Ναί, ἂς ζήσουμε!
Μεγάλη ἡ ἔκτασις τῆς καταθλίψεως ποὺ βιώνουμε!
Θὰ χρεοκοπήσουμε; Δέν θά χρεοκοπήσουμε; Πότε; Μέ ποιόν τρόπο;
Θά ἐπιστρέψουμε στήν δραχμή; Δέν θά ἐπιστρέψουμε; Κι ἐάν ναί,τότε πόσα κορμιά θά πέσουν; Θά εἶναι καί τά δικά μας κορμιά μέσα στούς πεσόντες;
Θά βροῦμε δουλειά; Δέν θά βροῦμε; Κι ἐάν ὄχι πῶς θά ταΐσουμε τά παιδιά μας;
Ἔτσι κυλοῦν οἱ ἡμέρες μας.. Μία κατάθλιψις! Μία ἀγωνία! Πλήρεις ἄγχους!
Ὅσο γιὰ τὶς νύκτες μας, ἂς μὴν τὸ συζητᾶμε καλλίτερα.
Ἐὰν κοιμηθοῦμε, τότε οἱ χειρότεροι ἐφιᾶλτες μᾶς κάνουν νὰ πεταγόμαστε ἀπὸ τὸν ὗπνο κάθιδροι.
Κι ὅλο αὐτὸ τὸ σκηνικὸ θὰ συνεχίσῃ γιὰ καιρὸ ἀκόμη. Πόσο δὲν μποροῦμε ἐπακριβῶς νὰ ὁρίσουμε! Ἀλλὰ σίγουρα θὰ ἐξακολοθήσῃ γιὰ ὅσο χρειάζεται, πρὸ κειμένου νὰ μπορέσουμε νὰ ἀνασυνταχθοῦμε!
Τὰ προβλήματά μας καθημερινῶς μεγαλώνουν. Γίνονται τέρατα καὶ δρᾶκοι, ἕτοιμοι νὰ μᾶς κατασπαράξουν! Νὰ μᾶς ἀφανίσουν! Κι ἐμεῖς, πρὶν ἀκόμη γίνουν δρᾶκοι, τὰ ἔχουμε μεγεθύνει τόσο πολύ, ποὺ εἶναι σὰν νὰ τοὺς ἔχουμε προσκαλέσει ἤδη νὰ μᾶς κατασπαράξουν!
Ἀγωνίες, ἀγωνίες, ἀγωνίες… Ἒεεε καί;
Πότε ἀκριβῶς ζήσαμε δίχως ἀγωνίες ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες;
Πότε ἀκριβῶς ἡ διαβίωσίς μας ἦταν στρωμένη μέ ῥοδοπέταλα;
Πότε μᾶς προσφέρθηκε κάτι μόνον γιά νά τό ἀπολαύσουμε δίχως ἀντάλλαγμα, πόνο καί κόπο;
Μήπως ποτέ;
Καί τί θά κάνουμε ἔως τῆς στιγμῆς πού θά κληθοῦμε νά πολεμήσουμε πρό κειμένου νά ἀλλάξουμε τά πάντα; Θά ἔχουμε ἐξαντληθεῖ ἤδη ἀπό τήν ἀγωνία τῆς ἀναμονῆς; Δέν εἶναι ἀστεῖο;
Ἡττήθησαν ἀπὸ τοὺς φόβους τους! Τραγικόν!
Αὐτό θέλουμε νά γράψῃ γιά ἐμᾶς ἡ ἱστορία;
Δὲν μπορῶ νὰ πείσω τοὺς πᾶντες νὰ πάψουν νὰ φοβοῦνται!
Δὲν κινδυνεύουμε ἀπὸ τίποτα ἐμεῖς!
Οἱ τοκογλῦφοι ναί, κινδυνεύουν!
Οἱ δυνᾶστες μας ναί, κινδυνεύουν!
Οἱ ὑποτελεῖς τους ναί, κινδυνεύουν.
Ἐμεῖς ἀπό τί κινδυνεύουμε;
Τί θά μᾶς πάρουν; Τί μποροῦν νά μᾶς πάρουν; Μποροῦν;
Δὲν μποροῦν νὰ μᾶς πάρουν τίποτα! Ἀκόμη κι ἐὰν καταφέρουν νὰ πατήσουν πόδι στὸν τόπο μας, πολὺ γρήγορα θὰ ἐπιστρέψουν ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἦλθαν. Ἀκόμη κι ἐὰν πάρουν μερικὰ ψιχουλάκια, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἀνήκουν, θὰ εἶναι ψιχουλάκια!
Ἡ Ἕλλὰς δὲν πωλεῖται! Ὄχι τοὐλάχιστον ἀπὸ τοὺς πραγματικούς της ἰδιοκτῆτες!
Ἀκόμη κι ἐὰν καταφέρουν νὰ μᾶς κάνουν νὰ πεινάσουμε, νὰ κοιμηθοῦμε στὸν δρόμο, νὰ πέσουμε καὶ νεκροὶ… πάλι δὲν θὰ καταφέρουν νὰ μᾶς πάρουν κάτι!
Διότι αὐτὰ ποὺ αὐτοὶ θέλουν δὲν μποροῦν νὰ τὰ πάρουν!
Δὲν τὰ ἀντιλαμβάνονται!
Δὲν ἀντέχουν νὰ τὰ ἀναγνωρίσουν!
Ὅμως ξέρω, δὲν μὲ πιστεύετε ἀκόμη… Δὲν πειράζει!
Ἂς τὸ πιάσουμε διαφορετικὰ λοιπόν.
Ἂς ζήσουμε σκέτο!
Ὅσον χρόνο ἔχουμε, ὅσον χῶρο κι ὅσην ἀντίληψι, ἂς τὰ διαθέσουμε γιὰ νὰ ζήσουμε!
Ξεχάσαμε νὰ ζοῦμε Ἕλληνες! Ξεχάσαμε τὸ σπουδαιότερον ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε νὰ κάνουμε! Νὰ ζήσουμε!
Νὰ χαροῦμε μὲ τὰ ἁπλᾶ πράγματα! Νὰ γελάσουμε! Νὰ ἐρωτευτοῦμε! Νὰ ἀντιληφθοῦμε πὼς ὁ πόλεμος εἶναι πόλεμος ἀλλὰ καὶ ἡ ζωὴ εἶναι ζωή!
Ἂς ζήσουμε λοιπόν!
Οἱ Σπαρτιᾶτες τοῦ Λεωνίδα, πρὸ τῆς μεγάλης μάχης, λούστηκαν, χτενίστηκαν, ἀρωματίστηκαν, χόρεψαν, τραγούδησαν, ἀστειεύτηκαν…
Λέτε νά μήν γνώριζαν πώς ἔχουν προδοθεῖ; Πώς ἔχουν περικυκλωθεῖ; Πώς σέ λίγες ὧρες δέν θά ὑπάρχουν;
Ἀλλὰ δὲν ξέχασαν τὸ σημαντικότερον! Ἀκόμη ζοῦσαν! Ἀκόμη ἐκείνη τὴν στιγμὴ ζοῦσαν! Κι αὐτὸ ὄφειλαν στοὺς ἑαυτούς τους νὰ τὸ ἀπολαύσουν!
Ἐμεῖς τί κάνουμε; Ζοῦμε; Ἢ τό ξεχάσαμε;
Κι ἐάν ὄχι, τότε μέ ποιάν δύναμι θά βρεθοῦμε αὔριο στήν μεγάλη μάχη;
Μέ τί μοῦτρα θά ἀντιμετωπίσουμε τήν Ἐλευθερία ἢ τόν Θάνατο;
Δὲν ἰσχυρίζομαι πὼς πρέπει νὰ πιάσουμε τὰ σκυλάδικα, τὰ μπαράκια καὶ τὶς πλατεῖες πρὸ κειμένου νὰ γλεντοκοπᾶμε, ὅταν μάλλιστα ἡ οἰκονομικὴ στενότης μεγαλώνει.
Μία ἐλιὰ κι ἕνα παξιμάδι ταΐζουν μίαν παρέα ὁλόκληρη.
Ἀκόμη καὶ δίχως τῆς ἐλιᾶς μπορεῖ νὰ ταϊστῇ ἡ παρέα. Χορταίνει μὲ τὸν καλὸ τὸν λόγο, μὲ τὸ χαμόγελο, μὲ τὸ γέλιο τὸ γάργαρο…
Ποῦ εἶναι λοιπόν αὐτά πού μποροῦν νά μᾶς χορτάσουν; Νά μᾶς γεμίσουν ἐνέργεια; Νά μᾶς ἀναζωογονήσουν;
Ἂς ζήσουμε στὸ μεταξύ!
Δὲν ἔχουμε ἄλλην εὐκαιρία γιὰ νὰ τὸ κάνουμε!
Ἐκεῖ, μέσα κι ἔξω, δίπλα στοὺς ἀγαπημένους μας, στοὺς φίλους μας, στὰ παιδιά μας.
Ἂς ζήσουμε. Ἔτσι μᾶς πρέπει! Ἔτσι μάθαμε! Κι ἔτσι μόνον θὰ καταφέρουμε νὰ φθάσουμε στὴν μεγάλη στιγμὴ τῆς Νίκης.
Φιλονόη.