Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στα νερά
Καράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
Τα πιο αθώα κορίτσια, τρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
Κι η σεμνότη φωνάζει πίσω απ’ το φράχτη:
Παιδιά! Δεν είναι άλλη γη ωραιότερη!
(Οδ. Ελύτης)
Ναι. Δεν υπάρχει γη ωραιότερη από τούτη. Οι γνωρίζοντες το νοιώθουν. Σε κάθε λιμανάκι, σε κάθε λόφο, σε κάθε ποτάμι, σε κάθε βουνοκορφή, σε κάθε ξωκλήσι, το ελληνικό φωτόδεντρο λαμπρύνει τούτη τη γη. Αλλά, αγαπητοί φίλοι, τούτο το φωτόδεντρο το παρακλαδέψαμε, το μολύναμε με τον τρόπο μας και του στερήσαμε την ικανότητα να εκπέμπει Φως. Και τώρα;
Η κατάσταση που βιώνουμε όλοι, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, βαίνει συνεχώς επιδεινούμενη. Η οικονομία παραπαίει, η κοινωνική συνοχή διαρρηγνύεται, η εγκληματικότητα αυξάνεται, η φτώχεια και η εξαθλίωση απλώνονται σα μαύρο σύννεφο πάνω από τη χώρα. Και φυσικά ούτε κι εγώ έμεινα αλώβητος από αυτή την κατάσταση. Είναι κάπως δύσκολο να μιλά κανείς επί προσωπικού. Εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα, μηχανικός με μπλοκάκι σε μια μεταποιητική βιοτεχνία, τα τελευταία δυο χρόνια έβλεπα – και προέβλεπα – την καταιγίδα που ερχόταν. Χωρίς πόρους, οργάνωση αλλά, κυρίως, χωρίς κουλτούρα του επιχειρείν, πως μπορούσε να τα βγάλει πέρα μια μικρομεσαία βιοτεχνία;
Μόλις σταμάτησε η ροή χρήματος από τις τράπεζες, άρχισε το πανηγύρι. Ο ένας άρχισε σιγά-σιγά να βάζει μέσα τον άλλον. Οι προμηθευτές δεν μπορούν να προμηθευτούν πρώτες ύλες από το εξωτερικό. Τους ζητούν μετρητά προκαταβολικά. Οι πελάτες δεν μπορούν να πληρώσουν γιατί είτε έχει πέσει η δουλειά ή το κράτος δεν πληρώνει επιστροφές ΦΠΑ και άλλες υποχρεώσεις. Η ελληνική αγορά, στηριγμένη χρόνια στις μεταχρονολογημένες επιταγές, αλλά με βασικές υποχρεώσεις σε μετρητά, όσο το χρήμα έρρεε με την προείσπραξη επιταγών, και όσο υπήρχε σημαντικός τζίρος, δούλευε κουτσά στραβά. Μόλις σταμάτησε η παροχή ρευστότητας άρχισε να καταρρέει. Το αποτέλεσμα; Απλήρωτοι εργαζόμενοι επί μήνες, ρυθμίσεις επί ρυθμίσεων σε εφορία και ασφαλιστικά ταμεία και δεκάδες τηλέφωνα κάθε μέρα όπου ο ένας επαγγελματίας κυνηγάει τον άλλο για ακάλυπτες επιταγές. Συν τοις άλλοις, η ελαστικοποίηση της εργατικής νομοθεσίας κατήργησε κάθε είδους προστασία του εργαζόμενου. Όσα θέλει ο καθένας πληρώνει, όσες ώρες θέλει σε βάζει να δουλέψεις, δεν κολλάνε ένσημα και γενικώς η εργοδοσία – πλην εξαιρέσεων – έχει ξεσαλώσει.
Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση των λουκέτων, της ανεργίας της απελπισίας και της απόγνωσης. Αν συνυπολογίσει κανείς την υπέρμετρη αύξηση της φορολογίας, αναρωτιέται για ποιο λόγο να συνεχίσει να εργάζεται.
Μια ανάλογη κατάσταση βίωσα κι εγώ τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Το σκέφτηκα, το ξανασκέφτηκα και είδα πως δεν έχω άλλη λύση. Έτσι λοιπόν αποφάσισα να μεταναστεύσω. Μάλιστα! Τώρα, μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια ενεργού επαγγελματικού βίου. Στην πιο παραγωγική και ώριμη ηλικία.
Η απόφαση δεν ήταν καθόλου εύκολη. Ένα τέτοιο βήμα έχει πολλές δυσκολίες. Δυστυχώς, όμως, δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο. Δεν έχω λίπος για να κάψω, ούτε καβάτζες, ούτε πολιτικούς ή άλλους προστάτες για να γλύψω. Δεν το έκανα ποτέ. Το μόνο που έχω είναι ο εαυτός μου και μια οικογένεια που πρέπει να επιβιώσει και να ζει αξιοπρεπώς. Κι εδώ – φεύ! στις αμμουδιές του Ομήρου - έχω εξαντλήσει τα περιθώρια.
Το τελευταίο εξάμηνο έψαχνα συστηματικά για δουλειά στο εξωτερικό. Και πριν ένα μήνα τα κατάφερα. Μετά από αρκετές δυσκολίες βέβαια, αφού δεν βρισκόμουν εκεί αλλά εδώ, και μετά από τρεις τηλεφωνικές συνεντεύξεις. Δεν τους βρήκα εγώ. Αυτοί με βρήκανε. Επικοινώνησαν μαζί μου, πήγα, τα βρήκαμε συμφωνήσαμε κι’ αυτό ήταν. Την άλλη εβδομάδα, Μεγαλοβδομάδα, φεύγω. (Θα θυμηθώ τον πολυμήχανο Οδυσσέα ή τους, κατά Περικλή, τολμώντες και γιγνώσκοντες του ελληνικού αποικισμού).
Και τα ερωτήματα έρχονται κατά ριπάς.
-Γιατί άραγε το μεταπολιτευτικό κράτος διώχνει την παραγωγικότερη γενιά της χώρας;
-Γιατί πρέπει να χωρίζονται οικογένειες;
-Γιατί πρέπει παιδιά πρέπει να στερούνται – έστω και για λίγο – τη γονική στοργή;
-Γιατί πρέπει να μας στερούν την πατρίδα μας;
Πολλοί θα πουν ότι όποιος αγαπάει την πατρίδα του μένει και πολεμάει εδώ. Σωστό. Όμως τα ωραία ηρωικά λόγια είναι εύκολα. Για να πολεμήσεις πρέπει να μείνεις ζωντανός και ακμαίος. Και, όπως προείπα, δεν έχουμε όλοι «εφεδρείες» για να αντέξουμε.
Αυτή είναι η πραγματική ήττα που επισώρευσε ο μεταπολιτευτικός εσμός ο οποίος λεηλάτησε τη χώρα τριάντα χρόνια τώρα. Όπως έγραφε κάποτε ο Γκάτσος: Το σκυλί στην πόρτα μας έγινε τσακάλι. Πέφτουν οι καλύτεροι προχωρούν οι άλλοι.
Και τώρα φεύγω για τα μέρη που ο ήλιος είναι λειψός, χωρίς φωτόδεντρα. Θα ανταμώσουμε ξανά όμως. Ο αγώνας συνεχίζεται.