώνες που με την παρουσία τους σφράγισαν αιώνες που διαγράφανε τη μοίρα του λαού μας και την ιστορία του από τα πανάρχαια χρόνια ως σήμερα».
Στην Ήπειρο είναι οι πιο αληθινές φωτογραφίες μου. Εκεί ξέρω το "μέσα" των ανθρώπων. Αυτό επιχειρώ να φωτογραφίσω. Στα άλλα μέρη είμαι λίγο τουρίστας φωτογράφος. Καταγράφω εικόνες.
Το αντάρτικο στην Ήπειρο: Το λεύκωμα περιλαμβάνει φωτογραφίες από το αντάρτικο στην Ήπειρο όπως το έζησε και το φωτογράφησε ο Κώστας Μπαλάφας την περίοδο 1940-1944. Είχε συνεργαστεί με το Σπύρο Μελετζή, τον άλλο φωτογράφο της Αντίστασης, και προσέφεραν ένα σημαντικό ντοκουμέντο της ιστορίας αυτού του τόπου.
Το αντάρτικο έγινε από ορισμένους που είχαν το θάρρος και την παλικαριά να τολμήσουν. Καμιά δεκαριά φίλοι μαζεύτηκαν σε μια ταβέρνα απόμερη στα Γιάννενα, τα ήπιαν, τραγούδησαν τον εθνικό ύμνο. Τότε δεν μπορούσες να κυκλοφορήσεις το βράδυ. Πήγαν στα χωριά τους, ντύθηκαν με ό,τι πρόχειρο είχαν, πήραν όπλα από το παλιό οπλοστάσιο των προγόνων τους και μια μέρα σκέφτηκαν να παρουσιαστούν στον κόσμο.