Αυτή τη φορά έμεινα στην Ελλάδα αρκετά. Δέκα μέρες δηλαδή. Ερχόμενος, πίστευα ότι θα δω μια χώρα φάντασμα, με ανθρώπους σκιάχτρα και δρόμους ονείρων γεμάτους με λακούβες. Δεν είδα αυτό. Είδα όμως και αυτό.
Από την πρώτη μέρα κατάλαβα ότι ήταν μια διαφορετική χώρα. Απ’ όταν προσπάθησα να ανέβω τις σκάλες του Συντάγματος, και ένας ΜΑΤατζής, ακολουθώντας μια εντολή που ούτε ο ίδιος δε θα μπορούσε να δικαιολογήσει, μου είπε ότι δεν μπορώ να περάσω από εκεί. Αφού πέρασα με τον τρόπο μου, πήγα και στάθηκα σε μια στάση λεωφορείου μπροστά στο Πολεμικό Μουσείο. Εκεί συνειδητοποίησα ότι οι κλούβες της αστυνομίας που περνούσαν ήταν περισσότερες από τα αστικά. Αναρωτήθηκα αν βρισκόμουν σε μια δημοκρατική χώρα ή σε ένα απολυταρχικό καθεστώς.
Κι όμως, σε αυτή τη χώρα, όπου το μίσος για τον μπάτσο και η αδιαφορία για το νόμο είναι ο πραγματικός κυβερνήτης, τα ΜΜΕ ασχολήθηκαν επί μία ολόκληρη εβδομάδα για το βουλευτή που έβγαλε στο εξωτερικό ένα εκατομμύριο ευρώ. Νόμιμα, αλλά όχι ηθικά, κατά το βουλγαράκειο σύστημα αξιών. Και μάντεψε, ο βουλευτής τελικά δεν ήταν βουλευτής. Ήταν σύζυγος βουλευτού, και μάλιστα αρχηγού κόμματος, πρώην υπουργού εξωτερικών και κόρης πρώην πρωθυπουργού. Και γιατί; Γιατί εν μέσω κρίσης, αυτός ήθελε να αγοράσει σκάφος. Επαναλαμβάνω: ο σύζυγος της βουλευτού που κατηγορεί τα δύο “μεγάλα” κόμματα για φαυλότητα –άσχετα αν επιχείρησε να προεδρεύσει του ενός.
Η Ελλάδα μου έδωσε την εντύπωση ότι πλέον δεν έχει ταυτότητα. Δεν έχει ένα πρόσωπο, έχει πολλά. Πολλά και διαφορετικά. Είδα την Ερμού γεμάτη, μέρα Παρασκευή, με ανθρώπους να κουβαλάνε σακούλες, δυο τρεις ο καθένας. Πέρασα από τη Νομική και είδα στο παρκάκι ένα μικρό καταυλισμό αστέγων, μια μέρα που η θερμοκρασία άγγιζε τους 5 βαθμούς. Κάθισα σε μια καφετέρια του κέντρου που θύμιζε 2005, τότε που όλα πήγαιναν καλά (;), τότε που έχοντας κατακτήσει το Euro, κερδίζαμε και τη Eurovision και νομίζαμε ότι όλοι οι υπόλοιποι λαοί του κόσμου θα έσκυβαν μπρος στην ένδοξη όψη μας. Γύρω μου άνθρωποι όλων την ηλικιών.
Η φίλη μου μου εξηγούσε πώς μια γνωστή της είχε πιάσει τρεις δουλειές για να έχει ένα αξιοπρεπές εισόδημα και έφτασε να μην πληρώνεται από καμία. Την προηγούμενη μέρα, μια άλλη φίλη μου μου έλεγε πώς έχασε τα τρία χιλιάρικα που της χρωστούσε ο Κωστόπουλος, όταν στην ΙΜΑΚΟ γινόταν από τη μία κατάσχεση από τους πιστωτές του και από την άλλη πλιάτσικο από τους υπαλλήλους που κατάλαβαν ότι θα έχαναν τα χρωστούμενα.
Για ποια χώρα μου μιλούσαν άραγε;
Για την ίδια Ελλάδα που έβλεπα εγώ;
Για την Ελλάδα που σε λίγο θα προβάλλεται το Sunshine Girls με κυράτσες των ΒΠ που θα επιδεικνύουν το πόσο καλά περνάνε στη χώρα που έχει στοχοποιηθεί ως αποτυχημένη οικονομικά και πολιτικά;
Για την Ελλάδα όπου το αντι-lifestyle είναι το καινούριο lifestyle των δήθεν εναλλακτικών, που αποκαλούν πλέον vintage ό,τι παλιατζούρες βρίσκουνε στην αποθήκη του παππού τους;
Για την Ελλάδα όπου αυτοί που επιζητούν λαϊκή επανάσταση ξεφυσάνε τον καπνό του τσιγάρου τους στη μάπα του αντικαπνιστή, αδιαφορώντας πλήρως αν τον ενοχλεί ή όχι;
Μπερδεύτηκα.
Αν εγώ, που ξέρω καλά πόσο μεγάλη κρίση περνάει η Ελλάδα, βλέπω παντού γεμάτα μαγαζιά, τι βλέπουν άραγε οι ξένοι, που κινούνται στις περιοχές που κινήθηκα κι εγώ; Να βλέπουν κάτι διαφορετικό; Αν ήμουν Γερμανός και σήμερα, αντί για το Λονδίνο, επέστρεφα στο Βερολίνο, τι θα έλεγα στους φίλους μου; Ότι οι Έλληνες, τι;... Δεν έχουν δουλειές; Γι’ αυτό είναι στις καφετέριες; Γι’ αυτό ψωνίζουν;
Και από την άλλη, δεν έχουν δικαίωμα να ψωνίζουν όσοι έχουν ακόμα λεφτά; Δεν έχουν δικαίωμα να πηγαίνουν για τσίπουρα και μεζέδες; Και αν δεν κινούσαν αυτοί αυτά τα –όσα- χρήματα κινούν δεν θα είχε ήδη καταρρεύσει η αγορά;
Δεν ήταν αυτά όμως που με πείραξαν περισσότερο. Ήταν ο τύπος που, καθισμένοι εμείς σε ένα παγκάκι, ήρθε καταπάνω μας με το μηχανάκι του και, σταματώντας στα δέκα εκατοστά, μας είπε “Μην φοβάστε, δεν σας πατάω”. Πάρκαρε εκεί. Ακριβώς μπροστά μας. Ακριβώς πάνω σε μια διάβαση αναπήρων, καταμεσής του πεζοδρομίου έξω από το ΚΕΠ Βύρωνα.
Με πείραξε που είδα έναν μπίχλα να μεταφέρει φρατζόλες ψωμί, καβάλα σε ένα μηχανάκι, στον πεζόδρομο της Ανδριανού, ακουμπώντας τις επάνω στην μπλούζα του, φρατζόλες που θα έφταναν στο τραπέζι των Ελλήνων και των τουριστών που εκείνη την ώρα τον κοιτούσαν έκπληκτοι.
Με πείραξε που μου ζήτησαν πληροφορίες στο μετρό, και ενώ απάντησα με προθυμία, δεν άκουσα ευχαριστώ. Δυο μέρες αργότερα, κράτησα την πόρτα σε κάποιον πίσω μου βγαίνοντας από ένα κτίριο. Πάλι δεν άκουσα ευχαριστώ. Μπήκα σε ένα μαγαζί να ψωνίσω. Δεν άκουσα καλησπέρα. Ψώνισα, και εννοείται ότι δεν άκουσα ευχαριστώ. Ίσως, απ’ όλα όσα είδα, να ήταν αυτό που μου έκανε τη χειρότερη εντύπωση.
Γιατί ακόμα και όταν είσαι φτωχός, ακόμα κι αν κοιμάσαι με τα άγχη των δανείων, ακόμα κι όταν δεν ξέρεις πώς θα βγάλεις το μήνα, οφείλεις να είσαι ευγενικός στο διπλανό σου, γιατί και ο άλλος είναι στην ίδια θέση. Αν δεν μπορείς να πεις αυτό, το απλό ευχαριστώ, πώς περιμένεις ότι θα έρθει ένας καλύτερος κόσμος; Πώς θα μιλήσεις για δικαιοσύνη, ελευθερία και αλληλεγγύη όταν δεν μπορείς να είσαι ευγνώμων για κάτι τόσο μικρό, όταν ο άλλος σε εξυπηρετεί στην καθημερινότητά σου;
Μπορεί να σου ακούγομαι υπερβολικός, αλλά το ξέρω ότι στο συγκεκριμένο δεν είμαι. Η ευγένεια δεν έχει να κάνει με το πόσα λεφτά έχεις στην τσέπη, αλλά με το πόσα αποθέματα καλοσύνης έχεις στην καρδιά. Αν δεν έχεις, πάρε τον πούλο. Αυτός ο κόσμος σου αξίζει, οπότε σκάσε και μάθε να ζεις με αυτόν. Κανείς δεν αξίζει έναν καλύτερο κόσμο όταν δεν μπορεί να χαμογελάσει, όταν δεν μπορεί να πει ευχαριστώ (έχω κολλήσει με αυτό, το παραδέχομαι).
Δεν θέλω όμως να είμαι άδικος. Είδα και πολλά θετικά. Είδα κοριτσάκια να μιλάνε για τη βία της αστυνομίας. Είδα κόσμο να περπατάει και να συζητάει για το σαθρό πολιτικό σύστημα. Συμμετείχα σε μια εκδήλωση όπου συζητήσαμε για το μέλλον του βιβλίου (ακούγεται άραγε σαν πολυτέλεια αυτό το τόσο βασικό;) Βέβαια, η συζήτηση έγινε σε ένα εναλλακτικό βιβλιοπωλείο, το Free Thinking Zone, όπου, όπως έγραψε και ο Economist, είναι βιβλιοπωλείο-καφέ, αλλά κατά την επίσκεψή του δεν μπορούσε να πουλήσει ούτε βιβλία ούτε καφέ. Ας όψεται ο νόμος. Αυτός ο νόμος που δεν άλλαξε, αλλά για κάποιο λόγο, ίσως ως δια μαγείας, θα φέρει επενδύσεις και ανάπτυξη επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα.
Προσπαθώ να καταλάβω αν αγαπάω την Ελλάδα. Αν την αγαπάω γι’ αυτό που είναι ή για αυτό που ήταν στα παιδικά μου χρόνια. Για τις πίττες της γιαγιάς, για το άρωμα του νυχτολούλουδου το καλοκαίρι, για το λουκάνικο στα κάρβουνα, για τη φωνή της Χαρούλας, για τα φοιτητικά μεθύσια. Είναι η Ελλάδα αυτή που αγαπώ και νοσταλγώ ή είναι οι δικές μου αναμνήσεις μια αθωότερης εποχής;
Δεν ξέρω.
Επιμύθιο: Αυτή τη στιγμή πετάω με μια ελληνική αεροπορική εταιρεία που με κάνει να νιώθω περήφανος που υπάρχει. Αριστερά μου δυο Ελληνίδες, μάνα και κόρη, που ζήτησαν από την αεροσυνοδό νηστίσιμο φαγητό. Δεξιά μου στη σειρά ένας Άγγλος που βλέπει ταινία στο iPad.
Δύο κόσμοι διαφορετικοί.
Κι εγώ ανάμεσα.
Με ένα πόδι και στους δύο.
Δύο κόσμοι που απομακρύνονται όλο και περισσότερο σιγά-σιγά.
Πρέπει να διαλέξω, γιατί αλλιώς θα διαμελιστώ.
Τι να διαλέξω;
Αυτό είναι που δεν μπορώ να απαντήσω.
Αυτό είναι που με ενοχλεί.
Αυτό είναι που με θυμώνει.