Του Σπύρου Παπαγιάννη
Κάνε το καλό και ρίξτο στο γιαλό λέει ο λαός μας.
Πνίξε τον λαό, αναίμακτα, χωρίς αίματα και πέτα πίσω σου στον γιαλό μια συγνώμη, λέει η εξουσία.
Υπόγραψε το συμβόλαιο θανάτου με την Μαφία και μετά τράβα στο σπίτι του θύματος, συστήσου και πέστου, είμαι ο εκτελεστής σου, σε εκτιμώ, σε σέβομαι, είμαι και γώ σαν εσένα, καθώς δεν κατάγομαι από τζάκι, στο δρόμο έπαιζα παιδί, ξέρω τι θα πεί μεροκάματο, ή να μην έχεις δουλειά. Απ’ αυτά τα στάδια πέρασα πρίν γίνω πολιτικός απατεώνας και σου κλέψω την ψήφο και γίνω εκπρόσωπος των μη προνομιούχων κι’ αρχίσω να διαιρώ τους μη προνομιούχους,
καθιστώντας μερικούς απ’ αυτούς λίγο πιο προνομιούχους από τους άλλους. Έτσι ώστε να τους κάνω τσιράκια μου και όλοι να συνωστίζονται όπως στην καταστροφή της Σμύρνης, ποιος θα κερδίσει την εύνοιά μου για να καταλάβει μια θέση υπό τον πράσινο ήλιο μου, στον πρασινισμένο από τα φύκια και τις μεταξωτές κορδέλες μου πολιτικό μου παράδεισο.
Τίποτα όμως δεν μπορεί να διαρκέσει αιώνια. Καλά περάσαμε όμως, δεν μπορείς να πείς όχι.
Ήρθε όμως η εποχή των ισχνών αγελάδων, μετά από εκείνη των παχέων και της συγνώμης μετά τα παχειά λόγια.
Μετά τον πράσινο ήλιο και την πράσινη ανάπτυξη ήρθε η φυλλοξήρα και γώ κάτι έπρεπε να κάνω για να ζήσω.
Μετά τα κοινωνικά συμβόλαια που υπέγραφα με τους μη προνομιούχους, μα που ποτέ δεν τηρούσα, τώρα αναγκάστηκα να υπογράψω συμβόλαιο θανάτου με κάποιους μαφιόζους τοκογλύφους κι αυτοί δεν παίζουν, το ξέρεις, αν δεν το τηρήσω θα μου πάρουν το κεφάλι.
Γι’ αυτό λοιπόν ήρθα να σε σκοτώσω. Δεν χρειάστηκε να παραβιάσω την πόρτα σου, με ήξερες και γι’ αυτό μου άνοιξες και μπήκα στο κοινοβούλιό σου και κατέλαβα την θέση του αντιπροέδρου του κόμματος και της κυβέρνησης αρχικά, του προέδρου του κόμματος σήμερα και βλέπουμε για το μέλλον, έχει ο Θεός και για μένα τον αθεόφοβο ακόμη.
Κανείς λοιπόν δεν θα υποψιαστεί τίποτε, καθώς ίχνη πάλης δεν θα υπάρξουν. Καλού κακού όμως πάρε ένα ψηφοδέλτιο και γράψε ένα σημείωμα πως με την θέλησή σου αυτοκτονείς, για να μην έχω ντράβαλα με την αστυνομία και τους δημοσιογράφους που παριστάνουν τους ιεροκήρυκες..
΄Ασε που το κασέ μου έχει πολύ ανεβεί τελευταία. Κι αν δεν το πήρες είδηση, σου το λέω έξω από τα δόντια, στο συμβόλαιό μου ήταν και να σε μπατιρίσω.
Με δωροδοκούσαν για να σε κλέβω από χίλιες μεριές και συ ψώνιο, χαμπάρι δεν έπαιρνες και μού ΄δινες και μισθό και τιμές και αξιώματα..
Πάντως μην στενοχωριέσαι. Όλοι μια μέρα πεθαίνουμε.
Και στη περίπτωσή σου ο θάνατος θα είναι αργός και ειρηνικός, ούτε που θα καταλάβεις που είναι το σύνορο μεταξύ ζωής και θανάτου, καθώς εμείς της λέσχης το ξέρεις πως απεχθανόμαστε τα σύνορα, κάθε μορφής σύνορα, μεταξύ κρατών, οικονομιών, πολιτισμών, θρησκειών, πρωτοτύπων και γενοσήμων, αλήθειας και ψέμματος, καλού και κακού, μέρας και νύχτας.
Κοίτα και μένα. Δεν είμαι ο Τζέκυλ, ο καθηγητής πανεπιστημίου που ήξερες, μα ο μαλλιαρός τερατόμορφος Χάϋντ . Και γώ ο ίδιος, ο δισυπόστατος, από τα χέρια μου καταλαβαίνω πότε είμαι ο ευγενής πατριδοσώστης νομοθέτης, και πότε ο αδίστακτος εγκληματίας που υπογράφει χαράτσια.
Και θα παρατήρησες πως και άλλοι κόλλησαν στο κοινοβούλιο τον διχασμό μου και γίναν σαν και μένα λυκάνθρωποι, που πίνουν σα βαμπίρ αίμα την νύχτα, μιλούν όμως για πατρίδα τιμή και καθήκον στο φως της μέρας.
Έρχεται λοιπόν η ώρα της σφαγής των αμνών και μετά από αυτό το Πάσχα, που θα’ ναι το τελευταίο της ενιαίας Ελλάδος των ενιαίων Ελλήνων, θα ξεχωρίσουμε και θα λευτερώσουμε τον Χάϋντ του καθενός από τον Τζέκυλ του. Τους εργοδότες που θα χαϋντίσουν από τους εργαζόμενους, που θα μείνουν ελλείψει χρημάτων και εξουσίας να κρύβουν τον Χάϋντ τους στο υποσυνείδητό τους και θα καταργήσουμε την κοινή πατρίδα που μας υποχρέωνε να ζούμε σαν σιαμαία όλοι μαζί, πλούσιοι και πτωχοί στην ίδια κοινωνία, καλοί και κακοί στον ίδιο εαυτό.
Εμείς μπορέσαμε και συνταιριάξαμε τις αγνές ψυχές μας με τις εξουσιαστικές φιλοδοξίες μας και δεν δίνουμε στον Καίσαρα εξωτερικού, εμείς οι Ηρώδηδες του εσωτερικού, τον οβολό σου μόνο, μα και την πατρίδα σου, και την περιουσία σου, ενώ εμείς δεν κρατάμε τίποτε για τον εαυτό μας, παρότι είμαστε οι πολιτικοί μεσάζοντες της υποτέλειας της χώρας, πολύ μεγαλύτεροι απ’ τους μεσάζοντες που σου πίνουν κάθε μέρα στην αγορά το αίμα, πουλώντας σου ότι φαγώσιμο αγοράζεις σε διπλή τιμή.
Που να φαντασθεί ο Κύριος όταν προέτρεπε τον πολίτη να δίδει τον οβολό του στον Καίσαρα, πως κάποτε ο Ρωμαίος Καίσαρας, που θα γίνονταν στο μεταξύ Γερμανός, θα γίνονταν τόσο αδηφάγος, που θα ήθελε να του πάρει και το σπίτι του ακόμη.
Που να φαντασθεί πως θα ήταν στο μέλλον αδύνατο να συνυπάρξει όχι μόνο ο Θεός με τον Καίσαρα, μα και ο πολίτης, από την στιγμή που ο Καίσαρας θέλει να τον καταπιεί ζωντανό. Πάρε λοιπόν την συγνώμη μου να την πάς στον Κύριο τώρα που θα τον συναντήσεις και εξήγησέ του πως χάριν της σωτηρίας της μισής πατρίδας ξεκάνουμε την άλλη μισή, αφού δεν μπορούνε άλλο πια να συνυπάρξουν κι’ οι δύο μαζί.
Δεν ξέρεις όμως πόσο δυστυχισμένος είμαι που πρέπει να σου αφαιρέσω την ζωή και να ζώ με τύψεις εξ΄ αιτίας σου. Και πες μου λοιπόν πως με συγχωρείς, γιατί αν δεν ήμουν εγώ θα ήταν κάποιος άλλος. Και κατάλαβέ το, πώς είναι για το καλό της πατρίδος να της αδειάσεις τον χώρο.
Πήγαινε όπως παλιά στην Γερμανία ή την Αυστραλία να της στέλνεις συνάλλαγμα. Τι στρογγυλοκάθησες εδώ και περιμένεις από αυτήν και τους νεόπλουτους αδελφούς σου, εργασία;;
Και μην μου πείς αν δεν θες να φύγεις, πως θα φταίω εγώ που θα αφήσω πίσω μου σαν τον Ναπολέοντα και τον Χίτλερ καμένη γή.
Και μην ξυνίζεις τα μούτρα σου που δεν υπάρχει πιο κατάλληλος για να σώσει την χώρα από εμένα και τους άλλους ομοίους μου που την καταστρέψαμε; Εμάς, τους πάλαι ποτέ διεφθαρμένους, που σαν τον Βαραββά ανανήψαμε την ύστατη στιγμή της καταστροφής της και γίναμε ξαφνικά οι πιο αδιάφθοροι; Ποιος λοιπόν πιο Χριστιανός από εμάς που κάναμε αυτήν την ηθική κωλοτούμπα, προτού αρχίσουμε τις ιδεολογικές και πολιτικές τοιούτες.;
Και ο Χριστός ακόμη, πρέπει να το ξέρεις, γουστάρει περισσότερο τους μετανοημένους αμαρτωλούς από αυτούς που δεν ήρθαν ποτέ σε επαφή με το μικρόβια του πειρασμού και της αμαρτίας. Και ποιοι πιο μπολιασμένοι με την διαφθορά από εμάς που διατρέξαμε σαν τους γύφτους όλους τους πολιτικούς χώρους και βουτήξαμε μέσα στην πολιτική λάσπη και την συκοφαντία;
Το έλεγε και ο Ρασπούτιν, αν δεν αμαρτήσεις, για να μεταμεληθείς, δεν σώζεσαι. Μα αν ο Θεός αρέσκεται σε μια συγκεκριμένου τύπου κωλοτούμπα, από την ανηθικότητα προς την ηθική, εμείς ξεπεράσαμε τα όρια της χριστιανικής φαντασίας, γιατί για μας ο Χριστιανός δεν χρειάζεται να συνταιριάζει τις πράξεις με τα λόγια του, μια που μπορεί να είναι συνεπής σαν Τζέκυλ στον Τζέκυλ του και σαν Χάϋντ στον Χάϋντ του.
Χώρια που διχάζοντας και καταργώντας μακροπρόθεσμα την κοινωνία και το συλλογικό συνειδητό της, καταργούμε τον ηθικό κώδικά της, διά του οποίου μας έβγαινε ο Θεός κριτής, μα και τις κοινωνικές τάξεις ακόμα.
Έτσι μετά το πέταγμα των ιδεολογιών στο χρονοντούλαπο της ιστορίας , μπορεί επιτέλους να λήξει οριστικά ο ακήρυκτος ταξικός πόλεμος, που για ενάμισυ σχεδόν αιώνα καταταλαιπώρησε τον κόσμο μας και την πολιτική του σκέψη. Και αν εκείνος είχε διχάσει την κοινωνία σε δεξιούς και αριστερούς, εμείς την καταργούμε τελείως και απομονώνοντας σαν τον Δημόκριτο το άτομο, το διασπούμε και αυτό, απελευθερώνοντας την ενέργεια του πραγματικά ελεύθερου ανθρώπου, από τον δούλο του Θεού και των καλών τρόπων Τζέκυλ.
Γνώριζε όμως πως μπορείς και τώρα ακόμη και στο μέλλον, κάθε στιγμή μέχρι να πεθάνεις με τον αργό ειρηνικό μνημονιακό κώνειο που επεξεργαστήκαμε ειδικά για σένα, να γίνεις ένας από μας, ένας μικρός Χαϋντούλης, που θα μας ψηφίζεις στην κάλπη, ενώ θα μας κατηγορείς μπροστά στους άλλους, συνεργώντας μαζί μας ώστε ο πολιτισμός του Τζέκυλ, που τόσο μας καταπίεσε τόσους αιώνες με την ηθική του και την αστυνομική του συνείδηση να χαθεί από το προσκήνιο της ιστορίας.
Γιατί λεφτά υπάρχουν. Κι’ αν πάλι φοβάσαι την λευτεριά σου και δεν τολμάς να αφήσεις το ασυνείδητό σου να ανατρέψει τον καθωσπρεπισμό σου, μείνε αυτός που είσαι, ο μικρός και ασήμαντος, ο φοβισμένος υποτελής του Θεού και του Καίσαρα, μόνο που τώρα ο Θεός του ανθρώπου θα είναι σαν εκείνον μόνος και αδύναμος, ενώ ο Καίσαρας θα είναι για όλον τον πλανήτη, ένας.
Και συνέχισε να εμπιστεύεσαι υποσυνείδητα τον καθωσπρεπισμό μας, τους πανεπιστημιακούς μας τίτλους, τα λευκά κολάρα μας, τα καθαρά μας αδούλευτα χέρια, τα βαρύγδουπα λόγια μας, τα μεγάλα κληρονομημένα μας ονόματα, την οικειότητα που έχει καλλιεργήσει μεταξύ μας η συνεχής παρουσία μας στην τηλεόραση. Συνέχισε να εμπιστεύεσαι, μην θέλοντας να συνειδητοποιήσεις την ψυχοπνευματική μας σχιζοφρένεια, που μας κάνει πολυπρόσωπους, δίγλωσσους, εθνομηδενιστές, κοινωνικούς ολετήρες και ότι ακόμη έχουμε διπλή ζωή, όχι μόνο προσωπική, μα και πολιτική, διπλά αφεντικά, διπλές πατρίδες και έναν μόνο κρυφό απ’ όλους, ανομολόγητο Θεό, τον Μαμμωνά.
Και εμείς θα σε κάνουμε να μην μπορείς να εμπιστευθείς κανέναν πολιτικό όσο καθαρό βλέμμα κι’ αν έχει, γιατί την μια θα βάζουμε να μιλά ο Τζέκυλ του και την άλλη ο Χάϋντ του.
Χάϋντ όμως με τρίχες δεν θα δείς πουθενά, στην τηλεόραση τουλάχιστον, καθώς αυτός θα νομοθετεί τις νύχτες μόνο και συ δεν θα βλέπεις την μέρα παρά τα νέα θύματά του.
Και αν ακόμα πείς τέρμα στους γραβατωμένους της εξουσίας, θα σου έχουμε κουκουλοφόρους ρυπαρούς και ατημέλητους προλετάριους, περιθωριακούς και λαθρομετανάστες να σου παριστάνουν τον απελευθερωμένο αταξικό Χάϋντ του πεζοδρομίου, έτσι που η προσωπική σου επανάσταση να έρχεται αντιμέτωπη με το κοινωνικό χάος, μόλις πάει να συναντήσει την επανάσταση του άλλου, του χωρίς κουκούλα και διχασμό προσωπικότητος, ή ταξικές έστω παλαιομοδίτικες ιδεοληψίες κοινωνικού συνανθρώπου.
-