του Κώστα Βαξεβάνη
Τα γιαούρτια και η βία ως ένα επικίνδυνο παιχνίδι που σπάνια τιμωρεί όσους πραγματικά φταίνε.
Και τι θα γίνει, λοιπόν, τώρα; Θα αρχίσουμε να πυροβολιόμαστε στον δρόμο μόλις ανακαλύψουμε πως υπάρχει και αυτός ο τρόπος, εκτός από το γιαούρτι; Δεν είμαι του «πολιτικά ορθού». Ο πολιτικός «ορθολογισμός» στην Ελλάδα δεν είχε καμία σχέση ούτε με το πολιτικό ούτε με το ορθό. Ήταν ένας ακόμη ευφημισμός. Συντηρητικοί πολιτικοί δημιούργησαν την αυτοπροστασία τους, περιφρούρησαν την ύπαρξή τους, φτιάχνοντας θρησκευτικά σχήματα άσκησης της πολιτικής. Όσοι διαφωνούν, ας δουν την πρακτική του ΚΚΕ σε σχέση με το Κίνημα της Πατάτας. Τα κίνητρα της διαφωνίας δεν ήταν ιδεολογικά. Το ΚΚΕ, όπως όλα τα κόμματα, θέλησε να αποποιηθεί ό,τι δεν μπορούσε να καταλάβει και κυρίως να ελέγξει. Το πολιτικά ορθό στην Ελλάδα επικρατεί ως η αναπαραγωγή ενός στεγανού τρόπου σκέψης και μιας αφυδατωμένης πολιτικής αντιπαράθεσης. Τόσο απλό. Τα πολιτικά επιχειρήματα δικαιολόγησης ανασύρονται εκ των υστέρων για να διασώσουν μια απόφαση που προηγήθηκε σχεδόν αντανακλαστικά.
Το πολιτικά ορθό δεν πάσχει μόνο, είναι ένα μόρφωμα μα τετριμμένες αλήθειες κι ευφάνταστα ψέματα. Πάνω του ακουμπάει συρφετός από παρατρεχάμενους, βολεμένους, μικρόνοες και φοβισμένους. Να αλλάξει, λοιπόν. Πώς όμως και, κυρίως, με ποιους όρους; Ποιος θα εγγυηθεί αυτή την αλλαγή; Οι οργισμένες μάζες που θα εγκαταλείψουν τις συντεταγμένες κομματικές απόψεις για να πάνε στο συντεταγμένο βήμα της χήνας; Οι αυτοδιαψευσμένοι που θα θελήσουν να πάρουν την εκδίκησή τους, αλλά όχι ενάντια στον εαυτό τους; Μήπως αυτοί που θα επιλέξουν την εύκολη λύση της βίας για να καλύψουν το κενό από την εύκολη λύση της καλοπέρασης που παρείχε τις άδειες οικοδόμησης αυτής της κατάστασης; Δεν ξέρω, ούτε νομίζω πως υπάρχει κάποιος που ξέρει.
Είδα το βίντεο με τον Γιώργο Νταλάρα στη σκηνή να γιαουρτώνεται και να πλήθη ν’ αλαλάζουν. Υποπτεύτηκα τον μορφασμό του στη σκηνή και το τι μπορεί να αισθάνθηκε. Το θέμα δεν είναι ο Νταλάρας. Έχει κάνει τη διαδρομή του, έχει φανατικούς φίλους κι εχθρούς κι ένα σπουδαίο έργο, είτε αρέσει είτε όχι. Το θέμα είναι οι κάτω από τη σκηνή, που θέλουν να ανέβουν στη σκηνή. Να προπηλακίσουν, να καταστρέψουν, να ισοπεδώσουν.
Τι τους έκανε ο Νταλάρας, που δεν τους έκανε ο εαυτός τους; Πήρε δόξα και θαυμασμό που δεν τον έδωσαν οι ίδιοι; Χειροκρότημα που δεν αναψοκοκκίνισε τα δικά τους χέρια; Μπούχτισαν απ’ την ανατροφή τους με το φαινόμενο Νταλάρας, θεωρώντας πως ίσως ήταν καλύτερο να έχουν μεγαλώσει ακούγοντας Τζίμη Πανούση;
Είδα έναν ευτραφή κύριο να δίνει τη δική του παράσταση στη σκηνή, παίρνοντας τη θέση που είχε το γιαουρτωμένο πια ίνδαλμά του. Έχει δικαίωμα να το μισεί, να το αποκαθηλώνει, να θεωρεί πως αντάλλαξε την αγάπη του με επιλογές που δεν του άρεσαν. Τι γύρευε εκεί πέρα με ένα οπλισμένο χέρι; Γιατί πρέπει να συμφωνήσουμε πως το χέρι που ασκεί τη βία είναι καθαρά θέμα χρόνου με τι θα οπλιστεί.
Μπορεί να ήταν λάθος του Γιώργου Νταλάρα που αποφάσισε να πάρει το ρίσκο γι’ αυτές τις συναυλίες, χωρίς να μετρήσει πως οι καιροί έχουν αλλάξει και πως ο κόσμος, ζώντας την πιο σκληρή του περίοδο, μπορεί να ψάξει για αίμα, θεωρώντας πως αποδίδει και δικαιοσύνη. Πως μπορεί να εισβάλει στην πιο κοντινή σκηνή γιατί δεν μπορεί στην κεντρική. Αλλά η απορία μου παραμένει γι’ αυτούς που πήγαν ως εκεί, για ν’ αφεθούν στη μουσική της βίας. Αν έχεις μεθύσει έστω και μια φορά στη ζωή σου, ακούγοντας Νταλάρα, αν έχεις κλάψει για έναν προδότη έρωτα, σιγοτραγουδώντας τη «Φαντασία», αν έχεις πιστέψει πως το δικό σου οικόπεδο της ζωής είναι αυτό που τραγουδά ο Νταλάρας και όχι ο Τέρης Χρυσός, τότε δεν πας να πετάξεις γιαούρτια. Απλώς μουντζώνεσαι γιατί πίστεψες πως τα τραγούδια είναι η πραγματική ζωή. Και πως ο Νταλάρας δεν είναι καλλιτέχνης, αλλά πολιτικός.
Δεν υπερασπίζομαι ούτε το πολιτικά ορθό, ούτε τον Νταλάρα. Η βία είναι ένα επικίνδυνο παιχνίδι και σπάνια τιμωρεί αυτούς που φταίνε. Μπήκαμε στην εποχή των άγνωστων εχθρών. Κάποιοι φταίνε (ίσως για να μη φταίμε κι εμείς) και πρέπει κάποιος να τιμωρηθεί (κι ας μη φταίει αυτός). Τυφλή βία ως αυτοεπιβεβαιωτική καταστροφή.
Στους πολέμους οι στρατιώτες φωνάζουν για να μη φοβούνται και για να φοβούνται οι εχθροί τους. Φοβόμαστε πολύ για να φωνάζουμε τόσο. Θα αρχίσουμε να χτυπάμε ο ένας τον άλλο γιατί φοβόμαστε. Γιατί κάποιον πρέπει να χτυπήσουμε. Δεν σταματάει στον Νταλάρα αυτό. Στόχος θα είναι εκείνος που θ’ ανακαλύψει το μυαλό του καθενός. Δεν υπάρχουν κριτήρια όταν βιαιοπραγείς ενάντια στην κρίση σου.
Πολιτικά ορθό σήμερα είναι να έχεις την ψυχραιμία και να καταλαβαίνεις αυτό που συμβαίνει για να μπορείς να το αλλάξεις. Και ανατρεπτική πράξη δεν είναι ν’ αλλάζεις τη βιοποικιλότητα του σακακιού του Νταλάρα. Αν επιλέξεις τη γενική βία μετά την αποχαυνωτική πορεία δεκαετιών ως λύση γι’ αυτό που θεωρείς σωστό, υπάρχει ο κίνδυνος για κάποιον άλλο το λάθος να είσαι εσύ. Και έχεις ήδη νομιμοποιήσει τη βία εναντίον σου.
Όταν αρχίσει η κοινωνική υστερία, πρώτα θα πυροβολούν και μετά θα ρωτάνε. Όλοι θα θέλουν κάποιον να πυροβολήσουν. Αμάθητοι στην πραγματική ζωή, τρομαγμένοι μέσα στη ζούγκλα όπου έριξαν τον εαυτό τους, θα θέλουν απλώς να σκοτώσουν ένα θήραμα για να τραβήξουν τη φωτογραφία της νίκης. Δεν θα έχει νικήσει κανένας λαός. Ο όχλος απλώς θα αγωνιά, αναζητώντας τον επόμενο καναπέ ομηρίας του σαλονιού του.