του Κώστα Βαξεβάνη
Ο θυμός που υποκλίνεται στον φόβο, το αυτομαστίγωμα και μερικές οικείες πολιτικές πρακτικές.
Η Ελλάδα μοιάζει νομίζω πολύ με τη συγκεκριμένη ιστορία. Προσπαθεί να οδηγήσει στην ανάκαμψη την προβληματική της επιχείρηση, αναθέτοντας τη διάσωση στις πόρνες που είναι εξήντα χρόνια μέλη του κόμματος. Στο κλειστό σύστημα που αποτελεί τον κόσμο της, δηλαδή τον μικρό της κόσμο, τα πράγματα έχουν συγκεκριμένους κανόνες. Ακόμα και αν την καταστρέφουν, είναι οι μόνοι που γνωρίζει.
Η κοινωνία έχει περάσει από το στάδιο του κλονισμού και της ενοχής σε αυτό της παράδοσης. Είναι απελπισμένη και έτοιμη να παραδοθεί σε αυτόν που θα εφεύρει έναν μύθο. Που θα εγγυηθεί πως θα αναλάβει την ευθύνη και ας είναι της καταστροφής. Κάθε μέρα στις τηλεοράσεις παρελαύνουν οι αρχιτέκτονες του πολιτικού συστήματος, που μιλούν για το πολιτικό σύστημα που πρέπει να αλλάξει. Δεν έχει σημασία που είναι οι ίδιοι. Αρκεί που η ευθύνη διαχέεται, χωρίς να τους απειλεί, σε ένα «γενικό σύστημα» που φταίει.
Το σύστημα στην πραγματικότητα ετοιμάζει την άμυνα και τη μακροημέρευσή του. Θα κάνει εκλογές όταν η ένταση και οι κομματικές συσπειρώσεις θα είναι τέτοιες που θα εγγυηθούν πως ένα μίνιμουμ κομμάτι θα μπει στο κομματικό μαντρί, αφού θα έχει εξαερώσει τον θυμό του. Το παιχνίδι της κομματικής χειραγώγησης θα εμφανιστεί ως αναγκαίο κακό απέναντι στην αβεβαιότητα και το χάος. Ο θυμός είναι ισχυρό κίνητρο, αλλά ο φόβος είναι ισχυρότερο.
Στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου, αυτήν όπου αντικαταστάθηκε η Ελλάς από την ΕΛΑΣ, ο ίδιος ο υπουργός δήλωσε πως υπήρχαν για λόγους ασφάλειας στο Σύνταγμα ελεύθεροι σκοπευτές. Η τελευταία φορά που στο Σύνταγμα υπήρξαν ελεύθεροι σκοπευτές ήταν τον Δεκέμβριο του 1944 και ήταν Άγγλοι που αιματοκύλησαν την Ελλάδα, οδηγώντας την στον Εμφύλιο. Εβδομήντα χρόνια μετά οι ελεύθεροι σκοπευτές ακροβολίζονται απέναντι σ’ έναν εσωτερικό εχθρό. Δεν έχει σημασία αν υπήρχαν ή όχι snipers. Σημασία έχει πως ο φόβος χρησιμοποιήθηκε για να αναρωτηθούν οι μάζες πόσο ασφαλείς είναι. Ακόμα και αν την ασφάλειά τους την απειλεί το ίδιο το κράτος.
Βρισκόμαστε ακριβώς στο στάδιο που στην κοινωνία συντελείται το χώρισμα. Ο φόβος τραβά τη διαχωριστική γραμμή πάνω στην οποία ισορροπεί το προσωπικό συμφέρον και όχι το κοινωνικό. Οι εφημερίδες ανακαλύπτουν περιπτώσεις διαφθοράς, την ώρα που το Κοινοβούλιο επιδίδεται στη θεσμοθέτησή της μέσα από νόμους που ψηφίζονται νύχτα από τα κόμματα της Εθνικής Ενότητας.
Ο θυμός υποκλίνεται στον φόβο και οι άνθρωποι γίνονται για μια ακόμη φορά πιόνια. Οι περισσότεροι έχουν ματώσει από το αυτομαστίγωμα. Χιλιάδες ιστορίες «προσωπικής ευθύνης» γεμίζουν τις σελίδες των εφημερίδων. Στα ίδια σημεία όπου το τυπογραφικό μελάνι μύριζε σαν λιβάνι για τα μεγάλα επιτεύγματα των πολιτικών. Ο καθηγητής που έφαγε, το λαμόγιο που ξεκοκάλισε, ο υπάλληλος που λαδώθηκε. Ναι, έτσι είναι. Μόνο που αυτό το κράτος ήταν το κράτος που οι ίδιοι έκαναν.
Δημιουργείται κάθε μέρα η εντύπωση πως όλη αυτή η Ελλάδα της διαφθοράς θ’ αλλάξει ως διά μαγείας όταν καθιερώσουμε ένα σαβουάρ βιβρ πολιτικής και μαζεύουμε τα σκατά των σκύλων από το πεζοδρόμιο. Είναι μεγάλη η προσωπική ευθύνη, αλλά είναι διαφορετικό το να γίνει συνείδηση απ’ το να γίνει ενοχή. Και η κύρια προσωπική ευθύνη είναι πως τους αφήσαμε να κυβερνούν με τη SIEMENS, τους Χριστοφοράκους, τις μίζες από τα γερμένα υποβρύχια, χαμένοι μέσα στην επιτηδευμένη και συγκαλυπτική μας καλοπέραση. Κανένα από τα άρθρα των φιλελεύθερων αυτομαστιγωμένων δεν μιλά γι’ αυτή την ευθύνη και γι’ αυτό το κράτος. Μιλούν για τον υπάλληλο και το λαμόγιο της γειτονιάς. Αυτό το λαμόγιο δεν δούλευε καν στο γραφείο του πολιτικού λαμόγιου, ούτε το κάλυπτε το κομματικό κράτος.