Ποιο είναι το πιο ουσιαστικό/αληθινό διακύβευμα της κατάστασης στην οποία έχουμε περιέλθει: η απειλή της επίσημης χρεοκοπίας; Ή μήπως η βεβαιότητα της ηθικής μας χρεοκοπίας; Ας το σκεφτούμε: για δεκαετίες ανεχτήκαμε την γιγάντωση συμπεριφορών που έφτασαν να καταλύσουν κάθε έννοια δικαίου και ισονομίας. Διαφθορά και φοροδιαφυγή διέβρωσαν κάθε πτυχή του δημόσιου βίου, αποστέρησαν το κοινωνικό σύνολο από αυτονόητες, σε κάθε πολιτισμένο κέντρο του δυτικού κόσμου, παροχές, και έφτιαξαν ένα κακέκτυπο κράτους την αδυναμία και αναποτελεσματικότητα του οποίου καλούμαστε να πληρώσουμε όλοι, πολύ ακριβά και για πολλά χρόνια. Γιατί, τι πραγματικά εντέλει καλούμαστε να πληρώσουμε παρά την έλλειψη κανόνων, την απουσία μεταρρυθμίσεων, την ανυπαρξία ποινών και την εμπέδωση της ατιμωρησίας; Η προσαρμοστικότητά μας στην παρακμή αποδείχθηκε ισχυρότερη από την βούληση να προοδεύσουμε. Ισχυρότερη από την απαίτηση να διοικηθούμε σωστά.
Ακόμη και όλοι εμείς, “οι σιωπηλοί”, που δεν συμμετείχαμε σε κανένα φαγοπότι, που δεν βολευτήκαμε σε αργόμισθες θεσούλες, που δουλέψαμε αντί να κάνουμε μπίζνες, που δεν φοροδιαφύγαμε, δεν δωροδοκήσαμε, δεν γίναμε εταίροι προγραμματικών συμφωνιών, δεν κερδίσαμε έργο με μαθηματικό τύπο, δεν μας χαρίστηκαν χρέη ούτε επέκταση σύμβασης με το δημόσιο με μεταμεσονύχτια τροπολογία, που δεν κλείσαμε τους δρόμους προασπιζόμενοι την συντήρηση των προνομίων της συντεχνιακής ομαδούλας μας, προσφέραμε την ανοχή μας προσαρμοζόμενοι. Ανοχή στο ουρανοκατέβατο κνώδαλο της σοσιαλιστικής εκδοχής της επιχειρηματικότητας με την τεράστια μαύρη περιουσία από κλεμμένους φόρους, ανοχή στο συνοικιακό εργολάβο που έβγαζε παράνομα τετραγωνικά μέχρι και στα ρείθρα λαδώνοντας από ισόγειο μέχρι ρετιρέ την οικεία πολεοδομία, ανοχή στο “ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;” αλλά και στην πεμπτουσία του καθεστωτικού “εκσυγχρονισμού” “αυτή είναι η Ελλάδα”, ανοχή σε έκνομες συμπεριφορές που έχουν σακατέψει την δημοκρατία –σε βανδαλισμούς, λεηλασίες, καταστροφή δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας (ανοχή και στους αριστεροπονηρούτσικους γελωτοποιούς υψηλής τηλεθέασης που τις αποθέωναν ή/και τις υποκινούσαν), ανοχή στον εξανδραποδισμό της δημόσιας εθνικής παιδείας σε τέλμα πνευματικής αγκύλωσης και των πανεπιστημίων σε αστείρευτες δεξαμενές “νομιμοποιημένης” διασπάθισης κονδυλίων, ανοχή και στην μετατροπή των αμφιθεάτρων από πεδία γνώσης σε λημέρια κάθε λογής βασιβουζούκων, ντόπιων και μη. Ανοχή και στους ασπάλακες του θλιβερού μικρόκοσμου της εγχώριας πολιτικής σκηνής με τα ανύπαρκτα βιογραφικά αλλά με βουνά κομματικών ενσήμων –που η μόνη γνήσια διάθεση προσφοράς τους είναι πρώτα στην δική τους ζωή και, με το περίσσευμα, στις ζωές των φίλων. Πάντα μικροί, πάντα ολίγιστοι μα ποτέ ολιγαρκείς, πάντα αναπολόγητοι.
Γι’ αυτό και η ανοχή μας είναι στο βάθος συνενοχή – καθώς αποτύχαμε να προστατέψουμε τον αστικό κώδικα τιμής, τις αρχές και τις αξίες με τις οποίες ανατραφήκαμε και πάνω στις οποίες ακούμπησε όλη η μεταπολεμική γενιά.
“…“Ελευθερία” μουγκρίζετε όλοι, κατά προτίμηση: μα εγώ ξέμαθα να πιστεύω στα “μεγάλα γεγονότα”, όπου γύρω τους ξεσηκώνονται πολλά μουγκρίσματα και πολλή αντάρα. Και πίστεψέ με μόνο, φίλε μου με τον καταχθόνιο πάταγο! Τα μεγαλύτερα γεγονότα – δεν είναι οι θορυβωδέστερες, μα οι σιωπηλότερες ώρες μας. Όχι γύρω από τον εφευρέτη νέου πάταγου: γύρω από τον εφευρέτη νέων αξιών περιστρέφεται ο κόσμος, αδιάκοπα περιστρέφεται”.
Και αυτό είναι που οφείλουμε όλοι εμείς, “οι σιωπηλοί”, σ’ αυτόν τον τόπο και στη συνέχειά του στην ιστορία. Με διάθεση συνεργασίας και όχι με νοοτροπία οπαδού. Με αναδοχή του κόστους και της ευθύνης που θα χρειαστεί αυτό το ταξίδι – πρωτίστως ταξίδι αυτογνωσίας – με εφόδιο την επανεφεύρεση των αξιών μας και προορισμό την επανάκτηση της χαμένης αξιοπιστίας, της περηφάνιας, της ανάπτυξης, σε μια χώρα που στέγνωσε παραγωγικά και ηθικά. Αυτό είναι το τίμημα “που το παρόν χρεώνει στους ανθρώπους του σήμερα με αντάλλαγμα το φως του αύριο”. Πρέπει να γίνουμε άλλοι. Δεν αρκεί να το λέμε. Είδαμε τα λόγια – τα μεγάλα, τα περήφανα, τα ξεσηκωτικά – να κρέμονται ανερμάτιστα και άδεια πάνω απ΄ τα κεφάλια μας με το βλέμμα στυλωμένο σε ένα αύριο που ίσως και να μην μας ανήκει. Πρέπει, επιτέλους, να τελειώνουμε με την αγυρτεία – ατομική και συλλογική. Η προειδοποίηση του Αντώνη Σαμαρά «μην μας ψηφίσετε, δεν σας χρειαζόμαστε» προς τις κρατικοδίαιτες συνδικαλιστικές βδέλλες που πάνω στις προσδοκίες των εργαζομένων έχτισαν διαχρονικά λογαριασμούς, επιρροή και πολιτικές καριέρες είναι καιρός να επεκταθεί, τώρα –πιο αυστηρά, στοχευμένα, αληθινά – στους πραγματικούς «εχθρούς του λαού», τις εγχώριες ύαινες που ξεσκίζουν τις σάρκες μιας πατρίδας που ψυχορραγεί, τους φοροφυγάδες –όλους εκείνους που στις πλάτες των πολλών και με τις πλάτες της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας πλούτισαν με τον πιο χυδαίο τρόπο επιβαρύνοντας δυσβάσταχτα τους χιλιάδες συνεπείς πολίτες που φορολογούνται ανελέητα, άδικα και χωρίς ίχνος ανταποδοτικότητας. Και, όπως ακριβώς αναδρομικά ενσκήπτουν στις μέρες του μνημονίου η έκτακτη φορολόγηση και οι περικοπές μισθών και συντάξεων, την ίδια αναδρομική ισχύ οφείλει να έχει και η τιμωρία για το διαρκές, ποινικό τους αδίκημα.
Η νέα ηγεσία θα χρειαστεί να κυβερνήσει όχι μόνο δια του παραδείγματος αλλά και του παραδειγματισμού. Και να το πράξει άμεσα, δεσμευόμενη προεκλογικά γι’ αυτό στους εκατοντάδες χιλιάδες καθημαγμένους πολίτες που έχουν πάψει να ελπίζουν. Γιατί το πάρτυ μπορεί να τελείωσε, όμως κάποιοι έχουν κρατήσει κάβα τζάμπα ποτά. Και περιμένουν την στιγμή που θα υφαρπάζουν περιουσίες με ένα μικρό έμβασμα από τους μαύρους λογαριασμούς τους στο εξωτερικό και θα αγοράζουν ντόπιους δούλους για τριακόσια ευρώ το μήνα.
Και τώρα είναι που χρειάζεται το πραγματικό θάρρος. Αν η αναδρομική (και αυστηρότατη) τιμωρία παραπέμπει κάποιους σε επαναστατικό δίκαιο ας αρκεστούμε να διερωτηθούμε σε ποιες ακριβώς συνθήκες (προεπαναστατικές; προ-εμφυλιακές; – και δυστυχώς δεν πρόκειται για ευφυολόγημα) θα κληθεί να κυβερνήσει η επόμενη κυβέρνηση, χωρίς πολυτέλεια χρόνου, χωρίς περίσσευμα υπομονής, μόνο πλεόνασμα οργής/αγωνίας/φόβου και ας σκεφτούμε πολύ σοβαρά πιο κουμπί θα πατήσουμε όταν έχουμε μόνο δύο επιλογές: Game over ή reset; Και πάλι, από πότε το game over αποτελεί αληθινή επιλογή;
Με αυτό κατά νου – και με αμυδρή την ελπίδα μιας αχτίδας ανατροπής της εικόνας παθητικότητας των Ελληνικών πραγμάτων – άμεσα να επιχειρηθούν:
Επανέλεγχος όλων των ύποπτα περαιωμένων υποθέσεων μεγάλου φορολογικού ενδιαφέροντος. Υποθέσεις που εντοπίζονται να έχουν περαιωθεί συμβιβαστικά και όπου το ποσό που καταβλήθηκε είναι δυσανάλογα μικρό σε σχέση με το ποσό που αρχικώς βεβαιώθηκε και καταλογίσθηκε, να διατάσσεται αυτόματα επανέλεγχος από ειδική ομάδα ελέγχου (πολύτιμη εδώ η ευρωπαϊκή και αμερικανική τεχνογνωσία – θυμηθείτε πως οι αμερικανοί εντόπισαν τις ροές χρηματοδότησης της διεθνούς τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος, ακολουθώντας το ίχνος του χρήματος: τι ποσά, από πού, με ποια διαδρομή, ποιο προορισμό), το πόρισμα της οποίας να διαβιβάζεται σε οικονομικούς εισαγγελείς οι οποίοι θα οφείλουν να αποφαίνονται σε συντομότατο χρονικό διάστημα. Στις περιπτώσεις που αποδεικνύεται ότι ο συμβιβασμός ήταν προϊόν αθέμιτης συναλλαγής, οι εμπλεκόμενοι να υπόκεινται σε αυστηρότατες διοικητικές (άμεση απόλυση και αυτόματη δέσμευση προσωπικών λογαριασμών και άλλων περιουσιακών στοιχείων – όχι άλλες ανώδυνες ΕΔΕ) και ποινικές κυρώσεις (κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό υπέρ του δημοσίου).
Επανέλεγχος φορολογικών δηλώσεων σε βάθος εικοσαετίας με βάση την πραγματική οικονομική κατάσταση του φορολογούμενου και σε περίπτωση αναντιστοιχίας κατάσχεση όλων των περιουσιακών στοιχείων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό υπέρ του δημοσίου. Ως προϋπόθεση δε για την άσκηση ένδικων βοηθημάτων εκ μέρους του φορολογούμενου να απαιτείται η καταβολή τουλάχιστον του 50% του ποσού που θα έχει βεβαιωθεί μετά τον επανέλεγχο. Και, βέβαια, έλεγχος πόθεν έσχες προϊσταμένων και υψηλόβαθμων στελεχών σε όλες τις σφηκοφωλιές βαριάς διαφθοράς (πολεοδομικών γραφείων, εφοριών και Υπουργείου Οικονομικών), με τις ίδιες κυρώσεις.
Αν αυτά δεν προβλέπονται από την υπάρχουσα νομοθεσία, τότε έφτασε η στιγμή να προβλεφθούν. Έχουμε ακόμα ένα παράθυρο ευκαιρίας που ανοίγει η αναθεωρητική Βουλή που θα προκύψει από τις επόμενες εκλογές. Από το πόσο γενναία και οξυδερκής θα είναι η συνταγματική αναθεώρηση, θα κριθεί η δυνατότητά μας να διατηρηθούμε ως έθνος, αποκτώντας ξανά έναν κώδικα τιμής, τελειώνοντας οριστικά με τις ιδεοληψίες που αναχαίτισαν την πρόοδο σε τούτο τον τόπο και αποκαθιστώντας την αδικία. Δεν γίνεται αλλιώς˙ δεν έχει άλλη οδό διαφυγής η κόλαση που δημιουργήσαμε. Πως/που αλλού θα βρούμε, σε τέτοιες μέρες και ώρες και στιγμές την δύναμη να κρατήσουμε την κοινωνική συνοχή;
Και σε μια κίνηση τόσο ουσίας αλλά ταυτόχρονα και υψηλού συμβολισμού, να προβλεφθεί συνταγματικά η αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας στις περιπτώσεις μεγάλης φοροδιαφυγής. Πόσο Έλληνας είναι αυτός που σκυλεύει το ετοιμοθάνατο κουφάρι της πατρίδας του την στιγμή που σέρνεται στο χώμα; Ή, ακριβέστερα, πόσο άξιος είναι να λέγεται Έλληνας;
Howard Roark