Βαρύς και ασήκωτος θα είναι φέτος ο... λογαριασμός της εφορίας, καθώς κρύβει 12 «παγίδες» για τους φορολογούμενους. Η μείωση του αφορολογήτου ορίου στα 5.000 ευρώ, η αύξηση των συντελεστών φόρου για χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, οι αυξήσεις έως και 100% στα τεκμήρια διαβίωσης για κατοικίες και αυτοκίνητα, το «ψαλίδισμα» στις εκπτώσεις δαπανών για ενοίκια, δίδακτρα, ασφάλιστρα ζωής, ασφαλιστικές εισφορές, τόκους στεγαστικών δανείων πρώτης κατοικίας, ιατρικές επισκέψεις και νοσήλια, αλλά και η κατάργηση του «μπόνους» των αποδείξεων ανεβάζει στα ύψη τις φορολογικές επιβαρύνσεις για όλους.
Μάλιστα, ελέω τεκμηρίων, στην τσιμπίδα της εφορίας θα πιαστούν τουλάχιστον 3.000.000 φορολογούμενοι, εκ των οποίων τα 2.000.000 πέρυσι δεν πλήρωσαν ούτε ένα ευρώ φόρο.
Επίσης, οι επιστροφές φόρου θα είναι μηδαμινές και σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μετά την κατάργηση της έκπτωσης λόγω αποδείξεων και εξαιτίας των ψαλιδισμένων φοροαπαλλαγών σε συνδυασμό με το ελάχιστο αφορολόγητο των 5.000 ευρώ, θα είναι ελάχιστες.
Οταν θα αρχίσουν να έρχονται τα πρώτα εκκαθαριστικά σημειώματα οι φορολογούμενοι θα βρεθούν προ δυσάρεστης έκπληξης καθώς:
• Το βασικό αφορολόγητο έχει μειωθεί από τα 12.000 στα 5.000 ευρώ. Για τους φορολογούμενους μέχρι 30 ετών, τους συνταξιούχους άνω των 65 και τα άτομα με ειδικές ανάγκες που έχουν ετήσιο εισόδημα μέχρι 9.000 ευρώ ισχύει αφορολόγητο 9.000 ευρώ.
• Στο τμήμα του ετήσιου εισοδήματος πάνω από τα 5.000 ευρώ και μέχρι τα 12.000 ευρώ επιβάλλεται πλέον συντελεστής φόρου 10%.
• Οι συντελεστές φόρου στα κλιμάκια ετήσιου εισοδήματος πάνω από τα 16.000 και μέχρι τα 40.000 ευρώ έχουν αλλάξει. Ο συντελεστής φόρου που αντιστοιχεί από τα 16.000 έως τα 22.000 ευρώ αυξήθηκε από 24% σε 25%, ο συντελεστής φόρου του κλιμακίου εισοδήματος από τα 22.000 έως τα 26.000 ευρώ μειώθηκε από 26% σε 25%, ο συντελεστής που αντιστοιχεί στο τμήμα εισοδήματος από τα 26.000 έως τα 32.000 ευρώ αυξήθηκε από 32% σε 35% και ο συντελεστής που αναλογεί στο κλιμάκιο εισοδήματος από τα 32.000 έως τα 40.000 ευρώ μειώθηκε από 36% σε 35%.
• Τα συνολικά αφορολόγητα όρια που ισχύουν για τους φορολογούμενους με προστατευόμενα τέκνα έχουν, πλέον, μειωθεί.
• Οι εκπτώσεις των προσωπικών δαπανών για ιατρικές επισκέψεις και εξετάσεις, ασφαλιστικές εισφορές και για τόκους στεγαστικών δανείων πρώτης κατοικίας που συνήφθησαν πριν από την 31η-2-2002 δεν θα γίνονται πλέον από το εισόδημα, αλλά σε ποσοστό 10% από τον φόρο που αναλογεί στο εισόδημα.
• Καταργήθηκε η διάταξη που προέβλεπε την έκπτωση του 20% των δικηγορικών αμοιβών από τον φόρο εισοδήματος.
• Οι εκπτώσεις των υπόλοιπων δαπανών από τον φόρο εισοδήματος (ενοίκια, δίδακτρα φροντιστηρίων, νοσήλια, ασφάλιστρα ζωής κ.λπ.) θα εκπίπτουν σε ποσοστό 10% αντί 20% που προβλεπόταν για τα εισοδήματα του 2010.
• Περικόπτεται η μείωση φόρου που προκύπτει για τους φορολογούμενους με αναπηρία 67% και άνω.
• Ο συμπληρωματικός φόρος που επιβάλλεται με συντελεστές 1,5% και 3% στα εισοδήματα από ακίνητα επιβάλλεται και σε μισθώματα που προέρχονται από επαγγελματικές ή εμπορικές μισθώσεις.
• Καταργήθηκε η απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος που ίσχυε για τα καθαρά κέρδη μέχρι 30.000 ευρώ που αποκτούν νέοι επιτηδευματίες ηλικίας κάτω των 35 ετών
Τι προβλέπεται για τις αποδείξεις
Πέναλτι φόρου, αν δεν ισοδυναμούν με το ένα τέταρτο του εισοδήματος
Φέτος δεν υπάρχει έκπτωση φόρου για όσους συγκεντρώσουν περισσότερες από τις απαιτούμενες αποδείξεις, αλλά μόνο πέναλτι φόρου αν λείπουν αποδείξεις.
Ο νόμος ορίζει ότι οι φορολογούμενοι θα πρέπει να συνυποβάλλουν με τη δήλωσή τους αποδείξεις δαπάνης του ενός τετάρτου του εισοδήματός τους, με ανώτατο όριο τα 15.000 ευρώ.
Για παράδειγμα, φορολογούμενος με εισόδημα 20.000 ευρώ πρέπει να υποβάλει αποδείξεις 5.000 ευρώ, στα 40.000 ευρώ αποδείξεις 10.000 ευρώ, αλλά στα 70.000 ευρώ περιορίζονται σε 15.000 ευρώ.
Μηδέν κέρδος
Αν ο φορολογούμενος υποβάλει περισσότερες αποδείξεις, δεν κερδίζει τίποτα, αν όμως λείπουν αποδείξεις, επιβάλλεται στη διαφορά ποινή φόρου 10%. Για παράδειγμα, για φορολογούμενο με εισόδημα 10.000 ευρώ απαιτούνται αποδείξεις 2.500 ευρώ.
Αν υποβληθούν αποδείξεις 3.000 ευρώ δεν έχει κανένα κέρδος, αν υποβληθούν αποδείξεις 2.000 ευρώ θα προκύψει έξτρα φόρος 50 ευρώ.
Στην Εφορία «περνάνε» όλες οι αποδείξεις, εκτός από δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων ( π.χ. αυτοκίνητα, ακίνητα), δαπάνες που μειώνουν τον φόρο (ασφάλιστρα, φροντιστήρια κ.λπ.), λογαριασμοί (φως , νερό, τηλέφωνο σταθερά και κινητά), εισιτήρια σε κάθε είδους μεταφορικό μέσο και δαπάνες που πραγματοποιούνται στο εξωτερικό.
Στην τσιμπίδα των τεκμηρίων 2 εκατ. φορολογούμενοι
Θα πληρώσουν για πρώτη φορά φόρο
Στην παγίδα των τεκμηρίων διαβίωσης κινδυνεύουν να πιαστούν φέτος περίπου 3 εκατομμύρια φορολογούμενοι, καθώς με την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων ο φόρος θα προσδιοριστεί όχι με βάση τα δηλωθέντα εισοδήματα, αλλά με τα τεκμαρτά, αν αυτά είναι υψηλότερα.
Ετσι, παρά την καθήλωση μισθών και εισοδημάτων και σε συνδυασμό με τη μείωση του αφορολόγητου ορίου στα 5.000 ευρώ, όσοι φορολογούμενοι έχουν περιουσιακά στοιχεία υψηλής τεκμαρτής αξίας κινδυνεύουν να πιαστούν στα δίχτυα των αυξημένων τεκμηρίων που αγγίζουν 70% για ακίνητα και αυτοκίνητα, φτάνουν το 60% για πισίνες και εκτοξεύονται στο 200% για σκάφη αναψυχής.
Τα νέα τεκμήρια «καίνε» και απειλούν κυρίως χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους που διαμένουν σε ιδιόκτητη ή μισθωμένη κατοικία και διαθέτουν ένα αυτοκίνητο μικρό ή μεσαίου κυβισμού.
Τα αυξημένα τεκμήρια σε συνδυασμό με το νέο μειωμένο αφορολόγητο όριο των 5.000 ευρώ αναμένεται να οδηγήσουν στα ταμεία της Εφορίας πάνω από 2.000.000 φορολογούμενους, οι οποίοι μέχρι σήμερα δεν πλήρωναν ούτε ένα ευρώ φόρο.
Ακόμα και για κάποιον που θα υποβάλει φορολογική δήλωση με μηδενικό εισόδημα, αλλά έχει κύρια κατοικία 50 τ.μ. και ένα αυτοκίνητο 1.200 κυβικών εκατοστών ο αναλογούν φόρος θα είναι 400 ευρώ.
Κι αυτό, γιατί με βάση τα νέα τεκμήρια διαβίωσης, η Εφορία θα υπολογίσει ότι ο συγκεκριμένος φορολογούμενος έχει ελάχιστες δαπάνες διαβίωσης 3.000 ευρώ και έξοδα 2.000 ευρώ για τη χρήση και τη συντήρηση της κατοικίας και άλλα 4.000 ευρώ για το αυτοκίνητο.
Συνολικά, δηλαδή, το τεκμαρτό του εισόδημα είναι 9.000 ευρώ και άρα τα 4.000 ευρώ που είναι πάνω από το νέο αφορολόγητο των 5.000 ευρώ φορολογούνται με συντελεστή 10% και έτσι προκύπτει καταβολή φόρου 400 ευρώ.