Από το ξεπούλημα του εθνικού πλούτου στο ξεπούλημα των πολιτικών!
Καθώς μεγάλα τμήματα της εθνικής ιδιοκτησίας περιήλθαν και περιέρχονται σε ξένες εταιρίες και κράτη, η ιθύνουσα πολιτική τάξη μεταβάλλεται σε κάστα υποτελή που απλά διαχειρίζεται αυτή τη μεταβίβαση ιδιοκτησίας και εκπροσωπεί τους νέους ιδιοκτήτες.
Όταν υπήρχαν κλάδοι ολόκληροι που ανήκαν σε εντόπιους ιδιοκτήτες (κλωστοϋφαντουργία, χαλυβουργία, τσιμεντοβιομηχανία, ναυπηγεία, εμπορικός και αλιευτικός στόλος, αεροπλοΐα, καπνοβιομηχανία κ.λπ.), η πολιτική εξουσία ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την τύχη αυτών των κλάδων και των ιδιοκτητών τους, των οποίων τα συμφέροντα εκπροσωπούσε και ευνοούσε. Ταυτόχρονα, καθόταν πάνω σ’ έναν ισχυρό δημόσιο τομέα (τράπεζες, ξενοδοχεία, μεταφορές, ενέργεια, επικοινωνίες, εκπαίδευση, υγεία κ.λπ.) και επόπτευε ένα πανελλαδικό δίκτυο αγροτικής παραγωγής και ένα εξίσου εκτεταμένο δίκτυο λιανικού εμπορίου.
Παρ’ όλες τις επιμέρους ξένες εξαρτήσεις, οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές, οι πολιτικοί συνδέονταν στενά με μία ισχυρή, πολύμορφη και διακλαδωμένη σε όλη τη χώρα εντόπια δημόσια και ιδιωτική ιδιοκτησία.
Όμως, μέσα στα χρόνια, με τη διείσδυση των πολυεθνικών, αυξάνονταν οι μεσάζοντες.
Για παράδειγμα, στη δισκογραφία, που την έχω παρακολουθήσει εκ των έσω, έναν από τους υγιέστερους κλάδους της οικονομίας επί δεκαετίες, οι ιδιοκτήτες των εταιριών δίσκων, πλην μιας, ήταν, μέχρι το 1970, Έλληνες επιχειρηματίες. Και οι ξένες εταιρίες αντιπροσωπεύονταν στην Ελλάδα απ' αυτές τις εταιρίες ελληνικής ή μικτής ιδιοκτησίας και συμφερόντων. Αφοι Λαμπρόπουλοι, Μίνως Μάτσας και Υιος, Εταιρεία Γενικών Εκδόσεων (Λύρα), Μαρτέν Γκεσάρ (Μιούζικ Μποξ) και πολλές μικρότερες, όλες ελληνικές. Όλες, εκτός από μία, εξαγοράστηκαν εξ ολοκλήρου από ξένους και όσες ξένες αντιπροσωπεύονταν από ελληνικές, διέκοψαν τις αντιπροσωπεύσεις και δημιούργησαν δικά τους αυτόνομα παραρτήματα. ΕΜΙ, CBS, Warner κ.λπ. Οι Έλληνες καλλιτέχνες του τραγουδιού συμβάλλονταν πλέον με ξένες εταιρίες.
Αυτή ήταν, με πολλές παραλλαγές, η μοίρα της συντριπτικής πλειοψηφίας των ελληνικών εταιριών.
Εξαγοράστηκαν ή έκλεισαν από τον ανταγωνισμό των πολυεθνικών και οι εντόπιοι επιχειρηματίες βρέθηκαν εκτός αγοράς ή μεταβλήθηκαν σε αντιπροσώπους και διευθυντές των ξένων εταιριών χάνοντας κάθε ίχνος ανεξαρτησίας και αυτοδιαχείρισης, με μειοψηφικά ή χωρίς μερίδια συμμετοχής. Ολόκληροι νευραλγικοί τομείς πέρασαν στον έλεγχο ή/και την ιδιοκτησία των ξένων πολυεθνικών. Τρόφιμα, φάρμακα, ένδυση…
Αυτή η εξαρτησιακή μεταβολή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος μεγάλου μέρους της οικονομίας είχε τεράστιες επιπτώσεις τόσο στο πολιτισμικό όσο και στο πολιτικό πεδίο. Στην εξέλιξή της, δεν βρέθηκε ούτε ένας βουλευτής από τα κόμματα εξουσίας, τα δήθεν πατριωτικά, να επισημάνει τον μέγιστο κίνδυνο από τη συρρίκνωση της αγροτικής παραγωγής και τον «αφελληνισμό» της βιομηχανίας, του εμπορίου, των υπηρεσιών, των δικτύων κ.λπ.
Η εκχώρηση της εθνικής περιουσίας προβλήθηκε σαν προϋπόθεση της προόδου. Κι αυτό πέρασε εύκολα, γιατί η χώρα είχε ένα ιδεολογικά σαθρό και πολύ χαμηλού επιπέδου πολιτικό προσωπικό, που προσέγγιζε επιφανειακά τα εθνικής σημασίας ζητήματα, ενώ επικεντρωνόταν σε έργα και ρουσφέτια κατά εκλογική περιφέρεια που εξασφάλιζαν την αναπαραγωγή του. Ήταν πολύ «νορμάλ» ένας δημοφιλής ηγέτης, με ένα μικρό και απόλυτα ελεγχόμενο περιβάλλον, κατά κανόνα απαίδευτων και ακατάλληλων συνεργατών, όχι μόνο να διευθύνει την πορεία του τόπου, αλλά και να την εκτροχιάζει χωρίς εμπόδια από το βουλευτικό σώμα και τα κόμματα εξουσίας που αμφότερα διαβρώνονταν μεθοδικά.
Εθνική περιουσία on sale
Με την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η εξάρτησή της από τα ξένα κράτη και μονοπώλια επεκτάθηκε και βάθυνε με πλήρη αποδοχή και νομιμοποίηση από το πλέγμα πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Η μεγαλύτερη πρόσδεση στις μητροπόλεις, κοντοπρόθεσμα ευνοϊκή και μεσοπρόθεσμα επαχθής, μετονομάστηκε σε ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Ένταξη που όχι μόνο δεν αποδέσμευσε τη χώρα από τις ΗΠΑ, αλλά πρόσθεσε άλλο ένα ισχυρό κηδεμόνα στην πλάτη της.
Η ένταξη και η επακόλουθη παγκοσμιοποίηση επιτάχυναν τη συρρίκνωση, τον τεμαχισμό και την αφαίρεση των στοιχείων που συγκροτούσαν τον κορμό της εθνικής περιουσίας, δημόσιας και ιδιωτικής. Η ανάπτυξη ταυτίστηκε με την ιδιωτικοποίηση των νευραλγικών κλάδων της οικονομίας και το μέλλον της χώρας συνδέθηκε αναπόσπαστα με τη διεύρυνση και στερέωση της εξάρτησης από το ξένο κεφάλαιο και τα αντίστοιχα πολιτικά κέντρα. Ό,τι δεν επιτεύχθηκε με πολέμους, κατοχή, εκβιασμούς και χούντα, επιτεύχθηκε οικειοθελώς από την άρχουσα, πολιτική και οικονομική τάξη, επί δημοκρατίας.
Τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία εκφεύγανε τμηματικά από την κρατική ιδιοκτησία και περιέρχονταν σε ιδιώτες. Παράλληλα, τα ιδιωτικά περιουσιακά στοιχεία εξαγοράζονταν από ξένους ιδιοκτήτες. Σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, το σύνολο των σημαντικότερων περιουσιακών στοιχείων της χώρας, δημόσιων και ιδιωτικών, είχαν περιέλθει σε ξένους. Σήμερα, οι δημόσιες και ιδιωτικές -ελληνικών συμφερόντων- επιχειρήσεις είναι τόσες λίγες που δεν συνιστούν πια παρά ένα βαριά ακρωτηριασμένο σώμα που δεν μπορεί να ελέγξει τις κινήσεις του, ούτε καν να αρθρώσει το λόγο του. Των περισσοτέρων εταιριών, οι τιμές των μετοχών τους αποτιμώνται πλέον σε λεπτά!
Καθώς η οικονομία σταδιακά έπαυε να είναι εθνική, μεταλλασσόταν και το πολιτικό προσωπικό. Άλλαζε η σύνθεση των ιδιοκτητών, άλλαζε και ο προσανατολισμός των πολιτικών εκφραστών της.
Γύρω από ένα πυρήνα εκ παραδόσεως ξενόδουλων πολιτικών, διαμορφώθηκε ένας μεγαλύτερος κύκλος ετερόκλητων στοιχείων που αποτελείται από αδίστακτους καριερίστες, γραφειοκράτες προσκολλημένους σε άτομα και ομάδες εξουσίας, αμοραλιστές που θα πουλούσαν και τη μάνα τους προκειμένου να παραμείνουν στην εξουσία, εκσυγχρονιστές που θεώρησαν μονόδρομο την ιδέα της «ευρωπαϊκής οικογένειας», πολιτικά και ιδεολογικά αδιάφορους τοπικούς κομματάρχες, επαγγελματίες συνδικαλιστές και, δυστυχώς, από υπολείμματα της αγωνιστικής δεκαετίας του ’70, κούφια ομοιώματα του εαυτού τους.
Όσοι δεν ταίριαζαν σε κάποια από τις παραπάνω ή παρεμφερείς κατηγορίες, αποβλήθηκαν με διάφορους τρόπους και τα κόμματα εξουσίας απαλλάχθηκαν από τους «απροσάρμοστους» και τους απρόθυμους να συμπράξουν.
Πολιτικοί on sale
Οι πολιτικοί μετεξελίχθηκαν πρωτίστως σε εκφραστές των ισχυρών ξένων κέντρων. Ορισμένοι μπήκαν στο payroll των πολυεθνικών και πολλοί περισσότεροι εξαρτήθηκαν από τα συμφέροντα αφενός μιας χούφτας επιχειρηματιών στους οποίους έχουν παραχωρηθεί σκανδαλωδώς τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά κανάλια και αφετέρου μιας γραφειοκρατίας αποτελούμενης από στελέχη υπουργείων, υπηρεσιών και επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, πράσινων και μπλε συνδικαλιστών μέσω των οποίων καθηλώθηκε το εργατικό κίνημα, μεσοαστών ελεύθερων επαγγελματιών που ευημερούν φοροδιαφεύγοντας, πανεπιστημιακών που διορίζονταν σε συμβούλια και θέσεις εξουσίας ή επωφελούνταν από κερδοφόρα προγράμματα κ.λπ.
Οι πολίτες με ήθος και οι διανοούμενοι με συνέπεια αγνοήθηκαν, δυσφημίστηκαν και λοιδωρήθηκαν.
Παράλληλα, πολιτικοί και παρατρεχάμενοι διασυνδέθηκαν ποικιλοτρόπως με ένα πολύμορφο κύκλωμα του υποκόσμου, που περιλαμβάνει τοκογλύφους (βλέπε συμμορίες Θεσσαλονίκης), τζογαδόρους-λεσχιάρχες (βλέπε «φρουτάκια»), ποδοσφαιρικούς παράγοντες ειδικούς στο ξέπλυμα μαύρου χρήματος (βλέπε Ψωμιάδη κ.ά), λαθρέμπορους πετρελαίου (βλέπε γνωστούς εφοπλιστές), μεσάζοντες οπλικών συστημάτων (βλέπε εθνικούς προμηθευτές, δημοσιογραφικά συγκροτήματα, πρωτοκλασάτους υπουργούς κ.λπ.), εταιρίες οφσορ, μεγαλοπαπάδες-επιχειρηματίες και συμβολαιογράφους (βλέπε Βατοπεδινούς και Σια) και βεβαίως, δημοσιογράφους-φερέφωνα που παρέσυραν, με ανταλλάγματα, τους πολίτες στην παγίδα του Χρηματιστηρίου και των Ολυμπιακών Αγώνων και δημοσιογράφους-λάιφσταϊλ που –μεταξύ άλλων- νομιμοποίησαν τα ροζ τηλέφωνα και εξωράισαν την πορνεία, φίλοι και κολλητοί «ιστορικών» στελεχών των κομμάτων εξουσίας.
Είναι ευκόλως αντιληπτό ότι ένας μεγάλος αριθμός πολιτικών, παραγόντων του δημοσίου, δημοσιογράφων και συνδικαλιστών, είναι όμηροι των τοκογλύφων και των μυστικών υπηρεσιών.
Κάθε ανήθικη και παράνομη ενέργειά τους, κάθε λάδωμα, ρουσφέτι και υπεξαίρεση, έχει καταγραφεί και φυλάσσεται, όπως ο φάκελος που κρατάει η Ζίμενς για όσους πήραν μίζες, από εκατομμύρια ευρώ έως πλυντήρια και κλιματιστικά. Το ίδιο για τα εκατό εκατομμύρια σε μίζες που δόθηκαν για τα γερμανικά υποβρύχια. Και ούτω καθεξής. Μέχρι κι ο τελευταίος, Γερμανός ή Θεσσαλονικιός, τοκογλύφος, που χρηματοδοτεί πολιτικούς, κρατάει στοιχεία. Ποιος πολιτικός θα κουνηθεί και ποιος θα υψώσει ανάστημα; Διώκουν τον Τσοχατζόπουλο, όχι μόνο για ξεκάρφωμα, αλλά και σαν προειδοποίηση προς τους υπόλοιπους που τους κρατάνε αιχμαλώτους με στοιχεία για δωροληψίες και άλλες αμαρτίες. Καθίστε φρόνιμα, τους μηνύουν. Όποιος βγάλει κεφάλι, τρώγεται για να παραδειγματιστούν και να σωθούν οι άλλοι, που παραμένουν χρήσιμοι στους εργολάβους, τους επενδυτές και τους δανειστές.
Οι πολιτικοί, επιλεγμένοι κατ’ αυτόν τον τρόπο και φιλτραρισμένοι με αυστηρά κριτήρια δουλικότητας και συνενοχής, εκφράζουν όλον αυτόν τον συρφετό που απλώθηκε σαν λάσπη πάνω στην κοινωνία, καλύπτοντας ασφυκτικά ολόκληρο το κοινωνικό σώμα.
Ακόμα και κάποιοι που δεν μπήκαν στην πολιτική για να τα αρπάξουν και παρέμειναν, λίγοι αλλά υπαρκτοί, σταδιακά κάμφθηκαν και προσαρμόστηκαν. Δεν έγιναν κλέφτες, αλλά η συνείδησή τους έγινε πλαστελίνη.
Η απαλλοτρίωση του εθνικού πλούτου, δημόσιου και ιδιωτικού, είναι άρρηκτα δεμένη με την απαλλοτρίωση του πολιτικού προσωπικού των κομμάτων εξουσίας.
Όσο περισσότερο μειώνεται η εθνική περιουσία και αυξάνεται η ξένη ιδιοκτησία, τόσο προσαρμόζεται το πολιτικό προσωπικό, το οποίο μεταβάλλεται σε υπηρέτη των νέων αφεντικών. Με αυτά τα δεδομένα, δεν έχουν άδικο οι πολίτες που ενστικτωδώς αποκαλούν τους μνημονιακούς πολιτικούς, Παπανδρέου, Καρατζαφέρη, Παπακωνσταντίνου και λοιπούς, προδότες.
Αυτό που οι πολίτες δεν έχουν ακόμα αντιληφθεί ή παραδεχτεί, πλην εξαιρέσεων, είναι ότι αυτή η απαλλοτρίωση κατέστη εφικτή με την άμβλυνση της αντίθεσης και αντίστασης των υγιέστερων κοινωνικών και πολιτικών ομάδων στην οικοδόμηση των συνθηκών που υποθάλπουν την προδοσία.
Σήμερα, η κοινωνία με πολύ οδυνηρό τρόπο αντιλαμβάνεται ότι ο αγώνας για δημοκρατία και δικαιοσύνη δεν αποσυνδέθηκε ποτέ από τον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία.
Το επόμενο στάδιο θα είναι να συνειδητοποιήσει ότι και ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία συνδέεται αναπόσπαστα με την ανατροπή του διεφθαρμένου και παρηκμασμένου πολιτικού συστήματος.
Όταν υπήρχαν κλάδοι ολόκληροι που ανήκαν σε εντόπιους ιδιοκτήτες (κλωστοϋφαντουργία, χαλυβουργία, τσιμεντοβιομηχανία, ναυπηγεία, εμπορικός και αλιευτικός στόλος, αεροπλοΐα, καπνοβιομηχανία κ.λπ.), η πολιτική εξουσία ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την τύχη αυτών των κλάδων και των ιδιοκτητών τους, των οποίων τα συμφέροντα εκπροσωπούσε και ευνοούσε. Ταυτόχρονα, καθόταν πάνω σ’ έναν ισχυρό δημόσιο τομέα (τράπεζες, ξενοδοχεία, μεταφορές, ενέργεια, επικοινωνίες, εκπαίδευση, υγεία κ.λπ.) και επόπτευε ένα πανελλαδικό δίκτυο αγροτικής παραγωγής και ένα εξίσου εκτεταμένο δίκτυο λιανικού εμπορίου.
Παρ’ όλες τις επιμέρους ξένες εξαρτήσεις, οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές, οι πολιτικοί συνδέονταν στενά με μία ισχυρή, πολύμορφη και διακλαδωμένη σε όλη τη χώρα εντόπια δημόσια και ιδιωτική ιδιοκτησία.
Όμως, μέσα στα χρόνια, με τη διείσδυση των πολυεθνικών, αυξάνονταν οι μεσάζοντες.
Για παράδειγμα, στη δισκογραφία, που την έχω παρακολουθήσει εκ των έσω, έναν από τους υγιέστερους κλάδους της οικονομίας επί δεκαετίες, οι ιδιοκτήτες των εταιριών δίσκων, πλην μιας, ήταν, μέχρι το 1970, Έλληνες επιχειρηματίες. Και οι ξένες εταιρίες αντιπροσωπεύονταν στην Ελλάδα απ' αυτές τις εταιρίες ελληνικής ή μικτής ιδιοκτησίας και συμφερόντων. Αφοι Λαμπρόπουλοι, Μίνως Μάτσας και Υιος, Εταιρεία Γενικών Εκδόσεων (Λύρα), Μαρτέν Γκεσάρ (Μιούζικ Μποξ) και πολλές μικρότερες, όλες ελληνικές. Όλες, εκτός από μία, εξαγοράστηκαν εξ ολοκλήρου από ξένους και όσες ξένες αντιπροσωπεύονταν από ελληνικές, διέκοψαν τις αντιπροσωπεύσεις και δημιούργησαν δικά τους αυτόνομα παραρτήματα. ΕΜΙ, CBS, Warner κ.λπ. Οι Έλληνες καλλιτέχνες του τραγουδιού συμβάλλονταν πλέον με ξένες εταιρίες.
Αυτή ήταν, με πολλές παραλλαγές, η μοίρα της συντριπτικής πλειοψηφίας των ελληνικών εταιριών.
Εξαγοράστηκαν ή έκλεισαν από τον ανταγωνισμό των πολυεθνικών και οι εντόπιοι επιχειρηματίες βρέθηκαν εκτός αγοράς ή μεταβλήθηκαν σε αντιπροσώπους και διευθυντές των ξένων εταιριών χάνοντας κάθε ίχνος ανεξαρτησίας και αυτοδιαχείρισης, με μειοψηφικά ή χωρίς μερίδια συμμετοχής. Ολόκληροι νευραλγικοί τομείς πέρασαν στον έλεγχο ή/και την ιδιοκτησία των ξένων πολυεθνικών. Τρόφιμα, φάρμακα, ένδυση…
Αυτή η εξαρτησιακή μεταβολή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος μεγάλου μέρους της οικονομίας είχε τεράστιες επιπτώσεις τόσο στο πολιτισμικό όσο και στο πολιτικό πεδίο. Στην εξέλιξή της, δεν βρέθηκε ούτε ένας βουλευτής από τα κόμματα εξουσίας, τα δήθεν πατριωτικά, να επισημάνει τον μέγιστο κίνδυνο από τη συρρίκνωση της αγροτικής παραγωγής και τον «αφελληνισμό» της βιομηχανίας, του εμπορίου, των υπηρεσιών, των δικτύων κ.λπ.
Η εκχώρηση της εθνικής περιουσίας προβλήθηκε σαν προϋπόθεση της προόδου. Κι αυτό πέρασε εύκολα, γιατί η χώρα είχε ένα ιδεολογικά σαθρό και πολύ χαμηλού επιπέδου πολιτικό προσωπικό, που προσέγγιζε επιφανειακά τα εθνικής σημασίας ζητήματα, ενώ επικεντρωνόταν σε έργα και ρουσφέτια κατά εκλογική περιφέρεια που εξασφάλιζαν την αναπαραγωγή του. Ήταν πολύ «νορμάλ» ένας δημοφιλής ηγέτης, με ένα μικρό και απόλυτα ελεγχόμενο περιβάλλον, κατά κανόνα απαίδευτων και ακατάλληλων συνεργατών, όχι μόνο να διευθύνει την πορεία του τόπου, αλλά και να την εκτροχιάζει χωρίς εμπόδια από το βουλευτικό σώμα και τα κόμματα εξουσίας που αμφότερα διαβρώνονταν μεθοδικά.
Εθνική περιουσία on sale
Με την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η εξάρτησή της από τα ξένα κράτη και μονοπώλια επεκτάθηκε και βάθυνε με πλήρη αποδοχή και νομιμοποίηση από το πλέγμα πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Η μεγαλύτερη πρόσδεση στις μητροπόλεις, κοντοπρόθεσμα ευνοϊκή και μεσοπρόθεσμα επαχθής, μετονομάστηκε σε ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Ένταξη που όχι μόνο δεν αποδέσμευσε τη χώρα από τις ΗΠΑ, αλλά πρόσθεσε άλλο ένα ισχυρό κηδεμόνα στην πλάτη της.
Η ένταξη και η επακόλουθη παγκοσμιοποίηση επιτάχυναν τη συρρίκνωση, τον τεμαχισμό και την αφαίρεση των στοιχείων που συγκροτούσαν τον κορμό της εθνικής περιουσίας, δημόσιας και ιδιωτικής. Η ανάπτυξη ταυτίστηκε με την ιδιωτικοποίηση των νευραλγικών κλάδων της οικονομίας και το μέλλον της χώρας συνδέθηκε αναπόσπαστα με τη διεύρυνση και στερέωση της εξάρτησης από το ξένο κεφάλαιο και τα αντίστοιχα πολιτικά κέντρα. Ό,τι δεν επιτεύχθηκε με πολέμους, κατοχή, εκβιασμούς και χούντα, επιτεύχθηκε οικειοθελώς από την άρχουσα, πολιτική και οικονομική τάξη, επί δημοκρατίας.
Τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία εκφεύγανε τμηματικά από την κρατική ιδιοκτησία και περιέρχονταν σε ιδιώτες. Παράλληλα, τα ιδιωτικά περιουσιακά στοιχεία εξαγοράζονταν από ξένους ιδιοκτήτες. Σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, το σύνολο των σημαντικότερων περιουσιακών στοιχείων της χώρας, δημόσιων και ιδιωτικών, είχαν περιέλθει σε ξένους. Σήμερα, οι δημόσιες και ιδιωτικές -ελληνικών συμφερόντων- επιχειρήσεις είναι τόσες λίγες που δεν συνιστούν πια παρά ένα βαριά ακρωτηριασμένο σώμα που δεν μπορεί να ελέγξει τις κινήσεις του, ούτε καν να αρθρώσει το λόγο του. Των περισσοτέρων εταιριών, οι τιμές των μετοχών τους αποτιμώνται πλέον σε λεπτά!
Καθώς η οικονομία σταδιακά έπαυε να είναι εθνική, μεταλλασσόταν και το πολιτικό προσωπικό. Άλλαζε η σύνθεση των ιδιοκτητών, άλλαζε και ο προσανατολισμός των πολιτικών εκφραστών της.
Γύρω από ένα πυρήνα εκ παραδόσεως ξενόδουλων πολιτικών, διαμορφώθηκε ένας μεγαλύτερος κύκλος ετερόκλητων στοιχείων που αποτελείται από αδίστακτους καριερίστες, γραφειοκράτες προσκολλημένους σε άτομα και ομάδες εξουσίας, αμοραλιστές που θα πουλούσαν και τη μάνα τους προκειμένου να παραμείνουν στην εξουσία, εκσυγχρονιστές που θεώρησαν μονόδρομο την ιδέα της «ευρωπαϊκής οικογένειας», πολιτικά και ιδεολογικά αδιάφορους τοπικούς κομματάρχες, επαγγελματίες συνδικαλιστές και, δυστυχώς, από υπολείμματα της αγωνιστικής δεκαετίας του ’70, κούφια ομοιώματα του εαυτού τους.
Όσοι δεν ταίριαζαν σε κάποια από τις παραπάνω ή παρεμφερείς κατηγορίες, αποβλήθηκαν με διάφορους τρόπους και τα κόμματα εξουσίας απαλλάχθηκαν από τους «απροσάρμοστους» και τους απρόθυμους να συμπράξουν.
Πολιτικοί on sale
Οι πολιτικοί μετεξελίχθηκαν πρωτίστως σε εκφραστές των ισχυρών ξένων κέντρων. Ορισμένοι μπήκαν στο payroll των πολυεθνικών και πολλοί περισσότεροι εξαρτήθηκαν από τα συμφέροντα αφενός μιας χούφτας επιχειρηματιών στους οποίους έχουν παραχωρηθεί σκανδαλωδώς τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά κανάλια και αφετέρου μιας γραφειοκρατίας αποτελούμενης από στελέχη υπουργείων, υπηρεσιών και επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, πράσινων και μπλε συνδικαλιστών μέσω των οποίων καθηλώθηκε το εργατικό κίνημα, μεσοαστών ελεύθερων επαγγελματιών που ευημερούν φοροδιαφεύγοντας, πανεπιστημιακών που διορίζονταν σε συμβούλια και θέσεις εξουσίας ή επωφελούνταν από κερδοφόρα προγράμματα κ.λπ.
Οι πολίτες με ήθος και οι διανοούμενοι με συνέπεια αγνοήθηκαν, δυσφημίστηκαν και λοιδωρήθηκαν.
Παράλληλα, πολιτικοί και παρατρεχάμενοι διασυνδέθηκαν ποικιλοτρόπως με ένα πολύμορφο κύκλωμα του υποκόσμου, που περιλαμβάνει τοκογλύφους (βλέπε συμμορίες Θεσσαλονίκης), τζογαδόρους-λεσχιάρχες (βλέπε «φρουτάκια»), ποδοσφαιρικούς παράγοντες ειδικούς στο ξέπλυμα μαύρου χρήματος (βλέπε Ψωμιάδη κ.ά), λαθρέμπορους πετρελαίου (βλέπε γνωστούς εφοπλιστές), μεσάζοντες οπλικών συστημάτων (βλέπε εθνικούς προμηθευτές, δημοσιογραφικά συγκροτήματα, πρωτοκλασάτους υπουργούς κ.λπ.), εταιρίες οφσορ, μεγαλοπαπάδες-επιχειρηματίες και συμβολαιογράφους (βλέπε Βατοπεδινούς και Σια) και βεβαίως, δημοσιογράφους-φερέφωνα που παρέσυραν, με ανταλλάγματα, τους πολίτες στην παγίδα του Χρηματιστηρίου και των Ολυμπιακών Αγώνων και δημοσιογράφους-λάιφσταϊλ που –μεταξύ άλλων- νομιμοποίησαν τα ροζ τηλέφωνα και εξωράισαν την πορνεία, φίλοι και κολλητοί «ιστορικών» στελεχών των κομμάτων εξουσίας.
Είναι ευκόλως αντιληπτό ότι ένας μεγάλος αριθμός πολιτικών, παραγόντων του δημοσίου, δημοσιογράφων και συνδικαλιστών, είναι όμηροι των τοκογλύφων και των μυστικών υπηρεσιών.
Κάθε ανήθικη και παράνομη ενέργειά τους, κάθε λάδωμα, ρουσφέτι και υπεξαίρεση, έχει καταγραφεί και φυλάσσεται, όπως ο φάκελος που κρατάει η Ζίμενς για όσους πήραν μίζες, από εκατομμύρια ευρώ έως πλυντήρια και κλιματιστικά. Το ίδιο για τα εκατό εκατομμύρια σε μίζες που δόθηκαν για τα γερμανικά υποβρύχια. Και ούτω καθεξής. Μέχρι κι ο τελευταίος, Γερμανός ή Θεσσαλονικιός, τοκογλύφος, που χρηματοδοτεί πολιτικούς, κρατάει στοιχεία. Ποιος πολιτικός θα κουνηθεί και ποιος θα υψώσει ανάστημα; Διώκουν τον Τσοχατζόπουλο, όχι μόνο για ξεκάρφωμα, αλλά και σαν προειδοποίηση προς τους υπόλοιπους που τους κρατάνε αιχμαλώτους με στοιχεία για δωροληψίες και άλλες αμαρτίες. Καθίστε φρόνιμα, τους μηνύουν. Όποιος βγάλει κεφάλι, τρώγεται για να παραδειγματιστούν και να σωθούν οι άλλοι, που παραμένουν χρήσιμοι στους εργολάβους, τους επενδυτές και τους δανειστές.
Οι πολιτικοί, επιλεγμένοι κατ’ αυτόν τον τρόπο και φιλτραρισμένοι με αυστηρά κριτήρια δουλικότητας και συνενοχής, εκφράζουν όλον αυτόν τον συρφετό που απλώθηκε σαν λάσπη πάνω στην κοινωνία, καλύπτοντας ασφυκτικά ολόκληρο το κοινωνικό σώμα.
Ακόμα και κάποιοι που δεν μπήκαν στην πολιτική για να τα αρπάξουν και παρέμειναν, λίγοι αλλά υπαρκτοί, σταδιακά κάμφθηκαν και προσαρμόστηκαν. Δεν έγιναν κλέφτες, αλλά η συνείδησή τους έγινε πλαστελίνη.
Η απαλλοτρίωση του εθνικού πλούτου, δημόσιου και ιδιωτικού, είναι άρρηκτα δεμένη με την απαλλοτρίωση του πολιτικού προσωπικού των κομμάτων εξουσίας.
Όσο περισσότερο μειώνεται η εθνική περιουσία και αυξάνεται η ξένη ιδιοκτησία, τόσο προσαρμόζεται το πολιτικό προσωπικό, το οποίο μεταβάλλεται σε υπηρέτη των νέων αφεντικών. Με αυτά τα δεδομένα, δεν έχουν άδικο οι πολίτες που ενστικτωδώς αποκαλούν τους μνημονιακούς πολιτικούς, Παπανδρέου, Καρατζαφέρη, Παπακωνσταντίνου και λοιπούς, προδότες.
Αυτό που οι πολίτες δεν έχουν ακόμα αντιληφθεί ή παραδεχτεί, πλην εξαιρέσεων, είναι ότι αυτή η απαλλοτρίωση κατέστη εφικτή με την άμβλυνση της αντίθεσης και αντίστασης των υγιέστερων κοινωνικών και πολιτικών ομάδων στην οικοδόμηση των συνθηκών που υποθάλπουν την προδοσία.
Σήμερα, η κοινωνία με πολύ οδυνηρό τρόπο αντιλαμβάνεται ότι ο αγώνας για δημοκρατία και δικαιοσύνη δεν αποσυνδέθηκε ποτέ από τον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία.
Το επόμενο στάδιο θα είναι να συνειδητοποιήσει ότι και ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία συνδέεται αναπόσπαστα με την ανατροπή του διεφθαρμένου και παρηκμασμένου πολιτικού συστήματος.