«Άμεση θα είναι η εκταμίευση των 25 δισεκατομμυρίων ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών από το σύνολο των 48 δισ. ευρώ, ανακοινώθηκε το Σάββατο από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF)».
Πρόκειται για χρήματα του νέου δανείου που φορτωθήκαμε οι πολίτες. Για τη «σωτηρία» της Ελλάδας. Αν μαζέψει κανείς τα δισεκατομμύρια που έχουν πάρει οι τράπεζες από το 2009 έως σήμερα από τις κυβερνήσεις Καραμανλή, Παπανδρέου και Παπαδήμου, με τρόμο θα διαπιστώσει ότι ξεπερνούν τα 160 δισ.
Την ίδια ώρα, η αγορά στερεύει από ρευστό και αρχίζει να μοιάζει με έρημο. Κανείς δεν ενδιαφέρεται. Εντός ολίγου, θα καταπέσουν δάνεια επιχειρήσεων που είχαν ληφθεί με την εγγύηση του Δημοσίου. Τότε, το Κράτος θα χρειαστεί να δώσει κι άλλα 5,5 δισ. περίπου στις τράπεζες.
Οι έλληνες πολίτες, οι εργαζόμενοι και οι επιχειρηματίες εξαθλιώνονται ξεχρεώνοντας δάνεια που παίρνουν οι τράπεζες. Αν υπήρχε πραγματική Πολιτεία, θα προστάτευε τους πολίτες της. Θα υποχρέωνε τις τράπεζες να προχωρήσουν σε διαγραφές χρεών των πελατών τους.
Δεν υπάρχει, όμως, Πολιτεία. Ο υπουργός Οικονομικών, δήλωσε με εγκληματικό θράσος ότι δεν υπάρχει περίπτωση να προχωρήσει σε νομοθετική ρύθμιση που θα υποχρεώνει τις τράπεζες να «κουρέψουν» αυτόματα τα δάνεια που χορήγησε σε πολίτες, επειδή αυτό «θα δημιουργούσε πρόβλημα».
Πρόβλημα σε ποιον; Στις τράπεζες; Μα οι τράπεζες δεν είναι προβληματικές, είναι διαρκώς κερδοφόρες και εξασφαλισμένες. Το πρόβλημα το έχουν όσοι πήραν καταναλωτικά, στεγαστικά και επαγγελματικά δάνεια και όχι μόνο δε μπορούν να τα ξεχρεώσουν, αλλά φορτώνονται στις πλάτες τους και νέα υποχρεωτικά δάνεια από το ΔΝΤ και τις Βρυξέλλες.
Ζούμε μια τεράστια απάτη και άλλη μια τεράστια αυταπάτη. Η απάτη είναι ότι χωρίς να έχουμε δώσει εντολή σε κανέναν να λάβει δάνεια από διεθνείς οργανισμούς εξ ονόματός μας, μας χρησιμοποιούν για να τα λαμβάνουν και να χρηματοδοτούν τις τράπεζες.
Σε μικρότερη κλίμακα, είναι σα να σου κλέβουν από το γραμματοκιβώτιο ένα έγγραφο με όλα σου τα στοιχεία και ύστερα να πηγαίνουν σε μία τράπεζα και να παίρνουν δάνεια στο όνομά σου, να βγάζουν πιστωτικές κάρτες, να τις γεμίζουν στο όνομά σου κι εσύ να καλείσαι να ξεπληρώσεις.
Σε τέτοια περίπτωση απάτης, θα ενοχλούμασταν. Θα γυρνούσαμε τον κόσμο ανάποδα για να βρούμε το δίκιο μας. Θα επενέβαινε η αστυνομία, θα εξέταζε το θέμα η Δικαιοσύνη.
Τώρα, που το μέγεθος αυτής της απάτης γίνεται σε βάρος μιας ολόκληρης χώρας και των πολιτών της, ουδείς ασχολείται, ουδείς ενοχλείται. Το αντίθετο συμβαίνει. Η αστυνομία προστατεύει τους απατεώνες που δανείζονται στο όνομά μας και η Δικαιοσύνη κρίνει την απάτη ως συνταγματική.
Όσο για την αυταπάτη, αυτή έχει να κάνει με τον καθένα μας προσωπικά. Ξεγελιόμαστε ότι είμαστε πολίτες μιας χώρας, ενώ είμαστε θύματα μιας εταιρείας που μας θάβει όλο και πιο βαθιά.
Μιας εταιρείας που συστήθηκε από μία μαφιόζικη οικογένεια κι ύστερα συνεταιρίστηκε με μία άλλη οικογένεια της μαφίας, τις οποίες οικογένειες της μαφίας ψηφίζουμε εμείς κι ύστερα κλαιγόμαστε ότι δε μας έδωσαν το ψίχουλο που μας έταξαν και γι’ αυτό «θα δουν τι θα πάθουν στις εκλογές».
Και ντίλι-ντίλι το καντήλι που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι. Και θα πάμε στις εκλογές, θα ξαναψηφίσουμε τη μαφία που στηρίζει ο καθένας και ήρθε ο ποντικός, πήρε το φιτίλι μέσ’ από το καντήλι, που έφεγγε και κένταγε, η κόρη το μαντίλι, ντίλι-ντίλι-ντίλι.
Κι άντε ξανά – μανά κοψοχέρηδες, αμηχανία, «ρε τους μπαγλαμάδες και τους απατεώνες» και φταίνε οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι ιδιωτικοί, οι συντεχνίες, ο γείτονας, ο απέναντι, οι γκόμενοι οι πρώην κι οι επόμενοι. Κι έτσι μια ζωή κυνηγάμε τον Χατζηπετρή και την ουρά μας. Μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά, μαύρη σαν καλιακούδα.
-