Το ευρωπαϊκό νόμισμα και η περίπτωση της Ελλάδας
By Martin Feldstein
Το ευρώ μπορεί πλέον να χαρακτηριστεί ως ένα πείραμα που απέτυχε. Η αποτυχία αυτή, η οποία ήρθε μόλις δώδεκα χρόνια μετά την παρουσίασή του, το 1999, δεν ήταν τυχαία ούτε αποτέλεσμα γραφειοκρατικής κακοδιαχείρισης, αλλά μάλλον η αναπόφευκτη συνέπεια του να επιβάλεις ένα νόμισμα σε μια ομάδα πολύ ετερογενών χωρών. Οι δυσμενείς οικονομικές συνέπειες του ευρώ περιλαμβάνουν την κρίση δημόσιου χρέους σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, την εύθραυστη κατάσταση μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών, τα υψηλά επίπεδα ανεργίας στην ευρωζώνη και τα μεγάλα ελλείμματα εμπορικού ισοζυγίου που πλήττουν τις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης.
Ο πολιτικός στόχος της δημιουργίας μιας αρμονικής Ευρώπης απέτυχε επίσης. Η Γαλλία και η Γερμανία έχουν επιβάλει οδυνηρά μέτρα λιτότητας στην Ελλάδα και την Ιταλία ως προϋπόθεση για την οικονομική τους βοήθεια, ενώ το Παρίσι και το Βερολίνο έχουν διαφωνήσει έντονα για τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αλλά και για τον τρόπο που θα μοιραστεί η οικονομική βοήθεια.
Το αρχικό κίνητρο που οδήγησε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Ένωση και το ευρώ ήταν πολιτικό και όχι οικονομικό. Οι ευρωπαίοι πολιτικοί είχαν ως επιχείρημα το ότι η χρήση ενός κοινού νομίσματος θα εμφυσήσει στους πολίτες τους εντονότερα την αίσθηση ότι ανήκουν σε μια ευρωπαϊκή κοινότητα και ότι η μετατόπιση των ευθυνών για την νομισματική πολιτική από το εθνικό επίπεδο σε μια κεντρική τράπεζα στην Φρανκφούρτη θα σηματοδοτούσε και μια μετατόπιση πολιτικών δυνάμεων.
Το πρωταρχικό πολιτικό κίνητρο για αυξημένη ευρωπαϊκή ενοποίηση ήταν, και πιθανόν να είναι ακόμα, να ενισχυθεί ο ρόλος της Ευρώπης στις παγκόσμιες σχέσεις. Το 1956, αμέσως μόλις οι ΗΠΑ υποχρέωσαν τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από τη Διώρυγα του Σουέζ, ο γερμανός καγκελάριος Konrad Adenauer ανέφερε σε έναν Γάλλο πολιτικό ότι τα ανεξάρτητα ευρωπαϊκά κράτη δεν θα γίνονταν ποτέ παγκόσμιες δυνάμεις, αλλά «ότι τους απομένει μόνο ένας τρόπος για να παίξουν έναν αποφασιστικό ρόλο στον κόσμο και αυτός είναι να ενωθούν σε μια Ευρώπη… Η Ευρώπη θα είναι η εκδίκησή σας». Έναν χρόνο μετά, η Συνθήκη της Ρώμης εγκαινίασε την Κοινή Αγορά.
Η Κοινή Αγορά επεκτάθηκε το 1967 και δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα και στη συνέχεια, το 1992, η Συνθήκη του Μάαστριχτ έδωσε ώθηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που δημιούργησε μια μεγαλύτερη περιοχή ελευθέρου εμπορίου, κινητικότητα στην εργασία, και έθεσε ένα χρονοδιάγραμμα για την υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος και μιας ενοποιημένης Ευρώπης σε επίπεδο αγαθών και υπηρεσιών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έθεσε αυτή τη ρύθμιση ως θεμέλιο λίθο για μεγαλύτερη πολιτική ενότητα και δημιούργησε το αληθοφανές επιχείρημα ότι η περιοχή του ελευθέρου εμπορίου μπορεί να πετύχει μόνο αν οι χώρες μέλη χρησιμοποιούσαν ένα κοινό νόμισμα. (Φυσικά, δεν υπάρχει τίποτα στην οικονομική λογική και εμπειρία που να υπονοεί ότι το ελεύθερο εμπόριο απαιτεί και κοινό νόμισμα. Η Βορειο-Αμερικανική Συμφωνία Ελευθέρων Συναλλαγών, για παράδειγμα, έχει αυξήσει το εμπόριο χωρίς κανείς ποτέ να σκεφτεί ότι οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και το Μεξικό θα έπρεπε να έχουν κοινό νόμισμα).
Η Γερμανία αντιστάθηκε στην απόφαση να δημιουργηθεί ένα κοινό νόμισμα, καθώς ήταν απρόθυμη να εγκαταλείψει το γερμανικό μάρκο και την σταθερότητα των τιμών, αλλά και την ευημερία που είχε επέλθει στην μεταπολεμική οικονομία της χώρας. Σταδιακά, όμως, η Γερμανία ενέδωσε ενώ η Γαλλία και οι άλλοι κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα πρόγραμμα που θα οδηγούσε στην εγκαθίδρυση του ευρώ το 1999. Αλλά η Γερμανία ήταν ικανή να επηρεάσει κάποια χαρακτηριστικά της ΕΚΤ: την επίσημη ανεξαρτησία της Τράπεζας, τον μοναδικό πολιτικό στόχο της σταθερότητας των τιμών της, την απαγόρευση αγοράς ομολόγων από κράτη μέλη - έναν κανόνα που εγκαταλείπει αβοήθητες τις χώρες που χρεοκόπησαν - και το γεγονός ότι εδρεύει στην Φρανκφούρτη. Η Γερμανία, επίσης, πίεσε για τη δημιουργία ενός Συμφώνου Σταθερότητας που δημιούργησε οικονομικές ρήτρες για όποια χώρα είχε έλλειμμα προϋπολογισμού πάνω από 3% του ΑΕΠ ή χρέος που θα ξεπερνούσε το 60% του ΑΕΠ. Όταν σε σύντομο χρονικό διάστημα η Γαλλία και η Γερμανία παραβίασαν αυτές τις συνθήκες, το Συμβούλιο των Υπουργών ψήφισε να μην επιβληθούν ποινές και οι όροι της συμφωνίας αποδυναμώθηκαν έτσι ώστε να μην έχουν σημασία.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΕΝΟΣ ΠΡΟΑΝΑΓΓΕΛΘΕΝΤΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ
Πολύ πριν παρουσιαστεί το ευρώ, οι οικονομολόγοι επισήμαναν τις δυσμενείς συνέπειες ενός κοινού νομίσματος στις οικονομίες της Ευρώπης. (Δείτε, για παράδειγμα, το άρθρο μου στον «Economist» από το 1992, με τίτλο «Η υπόθεση ενάντια στο ευρώ» ή το δοκίμιο, από τις ίδιες σελίδες, «ΟΝΕ και Διεθνείς διαμάχες», Νοέμβριος/Δεκέμβριος 1997). Το κοινό νόμισμα προϋποθέτει ότι όλες οι χώρες της οικονομικής ένωσης έχουν την ίδια οικονομική πολιτική και το ίδιο βασικό επιτόκιο, με τα επιτόκια να διαφέρουν ανάμεσα στους δανειστές μόνο εξαιτίας διαφορών στο πιστωτικό ρίσκο. Κοινό νόμισμα, επίσης, σημαίνει καθορισμένη ισοτιμία μέσα στην νομισματική ένωση και η ίδια ισοτιμία να σχετίζεται με όλα τα άλλα συναλλάγματα, ακόμα και όταν κάποιες χώρες μέσα στην νομισματική ένωση θα ωφεληθούν από τις αλλαγές στις σχετικές αξίες. Για αυτόν τον λόγο, οι οικονομολόγοι εξήγησαν ότι το ευρώ θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες διακυμάνσεις στην παραγωγή και τις θέσεις εργασίας, σε μια πιο αργή προσαρμογή στην πτώση της συνολικής ζήτησης και σε επίμονες εμπορικές ανισορροπίες ανάμεσα στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Και πράγματι, όλες αυτές οι αρνητικές συνέπειες έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια.
Και ιδού ο λόγος: όταν μια χώρα έχει τη δική της νομισματική πολιτική, μπορεί να ανταποκριθεί σε μια μείωση της ζήτησης χαμηλώνοντας τα επιτόκια, για να δώσει ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα. Η ΕΚΤ, όμως, πρέπει να ασκήσει οικονομική πολιτική βάσει της γενικής κατάστασης όλων των χωρών της νομισματικής ένωσης. Έτσι δημιουργείται ένα περιβάλλον στο οποίο τα επιτόκια είναι πολύ υψηλά στις χώρες με αυξανόμενη ανεργία και πολύ χαμηλά στις χώρες με μισθούς που αυξάνονται ταχύτατα. Και εξαιτίας του μεγάλου μεγέθους της γερμανικής οικονομίας σε σχέση με τις άλλες οικονομίες της Ευρώπης, η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ πρέπει να δώσει μεγαλύτερο βάρος στις συνθήκες της Γερμανίας για να πάρει τις αποφάσεις της, απ’ ότι δίνει στις συνθήκες που επικρατούν σε άλλες χώρες.
Η σκληρή αντιπληθωριστική πολιτική της ΕΚΤ προκάλεσε την πτώση των επιτοκίων σε χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία, όπου οι προσδοκίες του υψηλού πληθωρισμού είχαν κρατήσει προηγουμένως τα επιτόκια υψηλά. Τα νοικοκυριά και οι κυβερνήσεις σε αυτές τις χώρες ανταποκρίθηκαν στα χαμηλά επιτόκια αυξάνοντας τον δανεισμό τους, ενώ τα νοικοκυριά χρησιμοποίησαν το αυξημένο χρέος για να χρηματοδοτήσουν ένα ξέσπασμα οικοδομικής δραστηριότητας και αύξησης στις τιμές των σπιτιών. Οι κυβερνήσεις, αντίστοιχα το χρησιμοποίησαν για να χρηματοδοτήσουν ευρύτερα κοινωνικά προγράμματα.
Αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί ραγδαία το ποσοστό δημόσιου και ιδιωτικού χρέους ως προς το ΑΕΠ, σε πολλές χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Ιταλία και η Ισπανία. Παρά το ευνόητο ρίσκο που άφηνε κάτι τέτοιο στους δανειστές, οι παγκόσμιες κεφαλαιακές αγορές δεν ανταποκρίθηκαν αυξάνοντας τα επιτόκια στις χώρες με αυξανόμενο επίπεδο χρέους. Οι αγοραστές ομολόγων υπέθεσαν ότι το ομόλογο μιας χώρας που βρίσκεται στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Ένωση ήταν εξίσου ασφαλές με το ομόλογο μιας άλλης χώρας της ένωσης, αγνοώντας τη ρήτρα της μη διάσωσης (no bail-out clause) της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Ως αποτέλεσμα, τα επιτόκια στα ελληνικά και τα ιταλικά ομόλογα ήταν διαφορετικά από αυτά των γερμανικών λιγότερο από μια ποσοστιαία μονάδα.
Πριν ιδρυθεί η νομισματική ένωση, τα μεγάλα οικονομικά ελλείμματα γενικά οδηγούσαν σε υψηλότερα επιτόκια ή σε χαμηλότερες τιμές συναλλάγματος. Αυτά τα σημάδια της αγοράς δρούσαν ως μια αυτόματη προειδοποίηση για τις χώρες, ώστε να μειώσουν τον δανεισμό τους. Η οικονομική ένωση εξάλειψε αυτά τα σημάδια της αγοράς και εμπόδισε την αύξηση του κόστους των κεφαλαίων που σε άλλη περίπτωση θα είχε περιορίσει τον δανεισμό των νοικοκυριών. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι χώρες δανείστηκαν πολλά και οι τράπεζες δάνεισαν πολλά σε υπερεκτιμημένα σπίτια.
Όταν στις αρχές του 2010 οι αγορές αναγνώρισαν το λάθος να θεωρούν όλες τις χώρες της ευρωζώνης εξίσου ασφαλείς, τα επιτόκια άρχισαν να αυξάνουν το κρατικό χρέος της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Ισπανίας. Η δυναμική των αγορών έβαλε σε εφαρμογή μια αυτοτροφοδοτούμενη διαδικασία, κατά την οποία τα αυξανόμενα επιτόκια οδήγησαν τις χώρες στο χείλος της χρεοκοπίας. Ειδικότερα, ο φόβος ότι η Ελλάδα πιθανόν να μην μπορέσει να ανταπεξέλθει στο χρέος της προκάλεσε αύξηση στα επιτόκια του ελληνικού χρέους. Η προσδοκία υψηλότερων πληρωμών επιτοκίων στο μέλλον άφησε να εννοηθεί ότι θα υπάρχει ένα ακόμα μεγαλύτερο μελλοντικό φορτίο χρέους. Αυτό που άρχισε ως ενδιαφέρον για το πρόβλημα ρευστότητας της Ελλάδας - με άλλα λόγια για την ικανότητα της Ελλάδας να βρει τα μετρητά για τις επόμενες πληρωμές επιτοκίων της- έγινε ένα κρατικό πρόβλημα, ο φόβος ότι η Ελλάδα δεν θα μπορέσει ποτέ να αποπληρώσει το υπαρκτό και συσσωρευμένο χρέος της. Αυτό ώθησε τα επιτόκια ακόμα πιο ψηλά και οδήγησε σταδιακά σε μια διαπραγματεύσιμη μερική αθέτηση χρέους, κατά την οποία κάποιοι πιστωτές του ελληνικού χρέους συμφώνησαν να δεχτούν 50% μείωση στην αξία των ομολόγων τους. Ως συνέπεια, η ελληνική εμπειρία διόγκωσε το δυνητικό ρίσκο του ιταλικού χρέους, προκαλώντας αύξηση στα επιτόκια των ιταλικών κρατικών ομολόγων που έφτασαν από λιγότερο από 4% τον Απρίλιο του 2010 σε πάνω από 7% τον Νοέμβριο του 2011 -ένα ποσοστό που θα κάνει το κρατικό χρέος να αυξηθεί γρηγορότερα από το εθνικό εισόδημα, σπρώχνοντας την Ιταλία στο χείλος της χρεοκοπίας.
Μια διαφορετική δυναμική της αγοράς επηρέασε τη σχέση ανάμεσα στις ευρωπαϊκές εμπορικές τράπεζες και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Καθώς οι τράπεζες είχαν επενδύσει πολλά σε κρατικά ομόλογα, η μείωση της αξίας αυτών των ομολόγων τις έβλαψε. Τότε, οι τράπεζες στράφηκαν στις κυβερνήσεις ώστε οι κυβερνήσεις να προστατέψουν τους καταθέτες και τους άλλους πιστωτές των τραπεζών, μεγεθύνοντας έτσι το αρχικό πρόβλημα. Στην Ιρλανδία και την Ισπανία ο κύκλος αυτός άρχισε με αθέτηση υποθηκών, βλάπτοντας τις τράπεζες και οδηγώντας τις κυβερνήσεις στο να εγγυηθούν τις περιουσίες των καταθετών και άλλων πιστωτών, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το κρατικό χρέος. Οι μεγάλες επενδύσεις των τραπεζών στα κρατικά ομόλογα είχαν ως συνέπεια το γεγονός ότι η αδυναμία των κρατικών ομολόγων της Ιρλανδίας και της Ισπανίας έβλαψε ακόμα περισσότερο τις τράπεζες.
ΤΟ ΕΥΡΩ ΣΕ ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ
Το φθινόπωρο του 2011, το χρέος ως προς το ΑΕΠ πολλών ευρωπαϊκών χωρών ήταν αρκετά υψηλό ώστε η χρεοκοπία να γίνει μια σοβαρή πιθανότητα. Οι μεγάλες υποτιμήσεις στην αξία των κρατικών τους χρεών δεν αποτελούν λογική λύση επειδή θα προκαλέσουν σημαντική καταστροφή στις ευρωπαϊκές τράπεζες και πιθανόν σε τράπεζες και άλλους οικονομικούς οργανισμούς στις ΗΠΑ.
Οι ευρωπαίοι ηγέτες πρότειναν τρεις διαφορετικές στρατηγικές για να αντιμετωπίσουν αυτή την κατάσταση. Κατ’ αρχήν, υπό την καθοδήγηση της Γερμανίδας καγκελάριου Άνγκελα Μέρκελ και του Γάλλου προέδρου Νικολά Σαρκοζί, οι αξιωματούχοι της ευρωζώνης συμφώνησαν τον περασμένο Οκτώβριο ότι οι εμπορικές τράπεζες θα έπρεπε να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους και ότι το μέγεθος του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (European Financial Stability Facility - EFSF), που δημιουργήθηκε το Μάιο του 2010 για να χρηματοδοτήσει τον κρατικό δανεισμό της Ελλάδας και άλλων χωρών της ευρωζώνης, θα έπρεπε να επεκταθεί από 400 δισ. ευρώ σε πάνω από 1 τρισ. ευρώ. Αυτή η τελευταία κίνηση έγινε για να παρέχει εγγυήσεις ασφάλειας που θα επέτρεπαν στην Ιταλία και πιθανότατα στην Ισπανία να έχουν πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές με λογικά επιτόκια.
Το σχέδιο, όμως, για αύξηση των τραπεζικών κεφαλαίων δεν πέτυχε, επειδή οι τράπεζες δεν θέλουν να αλλοιώσουν τα μερίδια των μετόχων τους ψάχνοντας ιδιωτικά ή δημόσια κεφάλαια, κι έτσι προτίμησαν να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους μειώνοντας το δανεισμό, ειδικά προς δανειζόμενους άλλων χωρών, προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερη ύφεση στην οικονομική δραστηριότητα της Ευρώπης. Και ούτε μπορεί το EFSF να δανείσει τα επιπλέον ποσά, καθώς μια τέτοια κίνηση βρίσκει αντίθετη την Γερμανία, τη μεγαλύτερη πιθανή εγγυήτρια του χρέους. Επιπλέον, ακόμα και 1 τρισ. ευρώ δεν θα έδινε στο EFSF αρκετά κεφάλαια ώστε να παρέχει ικανοποιητικές εγγυήσεις σε πιθανούς αγοραστές του ιταλικού και του ισπανικού χρέους, εάν αυτές οι χώρες με τον έναν ή άλλο τρόπο χρεοκοπούσαν.
Η δεύτερη στρατηγική, που υποστηρίζεται από τη Γαλλία, καλεί την ΕΚΤ να αγοράσει τα ομόλογα της Ιταλίας, της Ισπανίας και άλλων χωρών με υψηλό χρέος, για να κρατήσει τα επιτόκιά τους χαμηλά. Η ΕΚΤ το έχει ήδη κάνει αυτό ως ένα βαθμό, όχι όμως αρκετά ώστε να σταματήσει τα ελληνικά και τα ιταλικά επιτόκια από το να φτάσουν σε μη βιώσιμα επίπεδα. Ζητώντας από την ΕΚΤ να επεκτείνει αυτή την πολιτική έρχεται απευθείας σε σύγκρουση με τον όρο της «μη διάσωσης» της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Η Γερμανία αντιτίθεται σε μια τέτοια κίνηση εξαιτίας των πιθανών επιπτώσεών της στον πληθωρισμό και το ενδεχόμενο να χάσει από αυτά τα ομόλογα. (Μάλιστα δύο Γερμανοί, μέλη του συμβουλίου της ΕΚΤ παραιτήθηκαν για αυτό το θέμα).
Η τρίτη στρατηγική υποστηρίζεται από προσωπικότητες, όπως η Μέρκελ, που θέλουν να χρησιμοποιήσουν την τρέχουσα κρίση για να προωθήσουν την ανάπτυξη μιας πολιτικής ένωσης. Κάνουν λόγο για μια οικονομική ένωση στην οποία οι χώρες με δημοσιονομικό πλεόνασμα θα μεταφέρουν κάθε χρόνο κεφάλαια στις χώρες με δημοσιονομικό και εμπορικό έλλειμμα. Ως αντάλλαγμα για αυτές τις μεταφορές, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα έχει το δικαίωμα να επιβλέπει τους εθνικούς προϋπολογισμούς και να εξαναγκάζει τις χώρες να υιοθετούν πολιτικές που θα μειώσουν το δημοσιονομικό τους έλλειμμα, θα αυξήσουν την ανάπτυξή τους και θα βελτιώσουν την διεθνή ανταγωνιστικότητά τους.
Αυτή η συναλλαγή έχει ήδη συμβεί με την Ελλάδα και την Ιταλία. Η περίπτωση της Ελλάδας είναι η πιο δραματική. Τον περασμένο Οκτώβριο, η Ελλάδα δεν μπορούσε να δανειστεί από τις παγκόσμιες αγορές και γι’ αυτό έπρεπε να εξαρτάται από πιστώσεις της ΕΚΤ και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για να πληρώνει τους δημόσιους υπαλλήλους της και να διατηρεί τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας. Η Μέρκελ και ο Σαρκοζί κάλεσαν τον έλληνα πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου στις Βρυξέλλες και του είπαν ότι πρέπει να εγκαταλείψει το σχέδιο που είχε ανακοινώσει για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος σχετικά με τα μέτρα λιτότητας που επέβαλαν στην Ελλάδα τα άλλα μέλη της ευρωζώνης. Του είπαν ότι αντ’ αυτού θα πρέπει να πείσει το ελληνικό κοινοβούλιο να αποδεχτεί τη σκληρή στρατηγική μείωσης του κρατικού προϋπολογισμού που έφτιαξαν η Μέρκελ και ο Σαρκοζί ή αλλιώς να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο αποβολής από την ευρωζώνη. Ο Παπανδρέου συμφώνησε και πέρασε την απαραίτητη νομοθεσία από το κοινοβούλιο. Έπειτα παραιτήθηκε, και ο Λουκάς Παπαδήμος, πρώην αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, διορίστηκε προσωρινός πρωθυπουργός αναλαμβάνοντας την ευθύνη να εφαρμόσει τις περικοπές του προϋπολογισμού που σχεδίασαν οι Βρυξέλλες. Οι κοινοβουλευτικές απώλειες, όμως, που ακολούθησαν και οι λαϊκές εξεγέρσεις έδειξαν το πόσο πολύ οι Έλληνες απεχθάνονται να τους εξαναγκάζουν οι Γερμανοί να αλλάξουν την οικονομική συμπεριφορά τους, να αποδεχτούν απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων που θεωρούν ότι έχουν κατοχυρωμένη τη δουλειά τους για όλη τους τη ζωή και να μειώσουν τη ζήτηση σε μια περίοδο που η ανεργία φτάνει σε διψήφιους αριθμούς και το ΑΕΠ μειώνεται ραγδαία. Την ίδια στιγμή, πολλοί ψηφοφόροι στη Γερμανία απεχθάνονται το να στέλνουν χρήματα στους Έλληνες και να βλέπουν τους κανόνες της ΕΚΤ να αλλάζουν ριζικά.
Η κατάσταση στην Ιταλία είναι διαφορετική επειδή η χώρα δεν εξαρτάται ακόμα από μεγάλες χρηματοδοτήσεις από την ΕΚΤ ή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η Ιταλία, όμως, εξαρτάται από την στήριξη της ΕΚΤ προκειμένου να περιορίσει την αύξηση των επιτοκίων των κρατικών ομολόγων της. Η Γαλλία και η Γερμανία πίεσαν την Ιταλία να υιοθετήσει νέες πολιτικές ως προς τον προϋπολογισμό της, κάτι που οδήγησε στην παραίτηση του πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι τον περασμένο Νοέμβριο και στην αντικατάσταση της κυβέρνησής του από μια τεχνοκρατική κυβέρνηση που δεσμεύτηκε να λύσει τα οικονομικά προβλήματα της Ιταλίας. Το ευρώ προκάλεσε έτσι εντάσεις και διαμάχες μέσα στην Ευρώπη που αλλιώς δεν θα υπήρχαν. Περαιτέρω προσπάθειες για μια μόνιμη οικονομική ένωση το μόνο που θα κάνουν είναι να εκτραχύνουν τις εντάσεις αυτές.
ΤΑ ΑΠΙΘΑΝΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Το έλλειμμα προϋπολογισμού της Ελλάδας που φτάνει το 9% του ΑΕΠ είναι πολύ μεγάλο ώστε να αποφευχθεί μια χρεοκοπία επί του εθνικού χρέους. Με το τρέχον χρέος της Ελλάδας ως προς το ΑΕΠ να φτάνει το 150% και την τρέχουσα αξία του ελληνικού ΑΕΠ να πέφτει σε ονομαστικούς ευρωπαϊκούς όρους κατά 4% ετησίως, το ποσοστό του χρέους θα αυξηθεί τον επόμενο χρόνο στο 170% του ΑΕΠ. Η αναχρηματοδότηση του χρέους καθώς γίνεται σταδιακά απαιτητό και η πληρωμή υψηλότερων επιτοκίων πάνω σε αυτό θα αυξήσει το συνολικό χρέος ακόμα πιο γρήγορα.
Ακόμα και αν μια πιο γενική μείωση της λογιστικής αξίας του ελληνικού χρέους θα μείωνε τις τρέχουσες πληρωμές τόκων της Ελλάδας στο μισό, το έλλειμμα θα παρέμενε ακόμα στο 6% του ελληνικού ΑΕΠ και το ποσοστό χρέους ως προς το ΑΕΠ θα αυξανόταν στο 165% του ΑΕΠ μέσα σε 12 μήνες. Και αυτό, χωρίς καν να ληφθούν υπόψη οι δυσμενείς επιπτώσεις που θα είχε η μείωση της λογιστικής αξίας του χρέους στις ελληνικές τράπεζες. Η ελληνική κυβέρνηση θα αναγκαζόταν να καλύψει τους έλληνες καταθέτες, αυξάνοντας κι άλλο το κρατικό χρέος.
Για να πετύχει μια βιώσιμη λύση η Ελλάδα πρέπει να αρχίσει να μειώνει τον δείκτη του εθνικού χρέους της ως προς το ΑΕΠ. Κάτι τέτοιο είναι σχεδόν αδύνατο όσο το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας μειώνεται. Η βασική αριθμητική του προϋπολογισμού δείχνει ότι ακόμα και αν το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας αρχίσει να αυξάνεται στο 2% (από το τρέχον 7% πραγματικής μείωσης) και ο πληθωρισμός φτάσει τον στόχο του 2% που έχει ορίσει η ΕΚΤ, το έλλειμμα δεν θα πρέπει να ξεπεράσει το 6% του ΑΕΠ αν το ποσοστό χρέους σταματήσει να αυξάνεται. Καθώς μόνο ο τόκος επί του χρέους είναι 6% του ΑΕΠ, ο υπόλοιπος προϋπολογισμός της Ελλάδας πρέπει να εξισορροπήσει με το τρέχον έλλειμμα του 3%.
Αν μειωνόταν το επιτόκιο στο μισό και παράλληλα εξισορροπούσε ο υπόλοιπος προϋπολογισμός, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα μειωνόταν πολύ αργά, από 150% που είναι τώρα σε 145% μετά από έναν χρόνο, ακόμα και αν δεν απαιτούνταν η κάλυψη των καταθετών και η εξόφληση των άλλων πιστωτών. Δεν είναι σαφές ότι οι χρηματοοικονομικές αγορές θα περιμένουν πότε η Ελλάδα θα μετατρέψει αυτόν τον οικονομικό κλοιό σε βιώσιμο χρέος αρκετά κάτω του 100%.
Η κατάσταση στην Ιταλία είναι πολύ καλύτερη. Η Ιταλία έχει ήδη έναν ελαφρά θετικό ρυθμό ανάπτυξης και ένα στοιχειώδες πλεόνασμα του προϋπολογισμού, με τα φορολογικά έσοδα να ξεπερνούν τις άτοκες κυβερνητικές δαπάνες σχεδόν κατά 1% του ΑΕΠ. Το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας φτάνει περίπου το 4% του ΑΕΠ. Μια μείωση του ελλείμματος ισοδύναμη με 2% του ΑΕΠ θα ήταν αρκετή για να αρχίσει να μειώνεται το ποσοστό χρέους ως προς το ΑΕΠ. Κάτι τέτοιο δεν είναι δύσκολο να επιτευχθεί, καθώς οι κυβερνητικές δαπάνες φτάνουν με δυσκολία το 50% του ΑΕΠ. Η προοπτική μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος έχει ήδη ρίξει το επιτόκιο για τη νέα κυβέρνηση που δανείζεται αντί με 7,5% τώρα με 6,5%. Ελαχιστοποιώντας το δημοσιονομικό έλλειμμα και αρχίζοντας τη συρρίκνωση του χρέους πιο γρήγορα, πιθανότατα το επιτόκιο θα επιστρέψει στο 4%, το επίπεδο στο οποίο βρισκόταν η Ιταλία πριν αρχίσει η κρίση.
ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΖΩΝΕΣ
Ακόμα και αν οι χώρες της ευρωζώνης μείωναν τα μεγάλα ελλείμματα των προϋπολογισμών τους και μετρίαζαν έτσι την απειλή για τις εμπορικές τράπεζες που επένδυσαν σε κρατικά ομόλογα, ένα άλλο πρόβλημα που προκαλεί η οικονομική ένωση θα παρέμενε: οι διαφορές ανάμεσα στα μέλη της ευρωζώνης με όρους μακροπρόθεσμης ανταγωνιστικότητας, η οποία οδηγεί σε σημαντικές διαφορές στις εμπορικές ισορροπίες οι οποίες δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν.
Τον περασμένο χρόνο, η Γερμανία είχε ένα εμπορικό πλεόνασμα σχεδόν 200 δισ. δολαρίων, ενώ τα άλλα μέλη της ευρωζώνης είχαν συνολικά ελλείμματα προϋπολογισμού 200 δισ. δολαρίων. Ένα πιο αναλυτικό στοιχείο που έχει επίπτωση στο καθαρό εισόδημα από επενδύσεις αποκαλύπτει ότι η Γερμανία έχει πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στο 5% του ΑΕΠ, ενώ η Ελλάδα έχει έλλειµµα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σχεδόν 10% του ΑΕΠ. Για να το θέσουμε αλλιώς: η Γερμανία μπορεί να επενδύσει στον υπόλοιπο κόσμο ένα ποσό ίσο με το 5% του ΑΕΠ της, ενώ η Ελλάδα πρέπει να δανειστεί ένα ποσό ίσο με 10% σχεδόν του ΑΕΠ της για να πληρώσει τις τρέχουσες εισαγωγές της.
Αν η Ελλάδα δεν ήταν μέρος της ευρωζώνης, η τιμή συναλλάγματός της θα προσαρμοζόταν με τον καιρό έτσι ώστε να εμποδίσει αυτό το μεγάλο και αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα. Πιο συγκεκριμένα, η ανάγκη να χρηματοδοτήσει αυτό το εμπορικό έλλειμμα θα προκαλούσε μείωση στην ελληνική ισοτιμία, κάνοντας τις ελληνικές εξαγωγές πιο ελκυστικές στους ξένους αγοραστές και ενθαρρύνοντας τους έλληνες καταναλωτές να αντικαταστήσουν με ελληνικά αγαθά και υπηρεσίες τις εισαγωγές. Το αυξανόμενο κόστος των εισαγωγών θα μείωνε, επίσης, το πραγματικό ατομικό εισόδημα στην Ελλάδα, οδηγώντας σε χαμηλότερη κατανάλωση και απελευθερώνοντας τα ελληνικά αγαθά και τις υπηρεσίες ώστε να εξάγονται σε ξένους αγοραστές.
Καθώς, όμως, η Ελλάδα είναι μέλος της ευρωζώνης, αυτός ο αυτόματος μηχανισμός ρύθμισης εκλείπει. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει το επίμονο πρόβλημα του αυξανόμενου ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που πλέον έφτασε το 10% του ΑΕΠ επειδή η ελληνική παραγωγικότητα (παραγωγή ανά εργαζόμενο) αυξάνεται πιο αργά σε σχέση με τη Γερμανία, προκαλώντας αύξηση στις τιμές των ελληνικών προϊόντων σε σύγκριση με τις τιμές των γερμανικών και άλλων ευρωπαϊκών προϊόντων. Πιο συγκεκριμένα: αν η παραγωγή ανά εργαζόμενο στη Γερμανία αυξάνεται 3% τον χρόνο, οι πραγματικοί μισθοί μπορούν επίσης να αυξάνονται κατά 3%. Αν η ΕΚΤ κρατήσει τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη στο 2% περίπου, οι γερμανικοί μισθοί μπορούν να αυξηθούν 5% τον χρόνο. Αν οι ελληνικοί μισθοί αυξηθούν επίσης 5% τον χρόνο ενώ η παραγωγικότητα στην χώρα αυξηθεί μόνο κατά 1%, οι τιμές των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών θα αυξηθούν 2% πιο γρήγορα από τις τιμές των γερμανικών προϊόντων. Αυτή η αύξηση στις σχετικές τιμές των αγαθών και υπηρεσιών θα προκαλούσε στην Ελλάδα αύξηση των εισαγωγών και στασιμότητα στις εξαγωγές, δημιουργώντας ένα ολοένα και αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα. Το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί αν η ετήσια αύξηση των ελληνικών μισθών ήταν περιορισμένη κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα απ’ ότι η αύξηση των γερμανικών μισθών. Κάτι τέτοιο βέβαια θα ήταν πολιτικά πολύ δύσκολο στην οικονομία της Ελλάδας που χαρακτηρίζεται από έντονη συνδικαλιστική δράση.
Αλλά, ο περιορισμός της αύξησης των ελληνικών μισθών θα οδηγούσε μόνο σε μεγαλύτερη επιδείνωση της ελληνικής ανταγωνιστικότητας στο μέλλον. Σταματώντας μια περαιτέρω μείωση της ελληνικής ανταγωνιστικότητας δεν θα διόρθωνε το υπάρχον ετήσιο έλλειµµα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που είναι περίπου 10% επί του ΑΕΠ, το οποίο η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να χρηματοδοτεί. Για να περιοριστεί το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα έπρεπε οι ελληνικές τιμές να γίνουν πιο ανταγωνιστικές απ’ ότι είναι σήμερα, μειώνοντας το κόστος παραγωγής ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών κατά σχεδόν 40% σε σχέση με το κόστος παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών στην υπόλοιπη ευρωζώνη. Καθώς κάτι τέτοιο δεν μπορεί να επιτευχθεί με αυξημένη παραγωγικότητα, πρέπει να επιτευχθεί με τη μείωση των πραγματικών μισθών σε σχέση με τους πραγματικούς μισθούς της Γερμανίας και άλλων χωρών στην ευρωζώνη. Αυτή είναι μια πολύ επώδυνη διαδικασία που πραγματοποιείται με χρόνια και υψηλή ανεργία και μειωμένα εισοδήματα. Η Ελλάδα τώρα έχει ένα επίσημο ποσοστό ανεργίας που φτάνει το 16% και το πραγματικό ΑΕΠ της πέφτει κατά 7% κάθε χρόνο. Το να συνεχίζονται τόσο κακές επιδόσεις επί μια δεκαετία και παραπάνω, είναι αδιανόητο για μια δημοκρατία. Επιπλέον, καθώς μια τέτοια διαδικασία θα συρρικνώσει το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μόνο μετά από ένα μεγάλο διάστημα, η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να δανείζεται για να χρηματοδοτεί την ανισορροπία του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ακόμα και αν η Γερμανία ήταν διατεθειμένη να επισημοποιήσει μια τόσο μακροπρόθεσμη οικονομική βοήθεια ιδρύοντας μια «ένωση μεταφοράς κεφαλαίων» για να παρέχει αυτά τα κεφάλαια, οι έλεγχοι που θα απαιτούσε το Βερολίνο για να συνεχίσουν να μειώνονται οι μισθοί και τα εισοδήματα θα δημιουργούσε μεγάλη πολιτική ένταση ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γερμανία.
Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΤΙΜΗΣΗΣ
Η εναλλακτική λύση είναι να εγκαταλείψει η Ελλάδα την ευρωζώνη και να γυρίσει στο δικό της νόμισμα. Αν και δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη στη συνθήκη του Μάαστριχτ, αναμφισβήτητα οι πολιτικοί ηγέτες στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες σκέφτονται αυτή την πιθανότητα. Παρότι η Ελλάδα επωφελείται από την συμμετοχή της στην ευρωζώνη λαμβάνοντας κεφάλαια από άλλες χώρες της ευρωζώνης, πληρώνει ένα πολύ βαρύ τίμημα όσον αφορά τα θέματα της ανεργίας και των κοινωνικών ταραχών. Εγκαταλείποντας το ευρώ τώρα και δημιουργώντας μια νέα δραχμή, θα δημιουργούσε μια υποτίμηση και μια χρεοκοπία που πιθανότατα θα ήταν λιγότερο επώδυνη οικονομικά από όσο είναι τώρα. Η στρατηγική της υποτίμησης και της χρεοκοπίας υπήρξε η σταθερή απάντηση σε χώρες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής με μη βιώσιμα οικονομικά και εμπορικά ελλείμματα. Μπορούσαν να κάνουν υποτίμηση επειδή δεν ήταν μέλη μιας οικονομικής ένωσης.
Η Γερμανία είναι τώρα πρόθυμη να πληρώσει για να μην εγκαταλείψει η Ελλάδα την ευρωζώνη επειδή φοβάται ότι η ελληνική έξοδος θα οδηγούσε στη διάλυση όλης της οικονομικής ένωσης, περιορίζοντας την καθορισμένη τιμή συναλλάγματος που τώρα ωφελεί τους Γερμανούς εξαγωγείς και τη Γερμανία γενικότερα. Αν η Ελλάδα εγκαταλείψει και κάνει υποτίμηση, οι παγκόσμιες αγορές πιθανόν να σκεφτούν ότι και η Ιταλία θα μελετήσει μια παρόμοια στρατηγική. Η επακόλουθη αύξηση των επιτοκίων επί του χρέους της μπορεί να οδηγήσει την Ιταλία στο να το πράξει. Και αν η Ιταλία επιστρέψει σε μια νέα λίρα και την υποτιμήσει σε σχέση με τις άλλες ισοτιμίες, η ανταγωνιστική πίεση μπορεί να οδηγήσει τη Γαλλία να εγκαταλείψει την ευρωζώνη και να υποτιμήσει ένα νέο φράγκο. Σε αυτό το σημείο, η ΟΝΕ θα καταρρεύσει.
Ακόμα και αν η Γερμανία είναι έτοιμη να υποστηρίξει την Ελλάδα και άλλες χώρες προκειμένου να στηρίξει το ευρώ, η Ελλάδα και άλλοι πιθανόν, πάραυτα, να αποφασίσουν να εγκαταλείψουν την νομισματική ένωση αν οι όροι που επιβάλει η Γερμανία θεωρηθούν πολλοί οδυνηροί. Ιδού πώς μπορεί να γίνει: αν και η Ελλάδα δεν μπορεί να δημιουργήσει τα ευρώ που χρειάζεται για να πληρώσει τους δημοσίους υπαλλήλους και να κάνει πληρωμές, η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να αρχίσει να δημιουργεί νέες δραχμές και να διακηρύξει ότι όλα τα συμβόλαια που υπόκεινται στον ελληνικό νόμο, συμπεριλαμβανομένων των μισθών και των τιμών στα καταστήματα, είναι πληρωτέα με αυτό το νόμισμα. Παρομοίως, όλες οι τραπεζικές καταθέσεις και τα δάνεια θα είναι πληρωτέα με αυτές τις νέες δραχμές αντί για ευρώ.
Η αξία της νέας δραχμής θα πέσει σε σχέση με το ευρώ, μειώνοντας αυτόματα τους πραγματικούς μισθούς και αυξάνοντας την ελληνική ανταγωνιστικότητα, χωρίς να χρειαστεί η Ελλάδα να περάσει μια μεγάλη και δύσκολη περίοδο υψηλής ανεργίας. Αντ’ αυτού, η χαμηλότερη αξία του ελληνικού νομίσματος θα δώσει ώθηση στις εξαγωγές και μια μετατόπιση από τις εισαγωγές στα εγχώρια αγαθά και υπηρεσίες. Αυτό θα εκτοξεύσει την αύξηση του ΑΕΠ και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Ασφαλώς, το να φύγει από την ευρωζώνη θα είναι δύσκολο και ιδιαίτερα οδυνηρό. Η ανακοίνωση ότι η Ελλάδα αφήνει την ευρωζώνη θα πρέπει να έρθει ως έκπληξη, ειδάλλως μια μαζική απόσυρση καταθέσεων θα ήταν πιθανή, καθώς οι έλληνες καταθέτες θα είχαν τον χρόνο να μετακινήσουν τα εκφρασμένα σε ευρώ κεφάλαιά τους σε τράπεζες εκτός Ελλάδας ή να τα αποσύρουν και να έχουν ευρώ σε μετρητά. Και αφού ήδη συμβαίνει μια εκροή από τις ελληνικές τράπεζες, η Αθήνα θα έπρεπε να λάβει μέτρα προτού αυτή γίνει πλημμύρα απόσυρσης καταθέσεων.
Ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα για να κάνει η Ελλάδα τη μετάβαση στη νέα δραχμή θα ήταν το πολιτικό ρίσκο να εξαναγκαστεί να φύγει από την ΕΕ. Καθώς η Συνθήκη του Μάαστριχτ δεν προβλέπει κάτι για την έξοδο μιας χώρας από την ευρωζώνη, υπάρχει το ρίσκο τα άλλα μέλη της ευρωζώνης να τιμωρήσουν την Ελλάδα ζητώντας της να φύγει από την ΕΕ, κάνοντας την Ελλάδα να χάσει τα προνόμια που της προσφέρει η ΕΕ σχετικά με το ελεύθερο εμπόριο και την κινητικότητα στην εργασία. Μπορεί να κάνουν κάτι τέτοιο για να αποθαρρύνουν την Ιταλία και άλλες χώρες να ακολουθήσουν μια παρόμοια στρατηγική εξόδου. Δεν θα έχουν, όμως, απαραιτήτως όλα τα μέλη της Ευρώπης μια τέτοια τιμωρία, ειδικότερα επειδή οι δέκα από τις 27 χώρες μέλη της Ευρώπης δεν χρησιμοποιούν το ευρώ και η κατάσταση της Ελλάδας είναι προφανώς πιο απεγνωσμένη από της Ιταλίας ή της Ισπανίας.
Το κύριο πρακτικό πρόβλημα με την έξοδο από την ευρωζώνη θα είναι ότι κάποιες ελληνικές επιχειρήσεις και ιδιώτες έχουν δανειστεί σε ευρώ από τράπεζες εκτός Ελλάδας. Επειδή αυτά τα δάνεια δεν καλύπτονται από τον ελληνικό νόμο, η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αλλάξει αυτές τις υποχρεώσεις χρέους από ευρώ σε νέες δραχμές. Η μείωση της νέας δραχμής σε σχέση με το ευρώ θα κάνει πολύ πιο ακριβή για τους έλληνες οφειλέτες την εξόφληση αυτών των δανείων. Ως αποτέλεσμα μπορεί να υπάρχουν εκτεταμένες χρεοκοπίες ελλήνων ιδιωτών και επιχειρήσεων, με δευτερεύουσες επιπτώσεις και στις ελληνικές τράπεζες από όπου έχουν δανειστεί αυτοί οι ιδιώτες και οι επιχειρήσεις. Όπως έδειξε, όμως, η εμπειρία της Αργεντινής όταν σταμάτησε τη σχέση της με το δολάριο το 2002, οι έλληνες οφειλέτες μπορεί τελικά να πληρώσουν μόνο ένα μέρος των χρεών σε ευρώ. Για αυτόν τον λόγο, για την Ελλάδα η επιλογή να εγκαταλείψει την νομισματική ένωση μπορεί να είναι πολύ δελεαστική.
Η αποχώρηση της Ελλάδας δεν είναι απαραίτητο να βάλει σε πειρασμό την Ιταλία, την Ισπανία ή τις άλλες χώρες για να κάνουν το ίδιο. Για αυτές, το κόστος της αποχώρησης μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερο από το να αναπροσαρμόσουν τις οικονομίες τους παραμένοντας στην ευρωζώνη. Αντίθετα με την Ελλάδα, μπορούν να αποφύγουν την πτώχευση προσαρμόζοντας τον προϋπολογισμό τους και τα εμπορικά ελλείμματα χωρίς ριζικές αλλαγές πολιτικής.
Μελλοντικά, η ευρωζώνη είναι πιθανόν να συνεχίσει με όλα σχεδόν τα μέλη της. Η πρόκληση τώρα θα είναι να αλλάξει την οικονομική συμπεριφορά αυτών των χωρών. Οι συνταγματικοί κανόνες για την εξισορρόπηση του προϋπολογισμού που υιοθετήθηκαν πρόσφατα από την Γερμανία, την Ιταλία και την Ισπανία, εάν πραγματικά εφαρμοστούν, θα βάλουν το χρέος κάθε χώρας σε έναν σωστό δρόμο επιβίωσης. Οι νέες πολιτικές πρέπει να αποφύγουν το έλλειµµα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στο μέλλον, περιορίζοντας τον όγκο των εθνικών εισαγωγών σε ποσά που μπορούν να χρηματοδοτηθούν με κέρδη από τις εξαγωγές και τις άμεσες ξένες επενδύσεις. Τέτοια μέτρα μπορεί να κάνουν πιθανή τη διατήρηση του ευρώ χωρίς μελλοντικές κρίσεις και χωρίς τις μεταφορές κεφαλαίων που δημιουργούν προς το παρόν εντάσεις στην Ευρώπη.
-